Κριτική για την παράσταση "Άφιξις"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Πολλοί έλληνες σύγχρονοι σκηνοθέτες επιλέγουν τελευταία το αφηγηματικό θέατρο. Παρατηρούμε ότι οι σύγχρονοι δημιουργοί ψάχνουν να βρουν το στίγμα τους .

Η τεχνική της αποστασιοποίησης που χρησιμοποίησε ο Μπρεχτ και ο Πισκάτορ έχει μεγάλες  ομοιότητες με την  παραδοσιακή αφήγηση. Λειτουργούν  όμως από άλλη σκοπιά. Στον Μπρεχτ, ο ηθοποιός καταργεί τη ταύτιση του με το ρόλο και είναι φανερό ότι κάθε στιγμή υποδύεται, μορφοποιεί, αποδίδει το ρόλο του, το δραματικό πρόσωπο, παραμένοντας συνεχώς σε απόσταση απ’ αυτόν. Στην παραδοσιακή αφήγηση γίνεται ακριβώς το αντίθετο: ο αφηγητής είναι αποστασιοποιημένος και,  κατά διαστήματα δημιουργεί την εικόνα του ήρωα, χρησιμοποιώντας κυρίως τα εργαλεία του φωνή και έκφραση  προσώπου. Στην ουσία, και οι δύο πρακτικές συναντούνται στο ίδιο σημείο έχοντας ξεκινήσει από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες.

Αυτές τις πρακτικές είδαμε στην παράσταση της « Άφιξης»,  με την υπέροχη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, στο θέατρο της Μικρής Επιδαύρου, σε μια απέριττη σκηνοθεσία, μεταφορά της Ιώς Βουλγαράκη, με συνοδοιπόρους τον Αργύρη Ξάφη και τη Δέσποινα Κούρτη, συνιδρυτές της ομάδας ΠΥΡ.

Κατά τα λεγόμενα της σκηνοθέτιδας  Ιώς Βουλγαράκη «Η “ Άφιξις” είναι μια παράσταση για το ανέφικτο της επιστροφής. Ο καθένας από εμάς έχει έναν τόπο, είτε κυριολεκτικά , είτε μεταφορικά στον οποίο λαχταρά να επιστρέψει.  Όταν το επιχειρήσει θα διαπιστώσει ότι αυτό είναι αδύνατο, γιατί ο χρόνος κινείται μόνο προς τα μπρος και ό, τι έχει διασώσει η μνήμη, δεν υπάρχει. Έτσι ο Οδυσσέας δε σκοτώνει για λόγους τιμής ή εκδίκησης, αλλά για να αφανίσει ό,τι μαρτυρά την εικοσαετή απουσία του και με αυτό τον τρόπο να καταφέρει να επιστρέψει, όμως αυτή η πράξη είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.»

Το λιμάνι της μικρής Επιδαύρου είναι το ιδεώδες σημείο στο οποίο γίνεται η πρώτη αναφορά για την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Αξιέπαινη και ευρηματική η ιδέα αυτή που σαν προοίμιο ξεκινώντας από εκεί, μας προετοιμάζει για την παράσταση.

Χορός και ραψωδοί είναι τα ίδια πρόσωπα. Άλλοτε ατομικά, άλλοτε ομαδικά, απαγγέλλουν αποσπάσματα από το Ομηρικό έπος με τη συνοδεία μουσικών ήχων που προέρχονται από μεταλλικό κρουστό κύμβαλο-ηχείο, που επιδέξια, ως άλλος κιθαρωδός χειρίζεται ο Γιάννης Δεσποτάκης.

Το κοινό ημικυκλικά πλαισιώνει τους ηθοποιούς και παρακολουθεί το δρώμενο με φόντο το λιμάνι. Οι ηθοποιοί είναι ανεβασμένοι σε καρέκλες για να είναι ορατοί από όλους.

Όταν περατωθεί η αφήγηση, οι ηθοποιοί παρουσιάζονται στους θεατές. Στη συνέχεια αναλαμβάνει κάθε ένας με τη σειρά του να αναφερθεί σε μία αυτοτελή περιπέτεια του Οδυσσέα. Έτσι θυμηθήκαμε πώς ο ασκός του Αιόλου στα χέρια των συντρόφων του Οδυσσέα έγινε η αιτία για την παράταση του ταξιδιού της επιστροφής. Ακούσαμε πώς κατάφεραν να ξεφύγουν από το νησί της Κίρκης. Σαγηνευτήκαμε  από την μελωδία των σειρίνων. Συγκλονιστήκαμε με την αναμέτρηση του Οδυσσέα με τον Πολύφημο.

Στη συνέχεια, μετά την εξιστόρηση κάθε περιπέτειας, ο αφηγητής θα παραλάβει τμήμα του κοινού για να το οδηγήσει στο χώρο του θεάτρου της Μικρής Επιδαύρου. Στην πλατιά για μονοπάτι και στενή για δρόμο, χωμάτινη οδό που συνδέει το λιμάνι με το θέατρο, ο ραψωδός – ηθοποιός οδηγεί το κοινό του προς το Θέατρο, ενώ αφηγείται το περιεχόμενο μίας ραψωδίας της Οδύσσειας.

Τώρα πια είμαστε έτοιμοι για να παρακολουθήσουμε το κυρίως σώμα της παράστασης. Το ίδιο και οι ηθοποιοί που αφηγούμενοι, ψηλαφούν  πρόσωπα, γεγονότα και τα υποφαινόμενα τους και διδασκόμενοι διδάσκουν. Όσο προετοιμάζονται οι ηθοποιοί, μικρή αναμονή έξω από το θέατρο.

Αφαιρετικό σκηνικό, περιγραφή με λάμπες νέον του παλατιού του Οδυσσέα. Η  οικονομική κρίση υπαγορεύει τη δική της αισθητική. Ευθύγραμμες, σταθερά τοποθετημένες, φωτισμένες λάμπες οριοθετούν το χώρο, δηλαδή σημεία του ανακτόρου του Οδυσσέα. Το άνω επίπεδο, το οποίο συνδέεται με σκάλες με την κυρίως σκηνή, χρησιμοποιείται λειτουργικά, ώστε να εκτυλίσσονται παράλληλα γεγονότα σε διαφορετικά σημεία του ανακτόρου. Στο άνω επίπεδο βρίσκεται και ο  Γιάννης Δεσποτάκης που με κλασσικά και σύγχρονα μέσα, επιμελείται με θαυμαστό τρόπο την μουσική επένδυση της παράστασης.

Ο Οδυσσέας έχει φτάσει και ως  «ξένος»  έχει διηγηθεί μια εκτεταμένη πλαστή ιστορία: ότι είναι Κρητικός (για τρίτη φορά το λέει), γόνος βασιλικής οικογένειας, ότι συναντήθηκε με τον Οδυσσέα, ότι ο άντρας της θα φτάσει σε λίγο στην Ιθάκη .Η Πηνελόπη τον άκουγε κλαίγοντας χωρίς να τον πιστεύει. Του έδειξε, ωστόσο, συμπάθεια και έδωσε εντολή στις δούλες να τον λούσουν· εκείνος όμως δέχτηκε μόνο ποδόλουτρο από τη γερόντισσα τροφό του, την Ευρύκλεια.

Κατά την είσοδο μας και μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση, βρίσκονται επί σκηνής ηθοποιοί η Ευρύκλεια και ο Οδυσσέας. Ένα ηχογραφημένο επαναλαμβανόμενο απόσπασμα ακούγεται με ανάλογη επαναλαμβανόμενη κίνηση των ηθοποιών. Είναι το  πρώτο αντάμωμα του Οδυσσέα  με τον οίκο του ύστερα από 20 χρόνια.

« Ποιος είσαι ; Ποια η μητέρα σου; Ποιοί οι γονείς σου;  Ξένε! Καλέ μου ξένε !» Ο Οδυσσέας  καθισμένος σε καρέκλα και εκείνη τον πλένει.  Προς το πίσω χώρο ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια κρασιού. Η κίνησή τους είναι σα χορός, τρυφερή και ανάλαφρη.

«Του ανθρώπου η ζωή, το ξέρεις είναι λειψή και λίγη!» Από την αρχή τέθηκε ο στόχος της παράστασης. Το ατελέσφορο της ανθρώπινης προσπάθειας, η μάχη με τον αήττητο χρόνο.

Η Πηνελόπη,  Δέσποινα Κούρτη,  σα μοναχή διηγείται « Ύφαινα, ύφαινα, ύφαινα και ξήλωνα! Για τρία χρόνια τους ξεγελούσα και οι σκύλες δούλες τους το μαρτύρησαν και αναγκάστηκα να το τελειώσω. Ξένε αν λες αλήθεια ότι φιλοξένησες τον άντρα μου, λοιπόν; Πως έμοιαζε στην όψη και τι λογής ρούχα φορούσε το κορμί του;

Η Πηνελόπη μίλησε για το δίλημμα που τη βασάνιζε: να αρνηθεί τον γάμο ή να παντρευτεί τον πιο γενναιόδωρο μνηστήρα και να αφήσει τη φροντίδα του «οίκου» στον ενήλικο πια γιο της; Διηγήθηκε κι ένα όνειρο.  Είκοσι χήνες στην αυλή της έτρωγαν το μουχλιασμένο της σιτάρι και εκείνη τις έβλεπε και τις χαίρονταν. Μα ξαφνικά ορμά, ξεπηδά ένας αητός και τις τσακίζει και μετά υψώνεται στο θείο αιθέρα.  Ο «ξένος» το εξήγησε ως προμήνυμα της άφιξης του Οδυσσέα και του θανάτου των μνηστήρων· εκείνη όμως το θεώρησε απατηλό, και του εκμυστηρεύτηκε την απόφασή της για να προκηρύξει αγώνα τόξου μεταξύ των μνηστήρων και να παντρευτεί, κατ’ ανάγκην, τον νικητή. Ο «ξένος» ενέκρινε την απόφασή της και την παρότρυνε να μην αναβάλει αυτόν τον αγώνα, γιατί ο Οδυσσέας θα είναι παρών και θα τους προλάβει. Η Πηνελόπη πάλι δεν τον πίστεψε και αποσύρθηκε. Στενοχωρημένη δήλωσε ότι με όποιον το καταφέρει, θα πρέπει να τον ακολουθήσει και θα αφήσει το πανέμορφο γαμήλιο σπίτι της, που θα το βλέπει μόνο στα όνειρά της.

Με συνοδεία κρουστών έρχεται ο θίασος και η παράσταση  της μνηστηροκτονίας αρχίζει.

Η Πηνελόπη θέλοντας να αποφύγει την αδιάλειπτη, απειλητική και ενοχλητική παρουσία των μνηστήρων, διοργανώνει διαγωνισμό επιλογής συζύγου. Νικητής αυτός που  θα κατορθώσει να τανύσει το τόξο του Οδυσσέα και να περάσει το βέλος ανάμεσα από δώδεκα πελέκια. Ήξερε η σύζυγος του Οδυσσέα πως και να τανύσει κάποιος το τόξο του Οδυσσέα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Πόσο μάλλον να στοχεύσει και τα δώδεκα πελέκια.

Όλοι οι υποψήφιοι αστόχησαν. Ανεπιτυχής και η προσπάθεια του Τηλέμαχου που δοκίμασε για να διαπιστώσει τη δυσκολία του εγχειρήματος.

Ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο έχουν σχεδιάσει τη συνέχεια. Βοηθοί τους η Αθηνά, σταθερή συμπαραστάτης του Οδυσσέα, ο Δίας και δύο πιστοί φίλοι τους.

Η εξόντωση των μνηστήρων επί σκηνής εντυπωσιακή. Ενώ ακούμε την αφήγηση των μονομαχιών, με ένα ξύλινο ραβδί , το όπλο της εκδίκησης, ο Οδυσσέας σημαδεύει και σκοτώνει τους μνηστήρες πετώντας το πάνω τους. Αυτοί με το που το έπιαναν πέθαιναν, ο καθένας με τη δική του κίνηση . Ακόμα και ο μνηστήρας που απευθύνεται  στον Οδυσσέα και τον εκλιπαρεί να τον λυπηθεί, έχει τη μοίρα των άλλων.  « Ξένε σφάλμα βαρύ  που διάλεξες ανθρώπους να φονεύσεις!»Το ρόλο των μνηστήρων παίρνουν σταδιακά οι ίδιοι ηθοποιοί που, αφού έχουν σωριαστεί στο έδαφος ακολουθώντας πιστά τις, φορές-φορές, σκληρές περιγραφές του Ομήρου, ξανασηκώνονται για να ξαναχτυπηθούν και να ξαναπεθάνουν.   «Κανείς δε θα γλιτώσει από το μαύρο όλεθρο του Οδυσσέα και του Τηλέμαχου!» Και οι δύο έχουν πολεμικές κινήσεις και είναι υπέροχη κινησιολογικά και σκηνοθετικά η σκηνή της μάχης, υπεύθυνη η Σοφία Πάσχου.

Στο σημείο αυτό η κίνηση και η μουσική, όλοι οι ήχοι έχουν καθοριστική σημασία και είναι μια άσκηση  συντονισμού και ερμηνείας για τους συντελεστές.

Σε διάφορα σημεία της παράστασης ακούγονται (ηχογραφημένες ή ζωντανά) διακοπτόμενες ομιλίες, που αν και διέκρινες λέξεις, δεν άκουγες τα πάντα. Είναι ίσως άλλη έκφραση της αινιγματικής και απρόσμενης εξέλιξης του διαγωνισμού και της φονικής κατάληξης που είχε. Οι ήχοι που τραγουδιόνται  υπέροχα από την Δέσποινα Κούρτη, επιμέλεια της Σαββίνας Γιαννάτου , διαχειρίζονταν την ιδιοτυπία των εξάρσεων και των κλιμακώσεων.

Ο Οδυσσέας τιμωρεί και τις δούλες που συντάχτηκαν με του μνηστήρες και ζητά από την Ευρύκλεια να φέρει θειάφι για να φύγει το κακό από το παλάτι του.

« Θέλω φωτιά να δω μέσα στο παλάτι!»

Και μετά έρχεται το ευτυχές τέλος , που όλοι εναγκαλίζονται τρυφερά και τότε, και τότε…

Η παράσταση φάνηκε κάπως αφελής σε σημεία, όμως όλοι οι ηθοποιοί ακολούθησαν με μεγάλη επιτυχία τις σκηνοθετικές οδηγίες και τις κινησιολογικές κατευθύνσεις, που ήταν ιδιαιτέρως εμπνευσμένες. Ο  Οδυσσέας Αργύρης Ξάφης είχε τη βαρύτητα του ήρωα, εξαιρετική η Δέσποινα Κούρτη Πηνελόπη, θα μπορούσε να λείπει το χρυσό μαλλί της βασίλισσας, υπέροχος ο Γιώργος Μπινιάρης, ακόμα και στα χορευτικά δρώμενα, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι και η Ευρύκλεια, Μαίρη Μηνά και  οι μνηστήρες Αλέξανδρος Λογοθέτης,  Γιώργος Παπαγεωργίου.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ