Κριτική για την παράσταση "Η αναρχική"

Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς 

Η «Αναρχική» του David Mamet παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2012 στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης και πυροδότησε αμφιλεγόμενες αντιδράσεις. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τα πραγματικά γεγονότα που έπληξαν την Αμερική τη δεκαετία του ’70, με την δράση της επαναστατικής οργάνωσης Weather Underground και την ληστεία του Brink, η οποία κατέληξε στον θάνατο δύο αστυνομικών. Το έργο του, αντιπαραβάλλει δύο γυναίκες (την Άνν και την Κάθι) -σύμβολα δύο εκ διαμέτρου αντίθετων ιδεολογιών. Η Κάθι ως μέλος ενός ριζοσπαστικού κινήματος έχει διαπράξει ένα πολιτικά φορτισμένο έγκλημα και η Ανν ως αντιπρόσωπος της πολιτείας, οφείλει να αξιολογήσει την αυθεντικότητα της μεταμέλειας της κατηγορουμένης. Έχοντας ήδη εκτίσει τριανταπέντε χρόνια από την ποινή ισόβιας κάθειρξης στην οποία είχε καταδικαστεί, η Κάθι αιτείται την απελευθέρωσή της και για τον σκοπό αυτό συναντά για ύστατη φορά την Ανν, η οποία είναι η μόνη που μπορεί εκδώσει την απόφαση της αποφυλάκισής της.

Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φαχούρι και Όλγας Καπαγιορίδου -οι οποίες αποτελούν και την ερμηνευτική ομάδα- και στο Θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη στις 21 και 22 Μαρτίου. Οι προβληματισμοί μου σχετικά με την παράσταση εντοπίστηκαν αρχικά στη μετάφραση του κειμένου, τόσο στο νόημα όσο και στο περιεχόμενο αυτού (Μαριλού Ταμβάκη). Η πυκνότητα του λόγου που αφορούσε θέματα της εξουσίας, της βίας, της θρησκείας πολλές φορές υπερέβαινε τα όρια και κατέληγε σε ιδεολογικά κηρύγματα με εξαιρετικά επιτηδευμένο ύφος και φιλολογικό φόρτο που δυσχέρανε και εν τέλει υστέρησε ως σκηνική μεταφορά κατά την θεατρική απόδοση. Η εσωτερική οργάνωση και απόδοση του μεταφρασμένου κειμένου από τις ηθοποιούς -σε συνδυασμό με την σκηνική οικονομία- έδωσε την εντύπωση ότι έλαβε περισσότερο διαστάσεις απομνημόνευσης παρά επιτελεστικότητας.

Ένα από τα βασικά δεδομένα του θεάτρου είναι ο κανόνας των τριών ενοτήτων, της πράξης, του τόπου και του χρόνου καθώς εξασφαλίζουν τον δεσμό ανάμεσα στη δράση και τη συγκέντρωση γύρω από στενά τοπικά και τοπικά και χρονικά όρια. Εδώ παρατηρήθηκε διάσπαση της χωροχρονικής ενότητας. Σε ένα λιτό σκηνικό που παρέπεμπε σε δωμάτιο ανάκρισης, με ένα μεγάλο τραπέζι και μια τεράστια λάμπα ανάκρισης να αιωρείται από πάνω του εκτυλίχθηκε η δράση. Η χωρικότητα μιας παράστασης προκύπτει εντός του επιτελεστικού χώρου και από αυτόν εκλαμβάνεται στο πλαίσιο των συνθηκών που αυτός θέτει. Δυστυχώς όμως παρά τη χρήση των περιορισμένων σκηνικών μέσων και των κειμενικών αναφορών/ συμφραζομένων η ατμόσφαιρα παρέμεινε εν μέρει ατοπική, καθώς οι ατμόσφαιρες που ορίστηκαν δεν άγγιξαν την παρουσία των ηθοποιών, των περιβαλλόντων αλλά και των εκτάσεων τους.

Η σκηνοθετική προσέγγιση, όπως οι ίδιες ανέφεραν, στηρίχτηκε στην μέθοδο του Nikolai Demidov, -που δεν είναι ακόμη οικεία στην χώρα μας- η οποία βασίζεται στην θεώρηση πως ο ηθοποιός δεν πρέπει να αναπαριστά αληθοφανώς τις συνθήκες του έργου, αλλά ελευθερώνοντας τις πρώτες παρορμήσεις του, να τις βιώνει επί σκηνής. Σε αυτή τη συνθήκη φυσικά θα συντελούσε η πιο ενεργή και δυναμική υποκριτική προσέγγιση από τις ηθοποιούς. Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός πως μέχρι τα μισά περίπου του έργου υπήρχε μια ασάφεια ως προς την ταυτότητα και την καθαρότητα των χαρακτήρων, δεδομένου πως δεν αναφέρθηκαν τα ονόματά τους, ενώ προς το τέλος υπήρχε συχνή επανάληψη αυτών.

Οι θεατρικές μορφές καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου πρέπει να εξελίσσονται και κάθε νέα μορφή να προπορεύεται από την προηγούμενη, κάτι που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε. Η Κατερίνα Φαχούρι δεν έπεισε με την ερμηνεία της ως Κάθι. Η ηθοποιός δεν διείσδυσε στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, αλλά παρέμεινε σε μια επιδερμική προσέγγιση, χωρίς να αποδώσει την ένταση, τον θυμό, την αγανάκτηση και την οργή αυτής της γυναίκας έναντι του κράτους και της εξουσίας ούτε καν στα σημεία που το ίδιο το κείμενο το απαιτούσε μέσω τον συναισθηματικά αλλά και ιδεολογικά φορτισμένων λέξεων. Επίσης υπήρχε έντονη αντίθεση/ αστοχία ως προς την συνολική δόμηση του χαρακτήρα καθώς η εξωτερική θεατρική σκευή της αντιπαραβάλλονταν με τη πραγματική νεανική ηλικία της ηθοποιού: η καταπόνηση και η εξαθλίωση που βίωνε η ηρωίδα όλα αυτά τα χρόνια στη φυλακή και το πέρασμα των ετών από πάνω της οπτικοποιήθηκε φαινομενολογικά μονάχα, με το γκριζάρισμα των μαλλιών της, ενώ ερμηνευτικά και κινησιολογικά παρέπεμπαν σε ένα πιο νεαρό άτομο. Σε ανάλογο πλαίσιο κινήθηκε και η Όλγα Καπαγιορίδου που ενσάρκωσε την Ανν, τη επιτηρήτρια της Κάθι. Η ηθοποιός μέσω της μονότονης και νωχελικής ερμηνείας της δεν εξέλιξε τον ρόλο της αντίθετα τον άφησε στάσιμο και μετέωρο. Δεν υπήρχε ίχνος αυστηρότητας, ακαμψίας και επιβολής ως αντιπρόσωπος του κράτους στην αναρχία και την παραβατική συμπεριφορά ούτε καν στις στιγμές που η βία (Κάθι) το προκαλούσε. Η προσέγγιση του ρόλου της θεωρώ πως είχε έντονο ένα πιο αφηγηματικό και αποστασιοποιημένο ερμηνευτικό στοιχείο παρά το εσωτερικό και το εκφραστικό.

Ακόμα μια ένσταση αποτελεί η έλλειψη ηχητικότητας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης δεν υπήρχε μουσική υπόκρουση και δεδομένου πως ο ήχος αποτελεί σημαντικό δυναμικό επίδρασης κατά την γνώμη μου στέρησε από την σκηνοθεσία θεατρικότητα. Θεωρώ πως έστω μια ελάχιστη χρήση μουσικής όχι μόνο θα προσέφερε μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση του χώρου αλλά θα υποστήριζε και ερμηνευτικά τις δυο ηθοποιούς, καθώς θα ενίσχυε τις σωματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις τους.

Η γενική αίσθηση της παράστασης ήταν μία μονοτονία. Έγινε μεν μια σεβαστή απόπειρα απόδοσης των προβληματισμών αλλά λειτούργησε κάπως επιδερμικά, χωρίς να επέλθη η κορύφωση μέσω της ερμηνευτικής κλιμάκωσης. Έλειπε η ένταση που θα ενεργοποιούσε μέσω της υποκριτικής περισσότερο την πλοκή, αλλά και τη διάθεση των θεατών.