Κριτική για την παράσταση "Κβάντα"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Μια γυναίκα με εντυπωσιακό φόρεμα και γυρισμένη αρχικά την πλάτη στο κοινό, βιδωμένη σε μια καρέκλα, μέσα σε ένα μεταλλικό πλαίσιο μιλά για τον χρόνο που έχει γυρίσματα και όλα τα καταπίνει. «Ο χρόνος θα μας καταπιεί όλους και θα μας μετατρέψει σε Κβάντα. Η Κβάντα περιέχει το σύμπαν […] Κβάντα, ωραία λέξη. Ακούγεται σαν όνομα μιας μάγισσας ή μιας θεάς. Ή μιας θεάς, μάγισσας». Διηγείται το χθεσινό της όνειρο. Ο Ντόριαν, ο Ντόριαν Γκρέι, ο ήρωας από το ομώνυμο μυθιστόρημα  του Όσκαρ Γουάιλντ, έχει ένα πρόβλημα. Αυτό είναι ο πίνακάς του, που γερνάει, ενώ εκείνος παραμένει νέος. Θέλει να μεγαλώσει, να γεράσει και δεν μπορεί.

Με ένα υπέροχο φόρεμα, με γυμνούς ώμους, ωραίο χτένισμα και ένα φτερό στα μαλλιά για στολίδι. Ο πολύ μελετημένος φωτισμός από τον Γιάννη Ζέρβα δίνει την αισθησιακή εικόνα μιας όμορφης ηθοποιού, που δείχνει να έχει ξεχάσει τα λόγια της, αλλά δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη θέση της, καθώς καλείται να προσδιορίσει το κοινό της και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής, περιμένοντας το χειροκρότημα, εκείνο το χτύπημα των χεριών, των δυο παλαμών, η μεγαλύτερη ικανοποίηση και επιβράβευσή της.  Υπάρχει διαφορετική ερμηνεία για την Κβάντα αφού ο καθένας έχει την δική του.

Η ηθοποιός καρφωμένη στη θέση της, φορώντας το κοστούμι του ρόλου της, αφηγείται ιστορίες. Ιστορίες για τον χρόνο, το σύμπαν, τις πυρηνικές εκρήξεις, τις διαψεύσεις και τις προδοσίες. Ιστορίες για το απέραντο και το μηδαμινό. Μια ερωτική εξομολόγηση με αντικείμενο του πόθου τον «εκλεκτό θεατή» του θεάτρου και της ζωής.

«Σήμερα όμως κατάλαβα ότι εγώ δεν έχω το δικό μου τρένο.

Κανείς μας δεν έχει.

Είμαστε συνεπιβάτες.

Και το τρένο είναι ένα και μοναδικό. Και δεν κινείται.

Έχει σταματήσει.

Ή μάλλον ήταν πάντα σταματημένο.

Εμείς κινούμαστε με φόρα μέσα στο τρένο γιατί

γεννιόμαστε με φόρα.

Με φόρα.

Και πηγαίνουμε και πηγαίνουμε…

Νομίζουμε πως κινούμαστε στο χρόνο αλλά είμαστε

ακίνητοι, εγκλωβισμένοι σε μια άπειρη στιγμή.

Και πηγαίνουμε…»

Ακούγεται τρομερό όπως συγκλονιστική είναι και η ιστορία της Κβάντα. Η ηθοποιός είχε προετοιμαστεί για να παίξει την «Πιο δυνατή» του Στρίντμπεργκ, είχε κάνει ασκήσεις για να συγκινηθεί και να κλάψει. Όμως αίφνης ξέχασε τα λόγια. Θυμάται μόνο σκόρπιες ατάκες. Οι ηθοποιοί έτσι κρέμονται από μια ατάκα και τώρα η εκείνη δεν έχει ατάκα για να πιαστεί.  Αναζητά το χειροκρότημα αυτόν τον κρότο των χεριών που καθώς εγκλωβίζουν αέρα ανάμεσά τους προκαλούν μια ικανοποίηση, ένα μούδιασμα στο κρανίο του ηθοποιού, μια ικανοποίηση για την κατάθεση ψυχής επί σκηνής. Εκείνη τώρα δεν μπορεί να πει τα λόγια της, γιατί την έχει εγκαταλείψει η Κβάντα, είναι αλλού, ή μάλλον είναι εδώ, αλλά και αλλού.

Μιλά για την σχετικότητα των πάντων και την αλληλουχία. «Η Κβάντα λέει ότι αν οι άνθρωποι δεν πέθαιναν θα τρελαινόντουσαν». Απόδειξη και η ίδια η θεατρική ηρωίδα που κάνει τόσες συνάψεις με το μυαλό της. Αυτό το παιχνίδι δεν έχει τέλος. Παίζει ένα ρόλο. Για κάθε ρόλο χρειάζονται θεατές. «Χωρίς θεατές δεν υπάρχουν ρόλοι».

Όταν ο κάθε ρόλος βρει τα λόγια του και τους θεατές του, τότε μπορεί να συναντηθεί η Κβάντα  με τον Ντόριαν και  τότε θα γίνει η επιθυμητή πυρηνική έκρηξη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μέσα από τη σχάση αυτού που επιτέλους θα γερνά και της Κβάντα που θα τον καταβροχθίσει.

Ένας επιτυχημένος προβληματισμός πάνω στη ζωή, στο ρόλο, στην περαίωσή του, στην ματαιότητα, στο τέλος, το κοινό για όλους. Αξιοπρόσεκτη η ερμηνεία της Χριστίνας Χριστοφή, που είναι και η συγγραφέας ενός έργου με σύγχρονο και βαθύ στοχασμό. Εξαιρετική η σκηνοθεσία και πολύ λεπτομερής διδασκαλία από την Ζωρζίνα Τζουμάκα, απέδειξε βαθειά μελέτη του έργου και των προεκτάσεών του και σε αυτό συνεπικουρεί και ο φωτισμός του Γιάννη Ζέρβα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ