Κριτική για την παράσταση "Ο Αμπιγιέρ"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

«Ο Αμπιγιέρ» (Τhe dresser ) του Ρόναλντ Χάργουντ  ανέβηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας τη  σεζόν 1989 -90 στο Θέατρο Αθήναιον -νυν Τζένη Καρέζη-, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, με Σερ τον Δημήτρη ΠαπαμιχαήλΝόρμαν τον Νικήτα Τσακίρογλου και Λαίδη την Ελένη Χατζηαργύρη.

Σημείωσε τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Τη θρυλική αυτή παράσταση παρουσίασαν σε online streaming στις 12,13 και 14 Μαρτίου, οι θεατρικές επιχειρήσεις Λεμπέση -σε συνεργασία με το Θεατροκίνημα- που ανοίγουν το ιστορικό τους αρχείο. 

Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο από την εμπειρία του ως αμπιγιέρ στο πλάι του κορυφαίου Άγγλου ηθοποιού Σερ Ντόναλντ Γούλφιτ.

Είναι ένα έργο χαρακτήρων, που περιγράφει το περιβάλλον των σχέσεων ενός περιοδεύοντος θιάσου, τις σχέσεις μεταξύ των συντελεστών και μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο όπως αυτή του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Λίγες οι δουλειές, κακά τα οικονομικά, μεγάλη η κούραση των ηθοποιών που γερνάνε πάνω στο σανίδι, κουραστική ακόμα και η μετακίνησή τους. Η Λαίδη δηλώνει την δυσφορία της. Τα όνειρα των νέων θρυμματίζονται, όπως του νεαρού σοσιαλιστή ηθοποιού Όξενμπυ (Φώτης Θωμαΐδης), που έγραψε και δικό του έργο και το πρότεινε στον Σερ, ο οποίος ούτε που το διάβασε, αντιθέτως εκ προοιμίου το αγνόησε. Το ίδιο η νεαρή Ιρένε (Ελένη Κούρκουλα) που θέλει να γίνει ηθοποιός και γυαλίζει προς το παρόν την κορώνα του Σερ, ενώ αφήνεται στις θωπείες του. Ο Τζέφρεϊ (Τίμος Περλέγκας) ηθοποιός που σχεδόν έχει αποσυρθεί, τώρα αναπληρώνει συνάδελφό του που μπήκε φυλακή και δηλώνει πρόθυμος να αναλάβει και μεγαλύτερους ρόλους. Η σύζυγός του Σερ, Λαίδη(Ελένη Χατζηαργύρη), δίπλα του αλλά και όχι πάντα, κουρασμένη και αυτή από τον βεντετισμό του Σερ, ωστόσο σύρεται τρόπον τινά σε μια συζυγική χρόνια συμβίωση και συνήθεια κάνοντας φανερή την ψυχολογική της κόπωση. Εξαιρετική η Ελένη Χατζηαργύρη, με αρχοντιά, δείχνοντας βαθιά γνώση του θεατρικού στερεώματος. Η Λαίδη που προέρχεται από γονιό θεατρίνο, σχεδόν σέρνει τον εαυτό της σε μια συνήθεια και ανοχή από την οποία έχει επιλέξει ότι ήρθε η ώρα να απέχει. Ο Σερ (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) παρουσιάζεται στη σκηνή ένα ράκος. Το έχει σκάσει από το νοσοκομείο και έφερε το εαυτό του με μια γεροντική και σπασμένη φωνή στο καμαρίνι αιφνιδιάζοντας τους πάντες ότι θα κάνει παράσταση. Η Ματζ (Ελευθερία Σπανού), διευθύντρια σκηνής, τετράγωνη, σοβαρή, αφυδατωμένη ερωτικά και όπως θα αποδειχθεί δειλά και ανικανοποίητα ερωτευμένη μαζί του ανησυχεί και προτείνει να αναβάλουν την παράσταση. Ο Αμπιγιέρ και ο Σερ επιμένουν, η παράσταση θα γίνει.

Ο Σερ ( Δημήτρης Παπαμιχαήλ) ενώ προηγούμενα έχει ξεφτιλιστεί στους δρόμους όπου γδυνόταν σε αλλοφροσύνη αναζητώντας το νόημα της ζωή του, εμφανίζεται στη σκηνή και μεταμορφώνεται από ράκος, από μια σκιά που κλαίει και ματαιώνεται σε στιβαρό ηθοποιό, σηκώνει το ανάστημά του και συνεχίζει απτόητος προς την παράσταση με δεκανίκι, στυλοβάτη, ψυχή του θεάτρου τον Αμπιγιέρ του (Νικήτας Τσακίρογλου). Η κίνησή του καταπληκτική. Απέναντί στον Αμπιγιέρ τη μια ευγνώμων και την άλλη στιγμή αγνώμων. Ο Σερ είναι η βεντέτα, αυτή που όλοι υποστηρίζουν, τρέφοντας την ματαιοδοξία του και τη λατρεία του για το θέατρο. Έξω από αυτό δεν υπάρχει. Η ζωή του ταυτίζεται και ορίζεται από το θέατρο. Το τέλος της παράστασης σημαίνει το τέλος του. Καταπληκτική η ερμηνεία, η γεροντική του εμφάνιση, μεταλλάσσεται επί σκηνής σε κραταιό ηθοποιό πριν την κατάρρευση. Η τέχνη του, το ταλέντο του βάλλονται από τους βομβαρδισμούς, και νιώθει ότι τον κυνηγούν τρέχοντας να κρυφτεί στα καταφύγια. Πώς να ζήσει η τέχνη κάτω από αυτές τις συνθήκες; Πόσο πολύ μπορούν να πληγώσουν έναν άνθρωπο που υπηρετεί ό,τι ανώτερο υπάρχει όπως την τέχνη και το θέατρο; Από τη άλλη κουράστηκε κιόλας: « Δεν μπορώ να δώσω άλλο, κουράστηκα, δεν είμαι ένα παιδάκι που μασκαρεύεται! Είναι η δουλειά μου» Καταρρακώνεται καθώς έμαθε ότι βομβάρδισαν το θέατρο στο Πλύμουθ. Βέβαια ο καταπληκτικός Νόρμαν , ο Αμπιγιέρ του (Νικήτας Τσακίρογλου) του επισημαίνει ότι αυτό έγινε σε όλη την πόλη και όχι μόνο στο θέατρο. Ο Σερ βλέπει μόνο τη δική του πραγματικότητα, βάλλεται η τέχνη και η ύπαρξή του. Τα βάζει με τους γερμανούς: «τα γουρούνια, οι βάρβαροι!» Εκπληκτική η μετάφραση της Μαρλένας Γεωργιάδη αποδίδει απόλυτα κάθε ικμάδα ειρωνείας και υπαινιγμών: «Παρακαλώ όσοι επιθυμούν να αποδημήσουν, να αποχωρήσουν να εγκαταλείψουν την αίθουσα όσο πιο αθόρυβα γίνεται.» Ο Σερ, αυτός ο δύστροπος άνθρωπος αποδίδει απόλυτα αυτήν την εξάρτηση που έχει κάποιος από τη δουλειά του, που όμως μοιραία από τα χρόνια και τις συνθήκες έχει κουραστεί και δεν μπορεί να σταματήσει να δουλεύει , ενώ πραγματικά θα το ήθελε. «Δεν μπορώ άλλο! Έχω να βγάλω την άλλη μισή ζωή του Ληρ!» και μετά στον εαυτό του: «Άντε ρε μπάσταρδε έχεις κι άλλα να δώσεις κι άλλα !» Ο μεγαλύτερος και αδυσώπητος κριτής είναι ο εαυτός του καθενός. Τους κριτικούς, τους λυπάται , τους θεωρεί σακάτηδες. Πώς να ξέρουν εκείνοι τον πόνο αυτού που δημιουργεί, τις ανάγκες, την πενία, τον φόβο, την ματαίωση , την απόρριψη;

Δίνονται όλες οι διαστάσεις, ανατέμνονται οι σχέσεις και οι εντάσεις στον συγκρουσιακό χώρο του θεάτρου και αναδεικνύεται αυτός ο ρόλος του Νόρμαν με τον καταπληκτικό Νικήτα Τσακίρογλου, αυτού του αφοσιωμένου, αδικαίωτου υπηρέτη, ίσως και αδικαίωτου εραστή, απολύτως αφοσιωμένου δούλου με την ιδιόμορφη σχέση με αυτόν τον βετεράνο διάσημο σαιξπηρικό ηθοποιό. Προσεγγίζει το αρχέτυπο του θεατρικού δούλου, γίνεται το alter ego του Σερ. Ξέρει τα πάντα γύρω από το θέατρο, τα λόγια του από όλους τους ρόλους, την παραμικρή λεπτομέρεια, είναι αυτό που ορίζει το θέατρο, μεταμορφώνει τον απλό άνθρωπο σε ηθοποιό και μεγάλο ρόλο, είναι το ίδιο το θέατρο. Εξαιρετικός ο Τσακίρογλου με αυτή τη διττή φύση του Νόρμαν γιατί η τέχνη δεν έχει φύλλο, είναι ένας έρωτας, μια εμμονή, μια συνεχής προσπάθεια για τη μέθη γι΄αυτό και πίνει συνέχεια, έχει ανάγκη αυτή τη μέθη για να υπάρξει. Ο ίδιος λέει ότι θα μπορούσε να γίνει καμαρότος, αλλά δεν θέλει να αφήσει το θέατρο.

Έχει αναλάβει τον Σερ καθ’ ολοκληρίαν. Όταν καταλαβαίνει ότι η Ιρένε (Ελένη Κούρκουλα) προσεγγίζει επικίνδυνα τον Σερ την αποπέμπει λέγοντάς της: «Βρες άλλη βαρκούλα ν’ αρμενίσεις, η δικιά μας κάνει νερά».

Αν και είναι επίμονος και πραγματικό σκυλί στη δουλειά ο Νόρμαν, ο Αμπιγιέρ έχει έναν ευαίσθητο ψυχισμό. Στο τέλος όλοι τον εγκαταλείπουν. Φεύγει ο Όξενμπυ(Φώτης Θωμαΐδης), γιατί θέλει έναν θίασο χωρίς τυράννους. Φεύγουν όλοι. Ο καθένας αποκαθιστά τη ζωή του με έναν τρόπο. Ακόμα και η Ματζ του αποσπά το δακτυλίδι που τόσο καιρό πρόσμενε και ποτέ δεν της το έδωσε, σαν την ηθική οφειλή που ποτέ δεν της αναγνώρισε. Η Λαίδη έφυγε για να ξεκουραστεί και ο μόνος μάρτυρας στο τέλος ο Αμπιγιέρ, αυτό το ηρωικό πρόσωπο που τόσα είχε υπομείνει και κανείς δεν τον ανέφερε, ούτε καν ο ίδιος ο Σερ που το ατέλειωτο βιβλίο του το αφιέρωνε σε όλους τους συντελεστές της παράστασης και ούτε μια αναφορά στον στυλοβάτη Αμπιγιέρ του. Εκείνος πια διαλύθηκε αναρωτιέται τι θα απογίνει: «Άκαρδε μπάσταρδε θα μπορούσες να με έχεις θυμηθεί!» Συγκλονιστική και αυτή η σκηνή του τέλους. Συμπληρώνει το όνομά του στην αφιέρωση και ενώ θυμίζοντας τον Σγαναρέλλο από τον Δον Ζουάν που έβλεπε τον κύριό του τυλιγμένο στις φλόγες και επαναλάμβανε «Τον μισθό μου, τον μισθό μου, τον μισθό μου!», εδώ ο Νόρμαν αναρωτιέται αν θα πληρωθούν: «Πρέπει να μας δώσουν όλη την εβδομάδα». ‘Όταν κάνει να φύγει δεν έχει που να πάει. Σαν κλόουν βαθιά συντετριμμένος, αρνείται τον θάνατο: «Εδώ δεν χωρά ο θάνατος». Το θέατρο παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να πεθάνει αφού είναι συνυφασμένο με την ίδια την ζωή και τη φύση του ανθρώπου.

Εκπληκτική η σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου, αποκαλύπτει τη φύση των ανθρώπων του θεάτρου, τις αδυναμίες τους, τη μοναξιά τους, τις εμμονές τους. Όλα μελετημένα τα σκηνικά και τα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου απέπνεαν την μυρωδιά ενός θιάσου.

Αν και κινηματογραφημένη παράσταση, γεμίζει τον θεατή πληρότητα και θαυμασμό για αυτές τις ερμηνείες και το δέσιμο όλων των θεατρικών στοιχείων επί σκηνής.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ