Από τον Ιωάννη Λάζιο
Υπάρχουν κάποιες παραστάσεις που, όταν τελειώσουν, δεν σου επιτρέπουν να αποχωρήσεις απλώς από την αίθουσα. Σε κρατούν εκεί, νοερά, για λίγο ακόμη. Η παράσταση «Μαμά Μου!» της Μάρτα Μπαρτσελό, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου, είναι μία από αυτές. Ίσως γιατί εγείρει ερωτήματα που κουβαλάμε μέσα μας, αλλά σπανίως αρθρώνουμε δυνατά: τι σημαίνει μητρική αγάπη; Μπορεί να επινοηθεί, να αγοραστεί, να υποκατασταθεί;
Το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη, απλοϊκό και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, λειτουργεί περισσότερο ως υπόμνηση παρά ως πρόταση. Οι προθήκες, όπου τοποθετούνται μνήμες μιας κοινής ζωής, παραπέμπουν σε μουσειακά εκθέματα — σύμβολα μιας σχέσης που προσπαθεί να αποκτήσει παρελθόν μέσα από το παρόν. Αυτή η επιλογή υπογραμμίζει με λεπτότητα το βασικό ερώτημα του έργου: μπορούμε να "χτίσουμε" συναισθήματα εκ των υστέρων;
Σε μια εποχή που ο υλισμός έχει εισχωρήσει ακόμα και στις πιο προσωπικές σχέσεις, το έργο έρχεται σχεδόν προφητικά να αναδείξει την εμπορευματοποίηση της αγάπης. Η Μπαρτσελό επιλέγει να το κάνει όχι με την ψυχρότητα ενός ρεαλιστικού δράματος, αλλά με μια γλυκιά μελαγχολία, μια αίσθηση γλυκιάς αναπόλησης που σιγοκαίει καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Η Σοφία Βογιατζάκη είναι η καρδιά αυτής της αφήγησης. Επιτέλους την είδαμε σε έναν δραματικό ρόλο που όχι μόνο υπηρετεί με ευαισθησία, αλλά φανερώνει πτυχές της που έως τώρα έμεναν στο περιθώριο. Με φωνή που παλινδρομεί ανάμεσα στην τρυφερότητα και την απόγνωση, με βλέμμα που μιλάει πριν προλάβει να αρθρώσει λόγο, προσφέρει μια ερμηνεία που σε κάνει να ξεχνάς ό,τι γνώριζες για εκείνη. Δεν ξέρω αν είναι το ηχόχρωμα της φωνής της ή το σπάσιμο στο τέλος κάθε φράσης. Ίσως είναι η ειλικρίνεια που κουβαλά στο παίξιμό της. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η συγκίνηση συμβαίνει. Δεν επιβάλλεται, δεν κραυγάζει — υπάρχει. Και αυτό είναι αρκετό.
Δίπλα της, η Νίκη Λάμη ως «κόρη», αν και στέκεται με επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια στον ρόλο, μοιάζει πιο σκληρή, πιο εγκλωβισμένη στη ρητορική της σύμβασης απ’ ό,τι στην αλήθεια της σχέσης. Λείπει το εσωτερικό ράγισμα που θα μετέτρεπε την ερμηνεία της από επαρκή σε σπαρακτική.
Ο Νίκος Καραγέωργος στη σκηνοθεσία δεν αποφεύγει την παγίδα του γνώριμου. Αντί να σβήσει εντελώς το παρελθόν της Βογιατζάκη ως κωμικής περσόνας, επιλέγει να αφήσει να αιωρείται ένα υφέρπον χιούμορ. Είναι μια λογική – ίσως και αναγκαία – απόφαση, για να γειωθεί η μετάβαση από το γνώριμο στο απρόσμενο. Ωστόσο, δεν παύει να αποδυναμώνει στιγμές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πιο αιχμηρά.
Και παρ’ όλα αυτά, φεύγεις συγκινημένος. Όχι γιατί βίωσες κάποιο μεγάλο δράμα, αλλά γιατί συμμετείχες — με μια σχεδόν παιδική τρυφερότητα — σε μια ιστορία που δεν προσπαθεί να σου αποδείξει τίποτα. Απλώς σου θυμίζει πως ακόμα και οι πιο αφύσικες σχέσεις μπορούν να γίνουν αληθινές, αν τις ποτίσεις με φροντίδα και αποδοχή.
Αν με στεναχώρησε κάτι, είναι που δεν κατάφερα να δω την παράσταση νωρίτερα, ώστε να μπορέσω να παροτρύνω περισσότερους ανθρώπους να ζήσουν αυτή την ήσυχη αλλά βαθιά συγκινητική εμπειρία. Γιατί, τελικά, το «Μαμά Μου!» είναι μια μικρή υπόκλιση στην πιο θεμελιώδη ανθρώπινη ανάγκη: την ανάγκη να ανήκεις.
Ένα μεγάλο μπράβο στην Panik Theater Productions και στον Κώστα Σπυρόπουλο που επέλεξε να παρουσιάσει ένα έργο με τέτοια θεματολογία, σε μια εποχή που έχει ανάγκη από συναισθηματική αλήθεια. Και κυρίως, ήταν σπουδαίο το γεγονός ότι τόλμησε να τοποθετήσει τη Σοφία Βογιατζάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο — μια επιλογή θαρραλέα, ανατρεπτική και απόλυτα δικαιωμένη.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ