Αφιέρωμα στον Αντόν Τσέχωφ

sgs

Θεατρικό Μνημόνιο
«Το μόνο Μνημόνιο που μας αξίζει»

Από τον Τιμόθεο Μαυρόπουλο (Υποψήφιος διδάκτωρ στο Stockholm School of Economics)

Παραφράζοντας τον Καμύ και τον χαρακτηρισμό «του μόνου Χριστού που μας αξίζει», ας κάνουμε – διαβάζοντας – μια προσπάθεια αλληγορίας για το παράλογο της σημερινής μας ζωής.

Οι κλασικοί δραματουργοί και συγγραφείς μας άφησαν έργα τα οποία αναβιώνοντας, ολοκληρώνοντας και ξαναολοκληρώνοντας τα, εκ νέου τα... πραγματοποιούμε.

Το Θεατρικό Μνημόνιο ως μια ενότητα θα σταθεί περιληπτικά σε κλασικούς συγγραφείς για να τους ερμηνεύσει στο σύγχρονο ελληνικό σουρρεαλισμό. Βάζουμε disclaimer, περιγελώντας κάθε επενδυτικό προϊόν με μεγάλο ρίσκο: «τα άρθρα δεν έχουν ως στόχο να αλλάξετε τις κοσμοθεωρητικές σας αντιλήψεις, απλά το κάνουν».

Πρώτη στάση στη διαδρομή – Αντόν Τσέχωφ. Ένας από τους πιο φημισμένους δραματουργούς του πλανήτη, ήταν γιατρός στο επάγγελμα. Να σημειωθεί ότι ο Τσέχωφ στα παιδικά του χρόνια σπούδασε στο ελληνικό σχολείο στο Ταγκανρόγκ, όπου γεννήθηκε.

Ναι, ας μην εκπλήσσεται ο αναγνώστης: τα πρώτα του γράμματα ο Τσέχωφ τα έμαθε στο ενοριακό ελληνικό σχολείο του Ταγκανρόγκ. Αυτό με απόλυτη διαύγεια δείχνει πως το φως της ελληνικής παιδείας μεταλαμπαδεύεται στα υπερ-πέρατα της επικράτειας (σμάιλ). Στα απομνημονεύματα του αδερφού του, Αλέξανδρου, αναφέρεται ότι ενώ κρατούσε στα χέρια τα έργα του ίδιου μεταφρασμένα στα ελληνικά, δεν την πολυθυμόταν τη γλώττα να τα διαβάσει.

Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα όμως είναι εκ βαθέων Τσεχωφική. Ο πρώην υπουργός μεταφορών, που έχοντας συγγράψει το βιβλίο με τίτλο «Για Ένα Νέο Ήθος» συλλαμβάνεται με πλαστές πινακίδες, είναι απλά ένα άτυχο παράδειγμα ενός νεοελληνικού τσεχωφικού ήρωα.

Στο θέμα μας όμως. Τα 44 χρόνια ζωής του ήταν αρκετά για να καταλήξει στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον. Στα 19 του ο «Αντόσα Τσεχοντέ» άρχισε τη σοβαρή λογοτεχνική του πορεία. Το τελευταίο ήταν ένα μόνο από τα πολλά ψευδόνυμά του. Πολλά υποσχόμενος συγγραφέας που χωρίς να θέλει να εκπληρώσει καμία από τις υποσχέσεις του άθελά του τις εκπλήρωσε όλες. Ακόμη και το μοναδικό του ποίημα στάζει άψογη στην παραλογικότητά του ειρωνεία. Υπήρξε ήρεμος και εξυπνότατος παραλογιστής αν και στην αρχή δεν φημιζόταν ως τέτοιος, μάλλον επειδή δεν καυχιόταν για τις ικανότητές του. Όσο μπανάλ και να ακούγεται ο όρος absurd στα ελληνικά, πολλοί absurd-ιστές βρίσκουν τις αρχές του Θεάτρου του Παραλόγου στα έργα του Τσέχωφ.

Φανταστείτε έναν πολύλογο που με την ταχύτητα θορύβου αλλάζει παραστάσεις στο δρόμο. Ένας ψάχνει να βρει τροφή στα σκουπίδια. «Πωπω απελπισία», - λέτε εσείς. Τυχαίο φλας μπακ γίνεται αφορμή να αμφισβητήσετε τη μνήμη σας. Μα δεν έψαχνε τροφή ο άλλος. Διαλογή απορριμμάτων έκανε. Συστηματική και πειθαρχημένη. Στην πηγή. Διαλογή, όχι διλογία/διάλογο μαζί σας. Αυτός είναι ο Τσέχωφ. «Εκ πρώτης όψεος μεν, αλλά...». Παρατηρεί τους ανθρώπους να αλληλοκοιτάζονται προσπαθώντας να παραστήσουν «κάτι» και διαπιστώνει: «στη διαμάχη του αναγκαίου με το άχρηστο σημειώσατε Χ». «Τσέχωφ» πάει να πει ακριβής χειρουργική, με δόση υπαρξιακής ειρωνείας αντί κοινού παυσίπονου.

«Λεν πως ο άνθρωπος χρειάζεται μονάχα τρεις πήχες γή. Μα από τρεις πήχες έχει ανάγκη ενά πτώμα, όχι ένας άνθρωπος... Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται ούτε τρεις πήχες γη, ούτε ένα κτήμα, αλλά ολόκληρη υδρόγειο, όλη τη φύση, όπου μες στην απεραντοσύνη θα μπορούσε να επιδείξει όλα τα προσόντα και τις ιδιαιτερότητες του ελεύθερου πνεύματός του...». Απολαμβάνοντας Το φραγκοστάφυλο ας μην ξεχνάμε την αμφισημότητα που πρεσβέυει ο δημιουργός. Όλοι οι ήρωές του νομίζουν ότι καλοποιούν, ενώ στην πραγματικότητα δεν φτάνουν ούτε στο επίπεδο του αληθινού κακοποιού. Ο ίδιος έγραφε για τον εαυτό του: «...κοσμοθεωρίες πολιτικής, θρησκευτικής και φιλοσιφικής φύσεως δέν απέκτησα ακόμη· τις αλλάζω μηνιαίως».

Ο Μέγας Κριτικός καλών προθέσεων κάθε είδους και Μέγας Είρωνας δείχνει στον Χαμαιλέοντα τις παράλογες στη διαδοχικότητά τους εναλλαγές στη στάση του ανθρώπου που αναγνωρίζει ως λάθος το σωστό που κατά λάθος το αναγνώριζε ως σωστό. Ο θάνατος ενός δημοσίου υπαλλήλου κάνει τον κάτοχό του περίγελο στη συνέπειά του, ενώ ο Βάνκας αποτελεί αριστούργημα ακρότατου αδιεξόδου. Διεύθυνση της ίδιας της Απελπισίας. Αδιαπέραστης λόγω αγνωσίας περί του τέλους της. «...μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου...» Θυμάμαι το περίεργο, παράφρονο αίσθημα, όπου κλάματα και γέλια συνυπάρχουν. Η διεύθυνση του παραλήπτη-Θεού είναι άγνωστη και όλοι μας μια ζωή Του γράφουμε ένα γράμμα με ανελπιδοδιεύθυνση: «Για τον παππού. Στο χωριό», όπως και ακριβώς τελειώνει ο Βάνκας. Ο Αλεξάντρ Ανταμπασιάν είπε πως ο Τσέχωφ είναι ο πιο βάναυσος συγγραφέας της ρωσικής λογοτεχνίας. Ίσως. Ειδικά όταν η βαναυσότητα δεν φοράει ούτε μανδύα βαθιού νοήματος. Και ειδικά όταν βασιλεύει η ανοησία.

Θάλαμος Νο. 6 ως απέραντο τρελοκομείο της ρωσικής κοινωνίας. Ο Κεν Κίσι με τη «Φωλιά του κούκου» θα κάνει την προέκταση του θέματος στην αμερικανική κοινωνική πραγματικότητα ενώ θα ακολουθήσει και ο οσκαρικός θρίαµβος του Μίλος Φόρµαν το 1975.

Η σκυλίτσα Καστάνκα, που «...έφαγε πολύ αλλά δεν χόρτασε, παρά μόνο μέθυσε από το φαγητό». Η μέθη της νέας ελευθερίας έκανε το λουρί του αφεντικού να μακρύνει τόσο πολύ, που παραλίγο να ξεφύγει από το ένστικτο. Αλλά το παλιό αφεντικό και η ζωή όπου της πρόσδεναν με σχοινάκι ένα κομματάκι κρέατος και δίνοντάς της να το φάει το έβγαζαν πίσω από το στομάχι, γελώντας, επικράτησε. Δεν ξέχασε η Καστάνκα πως να προσδένεται και να «ανήκει εις την... » εξελικτική αλυσίδα της.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της θεατρικής Μόσχας το 1904, ο βυσσινόκηπος, ήταν ο προάγγελος της επανάστασης του επόμενου έτους. Παραλληλίζεται έτσι το ζενίθ της κλασικής εποχής λίγο πριν την κατάρρευση και η γέννηση του νέου – συμβολικού – θεάτρου.

Ο νεκρός γλάρος που κοιτάει τον βυσσινόκηπο, όπου ο θείος Βάνιας κάθεται με τις τρεις αδελφές… Μην πολυβουτάμε στις περιλήψεις. Κοινός παρανομαστής ΌΛΩΝ; Το Παράλογο. Σε όλη την κωμική-σαρκαστική ασάφειά του.

Ο Τσέχωφ με μαεστρία διέφευγε από διλήμματα και τραγωδίες.

– Ποιοι σας αρέσουν περισσότερο – Έλληνες ή Τούρκοι;

– Εμένα μ' αρέσει ζελέ φρούτων . Εσάς; …αναφέρει ο Γκόρκι για τον Τσέχωφ. Ως γιατρός ήξερε καλά την ανθρώπινη φύση και φορούσε γάντια πριν χειρουργήσει το υπαρξιακό. Φαρμάκι φάρμακο δεν έγινε και τα έργα του απολαμβάνονται υπεύθυνα.

Με τo στοίχημά του θα μπορούσε να αυτοχαρακτηριστεί. Ο τραπεζίτης βάζει στοίχημα με έναν νομικό πως ο τελευταίος δε θα μπορέσει να μείνει μόνος του στο κελί για δεκαπέντε χρόνια. Το «ανήκουστο και ανόητο» στοίχημα μπήκε με το σλόγκαν «εσείς βάζετε τα εκατομμύρια κι εγώ την ελευθερία μου». Αυστηρή απομόνωση, με μόνη παρέα το μουσικό όργανο, βιβλία, γράμματα, κρασί και καπνό. Τα χρονάκια πέρασαν και μετά το δέκατο χρόνο ο νομικός καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο, ενώ τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης ο κατάδικος «...μ' όλα αυτά τα διαβάσματα που έκανε, έμοιαζε σαν να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανάμεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού και επιθυμώντας να σωθεί, πιανόταν άπληστα πότε απ' το ένα συντρίμμι και πότε απ' τ'άλλο». O παρακμάζων τραπεζίτης θέλοντας, λόγω έλλειψης χρηματοοικονομικής ρευστότητας, να εκτελέσει τον σαραντάχρονο κατάδικο λίγες ώρες πριν την απελευθέρωσή του, τον πλησίασε στο κελί του, και... διάβασε:

«...Για να σας αποδείξω στην πράξη την περιφρόνηση μου σε κάτι με το οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δύο εκατομμύρια, τα οποία κάποτε ονειρευόμουν σαν να ήταν ο παράδεισος και τα οποία τώρα περιφρονώ. Για να αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα βγω από δω πέντε ώρες πριν από τη συμφωνημένη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας και με τον τρόπο αυτό θα την παραβιάσω. »... Αναγκαίο VS Άχρηστο. Σημειώσατε Χ.

Ένα χρόνο μετά τη συγγραφή του στοιχήματος ο Τσέχωφ έγραφε: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς επισκέπτες. Όταν είμαι μόνος, έχω ανεξήγητο φόβο, σα να είμαι στο μεγάλο ωκεανό, πλέοντας σολίστ στην εύθραυστη βάρκα».

Πάμε να επισκεφτούμε τον Αντόν Πάβλοβιτς στα έργα του. Στον παραλογισμό ο κάθε έμπειρος γιατρός θα έδινε δημιουργικό αντικαταθλιπτικό. Και ο Τσέχωφ ήταν έμπειρος. Αλλά και ο γιατρός τους χρειάζεται τους επισκέπτες του...