Κριτική για την όπερα "La Gioconda"

Από το φινάλε της όπερας. Αποθέωση για την πρωταγωνίστρια Anna Pirozzi

Από την διδάκτωρ ιστορικής μουσικολογίας-πιανίστα Δήμητρα Χόνδρου

Η Gioconda, η τετράπρακτη όπερα των έξι αστέρων του Amilcare Ponchielli με την οποία άνοιξε η φετινή σαιζόν της ΕΛΣ-μία συμπαραγωγή με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, βασίζεται στο ιστορικό έργο του Βίκτωρος Ουγκό Angelo, tyran de Padoue (1835) σε ποιητικό κείμενο του Arrigo Boito. Η δραματουργία της όπερας μέσα από ιστορία μιας πλανόδιας τραγουδίστριας, αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο τα ευτελή συναισθήματα και τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, φωτίζοντας τις πιο σκοτεινές πλευρές της.  

Με μία νέα σκηνοθετική ματιά-αυτή του Oliver Mears, του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, παρακολουθήσαμε το αριστουργηματικό έργο του μεγάλου Ιταλού μουσουργού. Για να τεκμηριώσω την άποψή μου, παραθέτω ευθύς αμέσως ένα απόσπασμα γραμμένο από τον Ήρκο Ρ. Αποστολίδη, πιο επίκαιρο από ποτέ. 

[…], η αποδομητική τάση μιας ολόκληρης Σχολής Σκηνοθεσίας, παγκόσμια, που αξιώνει μιάν αυθαίρετη-κατά το δοκούν του καθενός-επανερμηνεία μεγάλων θεατρικών έργων (Σ.τ.Σ. επιτρέψτε μου εδώ να προσθέσω και μεγάλων λυρικών έργων), έχει καταστροφικά αποτελέσματα, κατεβάζοντας στη φτενή καθημερινότητα τα νοήματα κι ανοίγοντας τον δρόμο για τη διάλυση των θεατρικών κειμένων (Σ.τ.Σ. και λιμπρέττων), με μεταφραστικά ανοσιουργήματα υπό μορφήν «ελεύθερων διασκευών».1 

Στη Gioconda λοιπόν, παρακολουθήσαμε δύο αυθαίρετες σκηνές: αυτή του ηλεκτροσόκ, μία σκηνοθετική προσθήκη που απείχε αρκετά από το κείμενο και το ύφος της όπερας, ενώ στη δεύτερη, είδαμε να πεθαίνει ο Barnaba αντί της πρωταγωνίστριας, αλλάζοντας ή αν θέλετε ξαναγράφοντας την τελική σκηνή του έργου. Αμφότερες κατάφεραν να ταράξουν τον συνεκτικό ιστό της μουσικής δραματουργίας, αλλοιώνοντας τον πρωταρχικό της χαρακτήρα αλλά κυρίως την πρόθεση του συνθέτη. Αναφορικά με τη δεύτερη σκηνή, αντί της συγκινησιακής έντασης του φινάλε, άφησε μία τουλάχιστον πικρή γεύση… Θα ήθελα να επισημάνω, πως η νέα γενιά σκηνοθετών δείχνει -εκτός των «προσωπικών διασκευών»- εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον στο οπτικό μέρος, επιφορτίζοντας με περιττή σκηνική παρουσία τους πρωταγωνιστές (αναφέρομαι κυρίως στην Gioconda), κουράζοντάς τους και παραμελώντας τις τυχόν δυσκολίες της φωνητικής προβολής.  

Η σκηνή που ήταν άξια θαυμασμού ήταν τα μπαλέτα σε χορογραφία της Lucy Burge, όπου παρουσιάστηκε συνοπτικά και με ευφάνταστο τρόπο η ζωή της πρωταγωνίστριας, φέρνοντας έτσι τον θεατή-ακροατή εγγύτερα στη δραματουργία της όπερας αλλά και στο σκοτεινό παρελθόν της «παιχνιδιάρας» κι «εύθυμης»2 τραγουδίστριας, δημιουργώντας συναισθηματικές αντιθέσεις. Μελανό σκηνοθετικό σημείο των μπαλέτων που επίσης μετέβαλε τον χαρακτήρα του έργου, ήταν στο τέλος τους όταν η μπαλαρίνα Gioconda έδωσε το μαχαίρι στην πρωταγωνίστρια του έργου, που με τη σειρά της μαχαίρωσε τον Alvise (…). Στο λιμπρέττο πάντως, ο Alvise θριαμβεύει παρουσιάζοντας το πτώμα της Laura. Τα συμπεράσματα δικά σας… 

Όσον αφορά αμιγώς το μουσικό μέρος, η διεύθυνση του Fabrizio Ventura είχε πολλές αδυναμίες, κυρίως σε ζητήματα συντονισμού μεταξύ χορωδίας και ορχήστρας, όπως επίσης δεν ήταν τόσο υποστηρικτική στους σολίστες, οι οποίοι λόγω της μεγάλης τους εμπειρίας φάνηκε πως ξεπέρασαν τους σκοπέλους προς χάριν της παράστασης. Συγκλονιστική ήταν η Anna Pirozzi στον ρόλο της Gioconda, μία από τις μεγαλύτερες και αξιολογότερες τραγουδίστριες όπερας της εποχής μας. Η ερμηνευτική της προσέγγιση τόσο σε μουσικό όσο και υποκριτικό επίπεδο, ήταν κάτι παραπάνω από άρτια, με αποκορύφωμα τη διάσημη άρια «Suicidio…», που μάλλον με τη νέα σκηνοθετική ματιά θα έπρεπε να αλλάξει σε «Omicidio» ή σε «Assassinio»…3  

Ο Ιταλός Francesco Pio Galasso, απέδωσε τον Enzo -τον εραστή της Laura με τον οποίο είναι ερωτευμένη και η Gioconda, με περίσσια ευαισθησία και μουσικότητα, χωρίς αυτό να υποσκελίζει τα δραματικά σημεία του ρόλου. Η Ρωσίδα μεσόφωνος Alisa Kolosova ως Laura, εκτός του υπέροχου φωνητικού τίμπρου εντυπωσίασε με τις υποκριτικές της ικανότητες, δίνοντας στον ρόλο μια πιο δραματική διάσταση. Η γνωστή και πολύ αγαπητή στο ελληνικό κοινό Γεωργιανή μεσόφωνος Anita Rachvelishvilli, ενσάρκωσε την τυφλή μητέρα της Gioconda συγκινώντας το ακροατήριο κυρίως με την άρια της πρώτης πράξης «Voce di donna o dangelo». Εξαιρετικός όπως πάντα ήταν ο Έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, ο οποίος απέδωσε τον ρόλο του Barnaba,του χαφιέ της Ιεράς Εξέτασης με περίσσια ζέση. Το ίδιο ισχύει και για τον Τάσο Αποστόλου, ο οποίος παρά τη «σκηνοθετική παραφωνία» που προανέφερα, ερμήνευσε με πάθος τον ρόλο του Alvise, του ανώτατου αξιωματούχου της Ιεράς Εξέτασης.  

Πολύ επιτυχημένα ομολογουμένως ήταν τα σκηνικά του Philipp Fürhofer και οι φωτισμοί της Fabiana Piccioli μεταφέροντάς μας στη διαχρονική Βενετία, ενώ τα σύγχρονα κοστούμια της Annemaria Woods μας υπενθύμισαν πως ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, εξακολουθεί να μοιάζει με πόλη του 17ου αιώνα και υπερθεμάτισαν σαφώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ειρωνικών αντιθέσεων της δραματουργίας. 

Παρά τις δυνατές ερμηνείες όλων των συντελεστών, η ρηξικέλευθη τροποποίηση των προθέσεων συνθέτη και λιμπρετίστα, απομάκρυνε τη δραματουργία από το αρχικό της πλαίσιο, αλλοιώνοντας την προσωπική τραγωδία που βιώνει η πρωταγωνίστρια.