Κριτική για την παράσταση "Τo ξύπνημα της Άνοιξης"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Με το έργο "Το ξύπνημα της  Άνοιξης" του Φρανκ Βέντεκιντ, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ο Δημήτρης Καραντζάς επιχείρησε μια άλλη ανάγνωση του κειμένου του Βέντεκιντ φέρνοντας στις μέρες μας ένα κείμενο του 1891. Ο Βέντεκιντ ήταν θαυμαστής του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ. Είχε συμπαραταχθεί επίσης με τους νατουραλιστές συγγραφείς και πιο πολύ με το σύγχρονό του «ηγέτη» της νατουραλιστικής σχολής στη Γερμανία, το μεγάλο θεατράνθρωπο Γκέρχαρτ Χάουπτμαν (1862 - 1946).

Αμοραλισμός, άκρατος αισθησιασμός, ελευθεροστομία, ομοφυλοφιλικές σχέσεις, σεξουαλικές φαντασιώσεις, προπαγάνδα του ελεύθερου έρωτα, αλλά και νατουραλιστική ειλικρίνεια για τη σεξουαλικότητα και την «τυραννία του σεξ», βασιλεύουν στα έργα του Βέντεκιντ. Έχει δίκαια αναγνωρισθεί ως ιδεολόγος του εξπρεσιονισμού και προάγγελος του Θεάτρου του Παράλογου.

Ψυχαναλυτικά ερωτευόμαστε κάποιον όχι για εκείνο που είναι αλλά για εκείνο που καθρεφτίζουμε επάνω του. Στο έργο συνευρίσκονται από ανάγκη φυσική και φυσιολογική, όχι ορμώμενοι ή εμπνεόμενοι από κάποιο ισχυρό συναίσθημα.

Ο Βέντεκιντ άρχισε τη θεατρική σταδιοδρομία του το 1890, με το εικονοκλαστικό και αισθησιακό έργο του «Το Ξύπνημα της Άνοιξης », όπου περιγράφει τις ερωτικές ανησυχίες των νέων. Εκδίδεται ένα χρόνο αργότερα  και έχει ως θέμα το σεξουαλικό ξύπνημα στα χρόνια της εφηβείας και προαναγγέλλει τις ψυχαναλυτικές ιδέες του Σίγκμουντ Φρόυντ στο θέατρο.

Η  μάνα (Μαρία Σκουλά) με αυστηρή ενδυματολογικά περιβολή, ντύνει τα κορίτσια και τα αγόρια με ιδιαιτέρως συντηρητικά ρούχα, μακριές φούστες τα κορίτσια και ασφυκτικά κουμπωμένα πουκάμισα όπως και τα αγόρια αντίστοιχα με παντελόνι.

Έκδηλη η προσπάθεια της μάνας να αποκρύψει τα μυστικά του έρωτα από τους εφήβους καθιστώντας απαγορευμένη και ταμπού τη γενετήσια πράξη, θεωρώντας τη αμαρτία και ανόσια κουβέντα. Η Μαρία Σκουλά έχει το αυστηρό εκείνο ύφος που της επιτρέπει να υπηρετήσει αυτό τον άχαρο ρόλο της «παιδονόμου». Ωραίο το εύρημα της χορωδίας, και της αρχής της ερμηνείας του πολυφωνικού χωρίς λόγια, τραγουδιού με μόνο το νεύμα της μάνας.

Η μια κοπέλα αντιστέκεται αρνούμενη να φορέσει τη μακριά φούστα. Αντιθέτως λέει ότι είναι μόνο 15 χρονών και ότι αυτή η φούστα δεν είναι για την ηλικία της. Επιπλέον δηλώνει εναντιωμένη στον άκρατο συντηρητισμό και στην προσπάθεια της μάνας να τιθασεύσει τις ορμές της Άνοιξης και της Νιότης, λέγοντας ακόμη ότι « θα φροντίσει τα δικά της παιδιά να μεγαλώσουν σαν τα αγριόχορτα στον κήπο τους».

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον σκηνικό της Άρτεμις Φλέσσα με χλόη, αγριόχορτα και λουλούδια, με ανεμιστήρες και φωτισμό, έχει επιτευχθεί η προσομοίωση του ανοιξιάτικου εκείνου τοπίου, του μέρους της άνθισης των πρώτων ερώτων,  ενός χώρου ευτυχίας και προσωπικής επιβεβαίωσης.

Νέοι και νέες συνευρίσκονται, ή αυτοϊκανοποιούνται σε ένα περιβάλλον φυσικό, μιας και όλα εντάσσονται στη φύση.

Η μάνα δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη να αποκαλύψει στην κόρη της τη διαδικασία με την οποία γίνονται τα παιδιά. Με τα πολλά της λέει ότι όταν αγαπήσει και παντρευτεί και μόνο τότε θα γίνει ό, τι είναι να συμβεί.

Ωστόσο η εφηβεία είναι μια “δεύτερη γέννηση”. Ο έφηβος βλέπει το σώμα του να αλλάζει και να ξυπνά και αυτό δεν ελέγχεται όπως και η Άνοιξη δεν τιθασεύεται αλλά επέρχεται φυσιολογικά μέσα στο χρόνο. Οι νέοι έχουν δικό τους ρυθμό σε αυτή την ηλικία και μια ιδιαίτερη, δική τους συνεννόηση και αυτό δεν προσβάλλεται, ούτε ποδοπατείται καθώς είναι μια φυσιολογική εξέλιξη, κάτι που γίνεται απολύτως κατανοητό. Αδιανόητα στενοκέφαλο πια να αποκρύψει κάποιος από τους εφήβους κάτι τόσο ουσιώδες και μάλιστα κάτι τόσο φυσιολογικό, που οι ίδιοι βιώνουν στο κορμί τους.

Η ιστορία των LGBT ή των LGBTQI μπορεί κάπως να ενόχλησε αυτούς που ζούσαν ήσυχα στην καθημερινότητα και σκέφτονταν τόσα χρόνια με βάση την περιορισμένη τους ανοχή στο διαφορετικό. Εδώ η ίδια η φύση αποδέχεται τα διαφορετικά φύλα και με βάση αυτό διαρθρώνει και συντηρεί ολόκληρα είδη ζώων.  Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αγαπά και να αγαπιέται όπως εκείνος επιλέγει. Ο πειραματισμός είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό. Στην παράσταση το ζευγάρι των δυο ανδρών ενώ αναγνωριστικά, «πειραματικά» ερωτοτροπεί, λέει ο ένας στον άλλο: «μετά από χρόνια αυτό θα είναι μια ωραία ανάμνηση και θα γελάμε».

Η αποδοχή της ποικιλομορφίας είναι πια γεγονός.

Ίσως κάποτε το έργο αυτό να είχε θεωρηθεί βλάσφημο. Το 21ο αιώνα αν συγκρίνουμε το μύθο του Βέντεκιντ με ό,τι μας περιβάλλει θα δούμε την μεγάλη απόσταση που χωρίζει την μια εποχή με την άλλη. Ο Μόριτς δε θα πέθαινε σήμερα. Ο φίλος του Μέλχιορ έχει περισσότερες γνώσεις περί «γονιμοποίησης», όμως με αυτές άθελα του, θα θανατώσει την κοπέλα του την Βέντλα, που πίστευε ότι το παιδί της αδελφής της γεννήθηκε γιατί αυτή αγαπούσε πολύ και φιλούσε τον άντρα της. Για τον Μέλχιορ όλα είναι συμφέρον και εγωισμός.

Εξαιρετική η Μαρία Σκουλά στο ρόλο της μάνας, ακόμα και σε εκείνες τις λεπτομέρειες όπως για παράδειγμα εκεί που βλέποντας τη συνεύρεση των νέων της ξεφεύγει ένα φιλήδονο βλέμμα, όπως επίσης οι μεταπτώσεις της και οι εμμονές της είναι διακριτές και εκείνη πάντα αγέρωχη. Ωραίες και οι εικόνες πάνω στο χορταριασμένο εκείνο πλαίσιο της αγνότητας, από όλους τους ηθοποιούς στους ρόλους της Κυρίας Μπέργκμαν (Μαρία Σκουλά), της Βέντλα( Νάνσυ Σιδέρη), του Μέλχιορ (Γιώργος Δικαίος), του Μόριτς (Βαγγέλης Αμπατζής), της Ίλζε (Ασημίνα Αναστασοπούλου) , της Μάρθας (Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή) , του Έρνστ (Αναστάσης Λαουλάκος), του Χανς (Μάνος Πετράκης). Οι νέοι απέδωσαν τη ρομαντική εκείνη διάθεση να ανακαλύψουν τον κόσμο, ανατρέποντας τα καθιερωμένα μέσα από μια αναζήτηση δίπλα στη φύση και τους φυσικούς νόμους.

Στην εποχή μας είναι όλα χιλιοειπωμένα και ίσως πιο αποδεκτά πια. Φάνηκε ο μεγάλος κόπος των ηθοποιών, που υπηρέτησαν μια σκηνοθετική οδηγία του Δημήτρη Καραντζά, με εμφανή τάση να προσομοιάσει στον προκλητικό Yan Fabre. Τα κείμενα - εφαλτήρια του Fabre είναι πολύ διαφορετικά και ο προβληματισμός του δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την προκλητικότητά τους. Εδώ σε ένα κοινό επαρκώς κατατοπισμένο και ευαισθητοποιημένο με τέτοια θέματα ήταν μια επανάληψη που μάλλον κούρασε.

Ωραία τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, καθώς και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ