Κριτική για την παράσταση "Αίας"



Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Μια δυναμική παράσταση με ευρηματική λυτή σκηνοθεσία που αποκάλυπτε την ουσία και το βάθος του έργου, την έννοια των λόγων. Μια από τις «πολιτικές»  τραγωδίες της Αρχαιοελληνικής Γραμματείας που περιέχει ένα πλήθος πολιτικών υπαινιγμών και συμβολισμών τόσο στη δομή της όσο και στο ήθος των ηρώων της.

Ο ήρωας σηματοδοτεί τη μετάβαση στον 5ο αιώνα , ενώ παρακρατά ακόμα πολλά στοιχεία της ομηρικής εποχής.

Υπόθεση

Μετά το θάνατο του Αχιλλέα στην Τροία οι Έλληνες αποφάσισαν και έδωσαν τα όπλα του στον Οδυσσέα ως βραβείο. Ο Αίας, που ήταν ο ανδρειότερος από του Έλληνες μετά τον Αχιλλέα, θύμωσε πολύ επειδή θεώρησε άδικη την προτίμηση αυτή, θίχτηκε σε τέτοιο βαθμό που έχασε τα λογικά του, και σαν τρελός ορμάει μέσα στα κοπάδια, λεία πολεμική του ελληνικού στρατοπέδου, και σφάζει αρκετά ζώα, νομίζοντας πως σφάζει τους Έλληνες.
Αυτή την τρέλα, λέει ο ποιητής, του την είχε βάλει η θεά Αθηνά, γιατί κάποτε είχε δείξει ασέβεια προς τους θεούς και προς αυτήν την ίδια. (Στίχοι 128-133, 762-776).
Όταν όμως κατόπιν ήρθε στα λογικά του και συναισθάνθηκε την πράξη του, αυτοκτονεί από την ντροπή του. Τον θρηνούν η σκλάβα γυναίκα του Τέκμησσα, ο χορός των Σαλαμίνιων ναυτών και ο αδελφός του Τεύκρος.
Η τραγωδία δεν τελειώνει όμως εδώ. Ακολουθεί και δεύτερο μέρος της: Ενώ γίνεται η καθιερωμένη ετοιμασία για την ταφή του νεκρού, παρουσιάζονται οι δύο αρχηγοί Ατρείδες, ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος, που δεν επιτρέπουν στον Τεύκρο να τον θάψει. Έτσι αρχίζει μεγάλη φιλονικία μεταξύ αυτών και του Τεύκρου. Παρεμβαίνει τότε ο Οδυσσέας, ο οποίος αναγνωρίζει ότι ο Αίας είναι, μετά τον Αχιλλέα, ο ανδρειότερος από όλους τους Έλληνες και παροτρύνει τους δύο Ατρείδες να επιτρέψουν να ενταφιαστεί ο Αίας με όλες τις τιμές που του έπρεπαν.
Έτσι ενώ στο πρώτο μέρος της τραγωδίας τιμωρείται ο Αίας για την ασέβειά του, που είχε δείξει προς τους θεούς, στο δεύτερο μέρος αναγνωρίζεται η ανδρεία του από τον αντίπαλό του, τον Οδυσσέα, θεωρείται ο πρώτος μετά τον Αχιλλέα στους Έλληνες, θάφτεται με όλες τις τιμές που του ταίριαζαν και αποκαθίσταται η τιμή του.

Από την αρχή ο Αίας είναι κρυμμένος στο κατάλυμα του, ένα κιβώτιο, που ακριβώς δείχνει την απομόνωσή του. Το ελάχιστο σκηνικό εξαρχής δίνει το στίγμα.

Μετά τη σφαγή των αμνών  η Αθηνά μαύρη θεά με άσπρο ταγιέρ και μεγάλο κότσο στα μαλλιά, δεμένο με χρυσό μαντήλι, εξηγεί στον Οδυσσέα  πως έστησε παγίδα στον Αίαντα που ήθελε να πάρει εκδίκηση από τους Αχαιούς για την ασπίδα που του στέρησαν. Του λέει μέσα από φιλήδονες ανάσες πως ο Αίαντας νομίζοντας ότι έσφαζε τους Αχαιούς έσφαζε τα αμνοερίφια  μαζί με τους βοσκούς τους. Τον θόλωσε ο θυμός για τα όπλα του Αχιλλέα και ήθελε να εκδικηθεί τους Ατρείδες, γι’ αυτό η Αθηνά του έριξε στα μάτια απατηλές εικόνες.

Πραγματικά ισχυρή η θεά, με κύρος,  με πανύψηλα τακούνια που παρέπεμπαν στους κοθόρνους. Η Αθηνά φιλήδονα απευθύνεται  στον Οδυσσέα, που παρατηρεί τη σκηνή του Αίαντα και είναι προβληματισμένος από τα ίχνη αίματος στο έδαφος. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι ο χώρος μυρίζει αίμα, από τα στίγματα στο έδαφος και ειδικά όταν πια εμφανίζεται ο Αίας αιματολουσμένος.

Η σκηνή του, τα κατάλυμά του και το μονό σκηνικό είναι μια δεξαμενή με ρόδες που ανοίγει από επάνω  και από το πλάι, εξυπηρετώντας σκηνοθετικές ανάγκες.

Ενώ είναι ακόμα εκεί ο Οδυσσέας η Αθηνά καλεί από τη σκηνή του τον Αίαντα για να του δείξει σε τι κατάσταση έχει επέλθει ο τελευταίος μετά το ξέσπασμά του πάνω στο κοπάδι. Ο Αίαντας βγαίνει από τη δεξαμενή αιματοβαμμένος, θριαμβολογώντας ότι δεν μπορούν πια να του πάρουν τα όπλα, νομίζοντας ότι έχει μέσα στη σκηνή τον Οδυσσέα δεμένο. Ο Οδυσσέας τον παρατηρεί χωρίς να μπορεί να τον δει εκείνος. Γι’ αυτό έχει φροντίσει η Αθηνά, που προσποιείται ότι είναι σύμμαχός του, καθώς εκείνος νομίζει ότι στη σκηνή του έχει δέσμιο τον Οδυσσέα. Τον εμπαίζει: «Μην τον βασανίζεις έτσι τον άμοιρο!»

Ο Αίαντας δηλώνει υποταγή στη θεά. «Σε όλα σε ακολουθώ θεά!».  Ο Οδυσσέας έχει εντυπωσιαστεί από την κατάντια αυτού του ήρωα, τον συμπονά αυτόν, που ήταν ο πιο συνετός απ’ όλους. «Τίποτα δεν είμαστε οι θνητοί! Μια ανυπόστατη σκιά!».

Ο χορός αποτελείται από 5 συντρόφους, στρατιώτες του Αίαντα, που μπαίνουν μέσα σαν καταδρομείς τρέχουν, κυλιούνται κάτω, ξανασηκώνονται και έχουν μια ωραία συγχορδιακή ερμηνεία, είναι πολεμιστές, πάντα ετοιμοπόλεμοι. Τον πληροφορούν για την φήμη που διαδίδει ο Οδυσσέας για εκείνον, τον γιο του Τελαμώνα, ότι δηλαδή τρελάθηκε. «Σίγουρα πληγή θεού σε βρήκε!»  Τον νουθετούν για την Αθηνά «Μην δέχεσαι τη φίλη την κακόβουλη κλεισμένος στη σκηνή σου!».

Η Τέκμησσα βγαίνει από το πλάι της δεξαμενής, αιματοβαμμένη και αυτή με στρατιωτικό πηλήκιο γραβάτα και μπότες και αμέσως κάνει εμετό περιγράφοντας  τη σφαγή και τη δυστυχία μέσα στην οποία έχει βουτηχτεί ο Αίαντας τώρα που ήρθε στα λογικά του. Περιγράφει το κακό που τους βρήκε. Μουσικός συριγμός ακολουθεί τη δυστυχία.

Έβριζε ο Αίαντας τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα, θρηνούσε με μουγκρητά σαν ταύρος και φαίνεται ότι κάτι κακό  ετοιμάζεται να κάνει γι’ αυτό πρόστρεξε σε εκείνους.

Εμφανίζεται ο Αίαντας διαφορετικός από πριν άγριος ανοίγει το καπάκι και τους πετά πέρα όλους με βία.  Ο Αίας λοιπόν φαίνεται να αποτελεί έναν δικό του ξεχωριστό κόσμο. Αίματα σε όλο το κορμί και στο εσώρουχό του. Ζητά από τους συντρόφους του να τον σκοτώσουν για τον γλιτώσουν από τις συμφορές. «Σκοτώστε με!».

«Πως σήκωσα ο αχρείος το χέρι μου σε άκακα ζώα!» και κλαίει.

Νιώθει ξεφτιλισμένος, ατιμασμένος. Αυτός κλαίει ενώ οι στρατιώτες του σε αντίστιξη ζητωκραυγάζουν  με πολεμοχαρή ιαχή το όνομά του «Αίας ! Αίας! Αίας!»

Ο Αίαντας σε αδιέξοδο. Τι να κάνει να αφήσει το στρατόπεδο στους Ατρείδες και να γυρίσει στη πατρίδα του και  πως θα αντικρίσει ατιμασμένος τον πατέρα του;

Ο Αίας είναι απόηχος των ομηρικών χρόνων, που θέλουν τον άντρα να είναι άριστος και με πολεμικό χαρακτήρα που να βασίζεται στην ανδρεία και στην τιμή. Στόχος του είναι η ανάδειξη της προσωπικής τιμής και όχι η προώθηση των αξιών του συνόλου.

«Πρέπει με τιμή να ζει ο άντρας ή γενναία να πεθαίνει!». Το λέει επίμονα ενώ η Αθηνά χαζογελά σαρκαστικά. Αλλάζει η εποχή.

Ένας τέτοιος ήρωας βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους.

Η Τέκμησσα που πήρε γυναίκα του αφού κυρίευσε την πατρίδα της τον εκλιπαρεί φοβισμένη να μην κάνει το απονενοημένο και γίνουν σκλάβοι και αυτή και ο γιος τους ο Ευρυσάκης. Τον χτυπά για να τον συνετίσει. Έχει γίνει άγρια δίπλα σε έναν άγριο μαχητή.

Εκείνος αναζητά τον γιο του και καθώς του τον φέρνει αρχίζουν να παλεύουν παίζοντας. Τέλεια σκηνή πατέρα γιού! Μια ομόπνοη οικογένεια Τέκμησσα, Ευρυσάκη και Αίαντας. Ομόπνοοι, συμπλέουν και συμπεριφέρονται παρόμοια. Το γεγονός αυτό κάνει πιο τραγική την έκβαση της τραγωδίας. Η σκηνοθεσία πολύ ευρηματικά παρουσίασε την προσωπική σκηνή νε τον Ευρυσάκη, αλλά και τη φυσιογνωμία της Τέκμησσας για να οδηγήσει τον θεατή στο τραγικό.

Ο Αίας επιθυμεί με πάθος την αριστεία, θέλει να τους ξεπεράσει όλους και είναι λογικό, σε μία προέκταση των προσδοκιών του, να τυφλώνεται κυρίως από το όραμά του και λιγότερο από την θεά Αθηνά. Συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του ομηρικού ήρωα, αλλά τα οξύνει τόσο, ώστε να φτάνει στην υπερβολή και κατ’ επέκταση στην αυτοκαταστροφή. Δεν ακούει κανέναν και μένει πιστός στις αρχές του και οδηγείται στον όλεθρο. Πρόκειται για τον απόλυτο άνθρωπο της πράξης που περιφρονεί το νου και κάθε ενέργειά του υπαγορεύεται από το πάθος. Γι’ αυτόν όλα πρέπει να συμβαδίζουν με την λογική του και όποιος δεν τη συμμερίζεται είναι ανόητος και εχθρός.

Δεν μπορεί πια ν’ αποκτήσει τα έπαθλα της αριστείας και να συνεχίσει το κλέος της οικογένειας. Ο Αίας αισθάνεται κατώτερος των περιστάσεων και αποτυχημένος.

Από την ώρα που διάψευσε τις αρχές του πρέπει να πεθάνει.

Για το λόγο αυτό καταφεύγει σ’ έναν έρημο τόπο απομονωμένος από το κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και το σπαθί του Έκτορα προσωποποιείται ως σφαγεύς(815)γιατί πρέπει, έστω κι αυτή την ύστατη ώρα να έχει ένα θάνατο που αρμόζει σ’ ένα πραγματικό ήρωα, όπως αρμόζει σε έναν μαχητή.

Ο Αίας μοιράζει τα όπλα του. Φορά στο γιο του τη χλαίνη, το κράνος και του δίνει την ασπίδα και ένας σύντροφος παίζει φυσαρμόνικα. «Αχ ένδοξη Σαλαμίνα!»

Μαλάκωσε προς στιγμή γιατί θλίβεται χήρα ν’ αφήσει τη γυναίκα του στους εχθρούς και ορφανό το γιο του. Λέει ότι  θέλει να πάει στη θάλασσα να εξαγνιστεί από την οργή της θεάς.

Τους καθησυχάζει ενώ η Αθηνά θριαμβολογεί και ο Αίαντας  τους λέει ότι ίσως σύντομα να μάθουν για εκείνον ότι αν και τώρα υποφέρει έχει σωθεί.

Ο χορός του δείχνει εμπιστοσύνη,  ανακουφίζεται και θριαμβολογεί.

Όλα ο παντοδύναμος ο χρόνος τα νικά!

Ο Αίας ως σύμβολο μιας προγενέστερης εποχής αμφισβητεί την εποχή του Σοφοκλή. Στην εποχή αυτή οι προσωπικές φιλοδοξίες είναι θεμιτές μόνο αν αποβλέπουν στο καλό του συνόλου.

Ο Χορός ανακοινώνει την άφιξη του Τεύκρου, του αδελφού του Αίαντα. Η Τέκμησσα τους παροτρύνει να τον αναζητήσουν. Ο Αίαντας ξεσήκωσε την οργή των θεών. Η Αθηνά συναντιέται μαζί του και του παίρνει το σπαθί, το κρατά ανάμεσα στα πόδια της σαν φαλλικό όργανο.

Ο Αίας ορμά στο σπαθί σβήνουν τα φώτα. Οι σύντροφοί του τον ψάχνουν μα δεν τον βρίσκουν.

Η Αθηνά ανάβει προβολέα. Ωραία σκηνή ψυχολογικής έντασης. Ο Αίας με το σπαθί νεκρός και με τους προβολείς που ανάβει η Αθηνά πάνω του. Είναι νεκρός με μάτια κλειστά. Βγάζει την χλαίνη «Αδελφέ μου, μας άφησες!» όλοι μαζί τραβούν το σπαθί του για να απελευθερώσουν το νεκρό κορμί. Τον κρατά η TΤέκμησσα και οι άλλοι τραβούν το σπαθί, μια τραγική διελκυστίνδα.

Έρχεται ο Μενέλαος και  ζητά να μην ταφεί ο εχθρός και τον φωτογραφίζει. «Ας υπάρχει λίγος φόβος χρειάζεται». Ασέβεια. Χτυπά με την μπότα του τον νεκρό. Αναφορά άμεση στους δυνάστες όλου του κόσμου.

Ο Τεύκρος του αντιστέκεται. «Της Σπάρτης είσαι βασιλιάς Μενέλαε! Όσους ορίζεις εσύ διατάζεις, κράτα τις φοβέρες σου γι΄αυτούς».

Γίνεται μια διελκυστίνδα με το σώμα του Αίαντα. Στο πρόσωπο του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα γελοιοποιείται η εξουσία. Γελούν σαρκαστικά.  «Οι συνετοί έχουν την εξουσία» λέει ο Αγαμέμνονας πιάνοντας τα γεννητικά του όργανα. Μιλά δε σαν δικτάτορας.

Συνεχίζει : «Ακόμα και ένα μαστίγιο βάζει το συνετό βόδι στον δρόμο» γελά σαρκαστικά ο Ευρυσάκης. Η σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη διευκολύνει την ανάγνωση του έργου και βοηθά το διεισδυτικό μάτι του θεατή.

Ο Οδυσσέας μιλά με σύνεση και κάθεται ανάμεσα στους θεατές, σαν σε βουλή, πριν αποφανθεί την άποψή του.

Αποδέκτης των όπλων γίνεται τελικά ο Οδυσσέας,  που ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο που συλλογίζεται και επιχειρηματολογεί σ’ έναν κόσμο που διαθέτει σωφροσύνη, ανθρωπιά και πειθώ και γενικά αντιπροσωπεύει διαφορετικές αξίες.

Η Τέκμησσα και ο Τεύκρος το αναγνωρίζουν, τον θάβουν μέσα στο κιβώτιο και πετούν το χρώμα από πάνω. Βγάζουν πηλήκια, ακούγεται η πένθιμη φυσαρμόνικα, η Αθηνά χαμογελά. Ο Ευρυσάκης υψώνει το σπαθί προς την Αθηνά το τέλος είναι ανοιχτό. Πάντα θα εμπαίζονται οι άνθρωποι από κακομαθημένους περίεργους θεούς.

Είναι υπέροχος ο χορός και ο τρόπος με την οποία από μέσα του ξετρυπώνει ο Μενέλαος, ο Αγαμέμνονας, ο Τεύκρος, ο Οδυσσέας με αλλαγή ρούχων και διαφορετική υπόκριση.

Η σκηνοθετική ματιά δείχνει την ηρωική αγριάδα του Αίαντα, τον αιχμηρό του χαρακτήρα, την ικανότητα του να έχει υπό τη σκέπη του μια οικογένεια και τους συντρόφους του με την ίδια ευθιξία και επιθετικότητα. Ένας δικός του ομόρρυθμος στρατός.

Η Αθηνά έχει γίνει αντιληπτή σαν ένα φιλήδονο πλάσμα με αδυναμίες ως προς τη γνωστή αγάπη της για τον Οδυσσέα και παραξενιές, που μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν πιόνια και εκδικείται επειδή κάποτε ο Αίας είχε ασεβήσει στο πρόσωπό της. Η Νίκη Σερέτη το υπηρέτησε με επιτυχία. Το ίδιο και οι άλλοι ηθοποιοί καθώς με μεγάλη σωματική ευελιξία ο χορός περνούσε σε ρόλους. Ο Αίαντας, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ένα άγριο κτήνος χωρίς λογική και μετά ένα πλάσμα ταπεινωμένο, που δεν ξέρει πώς να εξαφανίσει τον εαυτό του για να μη ντροπιάσει τη γενιά του. Υπέροχος στην ερμηνεία του, υπηρέτησε αυτόν τον τέλειο ήρωα, που δε νόμιζε ότι έκανε λάθος , ούτε ότι υπερέβη την ανθρώπινη φύση του. Η Τέκμησσα, Λεωνή Ξεροβάσιλα σε διάφορες διακυμάνσεις ψυχολογικές, από απλή ανησυχία, σε τρόμο σε ικεσία και εκδικητικότητα. Ακόμα και ο Ευρυσάκης, άγριος σαν τον πατέρα του, ο εκκολαπτόμενος ήρωας, με άποψη και κρυμμένη προς το παρόν αυθάδεια. Ωραία η διδασκαλία των μικρών ηθοποιών.

Τα σκηνικά των Αριστοτέλη Καρανάνου – Αλεξάνδρας Σιάφκου ήταν χρηστικά, αναδείκνυαν το χαρακτήρα του ανθρώπου αυτού και μαζί με το φωτισμό και τον ήχο συνέβαλαν στην συγκλονιστική φύση της τραγωδίας.

Μια ωραία παράσταση με έντιμο χαρακτήρα και διεισδυτικότητα στο κείμενο και σε αυτή την μετάφραση που έδινε άλλες προεκτάσεις στο έργο.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ