Κριτική για την παράσταση "Άσπρο-Μαύρο"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Υπάρχουν θεατρικά έργα που μοιάζουν να κουβαλούν ολόκληρη την ηθική και μεταφυσική αγωνία ενός πολιτισμού. Το Άσπρο-Μαύρο του Κόρμακ ΜακΚάρθι είναι ένα τέτοιο κείμενο. Ωστόσο, παρακολουθώντας την παράσταση, δεν μπόρεσα να αποφύγω έναν επίμονο προβληματισμό: έχει πραγματικά απεύθυνση στο ελληνικό κοινό; Μήπως ο λόγος του, βαθιά ριζωμένος στην ευαγγελική ηθική, στον πουριτανικό ηθικισμό και στη διαρκή υπαρξιακή ενοχή που χαρακτηρίζει την αμερικανική κοινωνία, αδυνατεί να βρει έδαφος στην ευρωπαϊκή, και δη ελληνική συνείδηση; 

Σε μια κοινωνία όπως η δική μας, όπου η θεολογική αφετηρία είναι διαφορετική, όπου το θρησκευτικό βίωμα διαποτίζεται από την ορθόδοξη μυστικότητα και λιγότερο από τη μετα-προτεσταντική ηθική δοκιμασία, η σύγκρουση White–Black μοιάζει να φτάνει σε εμάς από απόσταση. Το έργο επιθυμεί να είναι οικουμενικό, αλλά η οικουμενικότητά του δεν μεταφράζεται. Οι έννοιες του Κακού, της σωτηρίας, της αυτοχειρίας και της θείας αδιαφορίας, όπως αρθρώνονται από τον ΜακΚάρθι, φέρουν κώδικες ασύμβατους με τα δικά μας υπαρξιακά φορτία. Έτσι, αυτό που στην αμερικανική σκέψη είναι τραγική πάλη, στη δική μας πρόσληψη διατρέχει τον κίνδυνο να περάσει σχεδόν αδιάφορο· όχι από έλλειψη καλλιτεχνικής αξίας, αλλά από πολιτισμική ασυμμετρία. 

Η ιδέα μιας πιο “ελληνικής” διασκευής θα αλλοίωνε τη φυσιογνωμία του έργου, θα αφαιρούσε το ίδιο του το DNA. Κι έτσι μένουμε μπροστά σε ένα κείμενο που, παρά το βάθος και τη γλωσσική του οξύτητα, μοιάζει να ακουμπά τον θεατή χωρίς ποτέ να τον διαπερνά. Ένα θέατρο που ζητά από εμάς να συγκινηθούμε από ξένες ενοχές, ξένες θεολογικές αγωνίες και ξένους πολιτισμικούς φόβους. Η απόσταση αυτή, τελικά, γίνεται και το μεγαλύτερο εμπόδιο της παράστασης: δεν μπορεί να καρποφορήσει εκεί όπου το έδαφος δεν είναι δικό της. 

Κι όμως, εκεί που το έργο δυσκολεύεται να ριζώσει στο ελληνικό έδαφος, οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών λειτουργούν σαν αναπάντεχη διάνοιξη. Ο Ζερόμ Καλούτα, με μια ερμηνευτική ένταση που διατρέχει κάθε του κίνηση και με μια ειλικρίνεια σχεδόν σωματική, αποδίδει στον Μαύρο εκείνη τη θερμή, ανθρώπινη επιφάνεια που χρειάζεται ο ρόλος: το χιούμορ, την τρυφερότητα, τη στοχαστική απορία, την αθώα αλλά βαθιά πίστη. Δεν υπερβάλλει· αντίθετα, αφήνει την εσωτερική του παρόρμηση να διαχύνεται σαν ήπιος παλμός, κρατώντας τον θεατή διαρκώς «δεμένο» στην παρουσία του. 

Από την άλλη, ο Αντώνης Καφετζόπουλος δίνει στον White μια ασύλληπτη ερμηνευτική δύναμη. Η ορθολογική ψυχρότητα, η διανοητική κόπωση, η λεπτή ειρωνεία, η βαθιά μελαγχολία — όλα συγκροτούν ένα πορτρέτο ανθρώπου που βρίσκεται στο χείλος του κενού. Η ερμηνεία του δεν αποζητά συγκίνηση· ζητά από τον θεατή να παρακολουθήσει έναν νου που καταρρέει με το ίδιο πάθος που άλλοτε στήριζε τον κόσμο του. Και αυτό το κάνει με τεχνική ακρίβεια, με πλήρη έλεγχο του ρυθμού και με μια σχεδόν υποδόρια αυτοσαρκαστική διάθεση, που δίνει στον χαρακτήρα βάθος, όχι στόμφο. 

Μαζί, οι δύο τους προσφέρουν ένα ερμηνευτικό δίπολο αψεγάδιαστο. Εκεί όπου το κοινό, κατά τη δική μου κρίση, δυσκολεύεται να συνδεθεί με το θεολογικό και πολιτισμικό βάθος του έργου, οι ερμηνείες καλύπτουν το χάσμα. Μετατρέπουν μια δραματουργία ξένη σε μια εμπειρία ζωντανή. Δίνουν σάρκα σε έναν διάλογο που αλλιώς θα έμενε διανοητικός. Και κυρίως, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή σε μια παράσταση απολύτως διαλογική. 

Σκηνογραφικά, το έργο υπηρετείται από μια λιτή, σχεδόν ασκητική προσέγγιση του Γιώργου Χατζηνικολάου. Ο χώρος απογυμνώνεται από κάθε περιττή αναφορά· δεν επιχειρεί να «σχολιάσει», ούτε να εισαγάγει συμβολισμούς. Αντίθετα, αφήνεται στην απλότητα του να δημιουργήσει το αισθητικό πλαίσιο της παράστασης.  

Η σκηνοθεσία του Αντώνη Καφετζόπουλου κινείται σε αυστηρά νατουραλιστική γραμμή. Τόσο αυστηρή, που σε στιγμές αναρωτιέσαι αν αυτό που παρακολουθείς είναι υποκριτική αναπαράσταση ή ένας πραγματικός καθηγητής που εκθέτει το μέσα του χωρίς μεσολάβηση. Η ακινησία, οι παύσεις, η χαμηλόφωνη ένταση, οι μικρές εκρήξεις ορθολογικού θυμού: όλα συνθέτουν μια αφήγηση που βασίζεται όχι σε «σκηνικά ευρήματα», αλλά στην αλήθεια του προσώπου. Ο Καφετζόπουλος, ως σκηνοθέτης και ηθοποιός ταυτόχρονα, φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος το υλικό και επιλέγει να το αφήσει να αναπνεύσει μόνο του, χωρίς διακοσμητική ή φορμαλιστική παρέμβαση. 

Συμπερασματικά, η παράσταση αποτελεί μια υψηλών προδιαγραφών καλλιτεχνική προσπάθεια. Η μετάφραση, η ερμηνευτική δεινότητα, η σκηνοθετική πειθαρχία και η σκηνογραφική λιτότητα ενώνονται για να υπηρετήσουν ένα κείμενο που, από μόνο του, απαιτεί θάρρος για να μεταφερθεί στη σκηνή. Κι όμως, όσο και αν οι συντελεστές υπηρέτησαν με αφοσίωση και ακρίβεια τη σύλληψη του McCarthy, το τελικό αποτύπωμα μοιάζει να αφήνει στοχαστικά αδιάφορους τους περισσότερους Έλληνες θεατές. Όχι επειδή τα μηνύματα του έργου στερούνται βαρύτητας· ούτε επειδή η παράσταση αδυνατεί να τα αναδείξει. Αλλά γιατί τα βιώματά μας, οι ηθικές μας ενοχές και η θεολογική μας αφετηρία δεν υπήρξαν ποτέ εκείνα που γέννησαν τον κόσμο του McCarthy. 

Το Άσπρο-Μαύρο είναι ένα έργο που ζητά να αναγνωρίσουμε ως δικά μας τα τραύματα μιας άλλης κοινωνίας. Και εκεί, μέσα σε αυτή τη σιωπηλή απόσταση, χάνεται η οικουμενικότητα που θα μπορούσε να το κάνει δικό μας. 

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ