Κριτική για την παράσταση "Πυρκαγιές"

Από τη Βασιλική Μπαλούτσου

Είναι η δεύτερη φορά που στη χώρα μας ανεβαίνει η παράσταση «Πυρκαγιές» του Λιβανοκαναδού βραβευμένου συγγραφέα Ουαζντί Μουαουάντ. Η πρώτη ήταν από το Εθνικό θέατρο το 2012. Παράλληλα, υπήρξε κινηματογραφική μεταφορά στη μεγάλη οθόνη το 2010 με τον τίτλο «Incendies». Το τοπίο είναι δύο χώρες πολύ διαφορετικές, αν και ποτέ δεν ονοματίζονται, η μια χώρα της Μέσης Ανατολής σπαραγμένη από τον εμφύλιο πόλεμο, η άλλη να αποτελεί τη διέξοδο για όσους μπορούν να ξεφύγουν από αυτόν. Δύο αδέρφια βρίσκονται αντιμέτωπα στο παρόν με τη διαθήκη και τις τελευταίες επιθυμίες της μητέρας τους που τους αφήνει δύο φακέλους και μαζί ένα μυστικό. Την ύπαρξη ενός πατέρα που νόμιζαν νεκρό κι ενός αδερφού που δεν γνώριζαν ότι υπήρχε και την αναζήτηση της γέννησής τους, των οικογενειακών τους δεσμών και της αλήθειας της μητέρας τους που βρισκόταν κρυμμένη πίσω από μια πενταετή σιωπή και θαμμένη κάπου μακριά, στη Μέση Ανατολή του εμφυλίου πολέμου. Έτσι, ξεκινά ένα επίπονο οδοιπορικό που τους σπρώχνει όλο και βαθύτερα στη φρίκη και την άβυσσο του πολέμου και αποκαλύπτει μια οδυνηρή και συνάμα λυτρωτική αλήθεια.

Ο Ουαζντί Μουαουάντ κέντησε τον μύθο του τόσο δεξιοτεχνικά μέσα στη ζοφερότητα του πολέμου, έμπλεξε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον έτσι που όλες αυτές οι αντανακλάσεις του χρόνου συνυπήρχαν σε μια πολυτοπική σκηνή και έδιναν όγκο και πραγματική διάσταση στα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα. Η καρδιά της σκηνοθέτη, οι φωνές των ηθοποιών, η μουσική, τα κουστούμια, οι φωτισμοί προσέφεραν ένα μαγικό σκηνοθετικά κι ένα άψογο αισθητηριακά καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Η συνειδητοποίηση των ιστορικών γεγονότων, η πίκρα, η φρίκη, ο τρόμος, το σκοτάδι του πολέμου ζωντάνεψαν με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, καθώς η κεντρική ηρωίδα, η Ναουάλ, η νεκρή μάνα στο παρόν, που την υποδύονται τρεις διαφορετικές ηθοποιοί στις διαφορετικές της ηλικίες, περιδιαβαίνει τη σκηνή, τους τόπους, τον χρόνο και ξετυλίγει την τραγική της ιστορία, με την ενέργεια να εκλύεται από παντού σφυροκοπώντας τους θεατές με σφοδρά συναισθήματα. Καθώς η ηρωίδα μεγαλώνει, με αλλεπάλληλα κινηματογραφικά flashback περπατάς μαζί της, την κυνηγάς, την παρακολουθείς μειδιώντας να ερωτεύεται, να γεννά, απελπισμένη να αναζητά το παιδί της σε ένα μακρύ οδοιπορικό, να φυλακίζεται, να τραγουδά, να σωπαίνει, να κακοποιείται και πάλι να σωπαίνει. Ειδικά αυτό. Ώσπου να αποφασίσει τον τρόπο που η ίδια έχει επιλέξει να αυτοπροσδιορίζεται στο σούρουπο της ζωής της, σε ένα μέλλον που την οδήγησε στον σύγχρονο Καναδά της δεκαετίας του ’80, μια χώρα που επίσης ποτέ δεν αναφέρεται αλλά η Λιβανοκαναδέζικη καταγωγή του Μουαουάντ και η ιστορική πραγματικότητα το κάνει ξεκάθαρο.

Το σύμπαν του Μουαουάντ ξεκινά με ένα μυστήριο, ένα ποιητικό μυστήριο που θυμίζει αστυνομικό νουάρ, αλλά εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα σε ένα έργο πολύ βαθύτερο. Με πολιτική διάσταση, λυρική γραφή και μια δραματική κλιμάκωση που θυμίζει ελληνική τραγωδία-είναι γνωστή η αγάπη του συγγραφέα για τις ελληνικές τραγωδίες, ιδιαίτερα του Σοφοκλή- η παράσταση κρέμεται μόνη της στην ψυχή των θεατών σαν αγκίστρι. Οι πλοκή και οι ήρωές της μετατοπίζονται από τα λοφώδη χωριά στις μεγαλύτερες πόλεις και τα στρατόπεδα προσφύγων, από το χλοερό βόρειο τμήμα της χώρας στον κατασκονισμένο Νότο με μια επική επεκτασιμότητα και ένα πηγαίο μυθιστορηματικό βάθος. Ξετυλίγεται μπροστά μας ένα χρονικό της κοινωνίας του Λιβάνου, εμπνευσμένο πιθανότατα από την παιδική ηλικία του Μουαουάντ και της πολιτικής κατάστασης της χώρας τις δεκαετίες του ’60-‘80, σε έναν τόπο όπου οι δεσμοί αίματος συνδέουν εχθρούς και φίλους, η πίστη σε μια θρησκεία μπορεί να σώσει ή και να σκοτώσει, η αγάπη τιμωρείται και ο κύκλος της εκδίκησης γίνεται συνοδοιπόρος σε ζωές άσκημες και βασανισμένες.

Η φρίκη του πολέμου εγχέεται με τραγούδια απώλειας και μνήμης, παραδοσιακά μοιρολόγια παντρεύονται θαυμάσια με μια γραφή ρευστή και χειροπιαστή μαζί, τίποτε λιγότερο από μια γροθιά στο στομάχι . Το διαρκές μυστήριο ενός άλυτου ζητήματος ο Μουαουάντ επιλέγει να το λύσει με τον δικό του τρόπο. Αυτό του ηλεκτροσόκ. Αποτελεί τέχνη να μπορείς να βαφτίσεις τη σιωπή με απόθεμα συναισθηματικών πανοπλιών για να καταφέρεις να νικήσεις την αποστροφή και τον τρόμο του πολέμου. Η παράσταση έχει σαν στόχο την παρηγοριά, μια παρηγοριά αδίστακτη ως ένα πρώτο βήμα να εισέλθουμε σε ένα τούνελ, όπου το πνεύμα καθοδηγεί τη διαίσθηση κι οι λέξεις εκτείνονται σταδιακά, εκπορεύονται από τον πόνο, την απόρριψη, τον φόβο, τον έρωτα, την αγάπη της μάνας και τελικά οι ήρωες με γυάλινα μάτια μιλούν μέσα στο δικό τους μυαλό ή τον δικό τους παλιό εαυτό με αδιάλειπτη ένταση και μια ρημαγμένη ψυχή. Είναι επόμενο οι θεατές να δυσκολεύονται να φτάσουν στην εξιλέωση και την κάθαρση. Κοπιάζουν για να πλησιάσουν στην εξύψωση, όμως λυτρωτικά τα καταφέρνουν. Σε ένα ευφυές τραγικό τέλος βυθισμένο στην κτηνωδία και την απόγνωση, το κοινό πλέει σε μια σπαρακτική οδύνη και αντικρίζει το τέρας στα μάτια.

Η σκηνοθέτης Ιώ Βουλγαράκη με τη βοήθεια των υπέροχων αφαιρετικών, αλλά λειτουργικών σκηνικών της Anna Fedorova χτίζει ένα καταφύγιο για τους ήρωες του Μουαουάντ, δίνοντας βάθος στην κεντρική ιδέα του έργου κι εμφανίζοντας με οξυδέρκεια στη σκηνή τη διακεκομμένη ενδοσκόπηση του πολέμου που αποσταθεροποίησε τα έθνη, αλλά και το κυνήγι της ταυτότητας των ηρώων σε έναν χρόνο εξαϋλωμένο και ανύπαρκτο.
Στη σκηνή δεσπόζει ένα υπερμεγέθες δέντρο με πράσινα φύλλα, ένα δέντρο της ζωής, σαν έμψυχο γλυπτό, που ανάλογα με τις ανάγκες της εξιστόρησης αποδομείται ζωντανά και τα φύλλα του «τουφεκισμένα» σωριάζονται με πόνο στο χώμα ακολουθώντας την πλοκή του έργου ή συναρμολογείται πάλι κατά βούληση, συμβολίζοντας τη ζωή, τις ρίζες των ηρώων, την αθανασία. Τα υπόλοιπα σκηνικά αντικείμενα, το σύγχρονο γραφείο του συμβολαιογράφου στο σήμερα, ένας σωρός χώμα, μια λιτή αναπαράσταση «φυλακής» δημιουργούν πολλαπλά στρώματα μνήμης και με πρωταγωνιστή τα ονειρικά εξαίσια φώτα (Αλέκος Αναστασίου) αφήνουν το έργο να κινείται στις παρυφές του χρόνου. Το φως μετατρέπει ένα σωρό καστανόχωμα σε στάχτη και σχηματίζει βάθος στις σκιές του δέντρου. Οι σιλουέτες των ηθοποιών συγχωνεύονται και εξαφανίζονται στο μαύρο φόντο ή παγώνουν και φωτίζονται με θερμό κίτρινο φως κινούμενοι στη ραχοκοκαλιά της ιστορίας. Τα κουστούμια (Μαρία Μυλωνά) σοφά μελετημένα αντικατοπτρίζουν την εποχή. Τα μοντέρνα ρούχα του Καναδά μας φέρνουν στο σήμερα, ενώ τα ξεθωριασμένα ρούχα του παρελθόντος μας μεταφέρουν στη Μέση Ανατολή του πολέμου, με τα ζεστά αμμουδερά χρώματα να περιβάλλονται από μια μαλακή θολή ομίχλη, την αίσθηση της υφής και της ζέστης της Ανατολής να μας πνίγει τα ρουθούνια.

Με μια ευαίσθητη σκηνοθετική ματιά, η Ιω Βουλγαράκη μας χαρίζει μια σκηνική πρόταση που παλινδρομεί πολλές στιγμές στην κινηματογραφική δράση (πιθανά παραπέμποντας και στην κινηματογραφική μεταφορά της παράστασης το 2010 σε σκηνοθεσία Ντενί Βιλνέβ). Αναδεικνύει τη γλώσσα του Μουαουαντ που μόνη της προσδίδει μια δύναμη στην αφήγηση με τις ποιητικές της ιδιότητες και τη γοητευτική λυρική ροή και τόλμη και κινησιολογικά (Αλεξάνδρα Καζάζου) σε καίρια σημεία του έργου θυμίζει εικαστική performance, μια επιβλητική εικαστική προσέγγιση που αφήνει τους ερωτευμένους να πλέουν ο ένας μέσα στον άλλον, με αρμονία παντρεύει έναν αγώνα μποξ και ένα λογύδριο μαθηματικών παρουσιάζοντας την ταύτιση της σκέψης των διδύμων, σπρώχνει τον ήρωα σε ένα σπαρακτικό πλάνταγμα στη σκηνή μετά από τη συνειδητοποίηση της αλήθειας.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών αξιοσημείωτες, ακολουθούν τη ραχοκοκαλιά και τον εσωτερικό ρυθμό του έργου και λειτουργούν σαν πυκνωτές συγκεντρώνοντας πάνω τους τις βασικές ενεργειακές δυνάμεις της παράστασης.
Η Ναουάλ Μαρουάν της παιδικής ηλικίας (Ευσταθία Λαγιόκαπα) δροσερή και σπινθηροβόλα, μα και άψογη κινησιολογικά με το βλέμμα του τρόμου αλλά και της σκληρότητας στα μάτια της με την παρέα της φίλης της Σαουντά (Ελένη Θυμιοπούλου) να την ακολουθεί σαν πιστή υποταγμένη βοηθός, καθώς μεγαλώνει και την αγγίζει η βαναυσότητα του πολέμου. Η Εύη Σαρμή, η Ναουάλ της μέσης ηλικίας σε μια αυστηρή και ενδοσκοπική ερμηνεία προετοιμάζει την ηρωίδα της για να δραπετεύσει από αυτόν τον κόσμο και να προχωρήσει σιωπηλά στον επόμενο, αλλά και η υπέροχη Ντίνα Μιχαηλίδου, η μεγαλύτερη Ναουάλ, μια εξόριστη γυναίκα, θρυμματισμένη πια από τη βιαιότητα της ζωής, αποδίδει με μέτρο και ακρίβεια την προσκόλληση στην αξιοπρέπειά της. Το ζεύγος των διδύμων, η Ζαν (Δανάη Επιθυμιάδη), μια διάνοια αφιερωμένη στην καθαρότητα της γεωμετρίας και την ικανοποίηση των άλυτων θεωρημάτων, ένα αυτόνομο εγκεφαλικό πλάσμα ατσαλώνεται και πασχίζει να αποκαλύψει την αλήθεια της μητέρας της, ενώ ο αδερφός της Σιμόν και αντίθετος πόλος, ο Ορέστης Χαλκιάς φέρνει τη μαχητικότητα του μποξ στο ρινγκ της ζωής του και την πίκρα από τη μητρική εγκατάλειψη στη σκηνή. Μία εύθυμη διάθεση και ένας τρόπος να διεισδύσει μια ελαφράδα στη σκηνή και μια αχτίδα χιούμορ μας φανερώνεται από την ερμηνεία τόσο του Γιώργου Καύκα (Ερμίλ Λεμπέλ), όσο και του Κωνσταντίνου Χατζησάββα (Αντουάν) που ακόμη τους θυμόμαστε ως ζευγάρι να μας χαρίζουν μια υπέροχη ερμηνεία στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του ΚΘΒΕ την προηγούμενη θεατρικά χρονιά. Ο Χρήστος Στυλιανού (Νιχάντ) ισορροπεί μεταξύ τρέλας και λογικής, υποστηρίζοντας με λεπτές κινήσεις την ιδιορρυθμία και την αρρώστια του εφιάλτη που εκπροσωπεί, προσεκτικός στο ρόλο του. Τέλος, ο αγαπημένος μας Κώστας Σαντάς (Χαμσεντίν) σε έναν μικρό αλλά συγκινητικό και καθοριστικό για την εξέλιξη του έργου ρόλο σε μια στιβαρή ερμηνεία. Όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί ενσωματώνονται στην αισθητική της παραγωγής και δένουν μεταξύ τους σε ένα αρμονικό σύνολο.

Ο πόλεμος αλλάζει ανεπιστρεπτί τους ανθρώπους. Εάν δεν αντιμετωπίσεις το παρελθόν σου και δεν αποκαλύψεις την αλήθεια του , αυτό θα σε στοιχειώσει. Ο Μουαουαντ χαράζει με το ζοφερό δράμα του τις ανατροπές του και στρέφεται σε μια τακτοποιημένη και καλά στρωμένη ποίηση, μεταφέροντας με τον ήχο της σιωπής και το ανείπωτο της ερήμου την αναμφισβήτητη δύναμη της αλήθειας σε ένα επικό παιχνίδι μνήμης. Πρόκειται για ένα οικουμενικό δράμα βασισμένο σε αρχέτυπα της ελληνικής τραγωδίας που μας μεταφέρει τον εμφύλιο σπαραγμό του καζανιού της Μέσης Ανατολής και τη στυγερότητα του πολέμου σε ένα μωσαϊκό συναισθημάτων. Οι χαρακτήρες του έργου είναι όλοι επιζώντες ή απόγονοι επιζώντων τραγωδιών σε ένα προσωπικό προσκύνημα προς την υλοποίηση της ταυτότητάς τους. Ο στόχος τους είναι η επανένταξη του τραυματικού τους παρελθόντος, η αποσυναρμολόγηση και ανοικοδόμηση του εαυτού τους. Η σκηνοθετική πρόταση της Ιούς Βουλγαράκη, με τις ερμηνείες των ηθοποιών και το ταλέντο άριστων τεχνιτών, πέτυχε να συγκεράσει όλες αυτές τις ετερογενείς πολιτιστικά πολιτισμικές ενδείξεις, χρησιμοποίησε τον χωρισμό του χρόνου και του χώρου, τη συνύπαρξη στη σκηνή ζωντανών και νεκρών χαρακτήρων, προσφέροντας μας μια συνταρακτική παράσταση που δικαίωσε το ύφος της γραφής και ανέδειξε τους κλυδωνισμούς, τις σκιές και τα ξέφωτα των συναισθημάτων.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ