Το Τρίτο Στεφάνι

Αρχείο Παίχτηκε από 08/10/2021 έως 06/01/2022
στο Παλλάς
Συγγραφέας: Κώστας Ταχτσής
Διασκευή: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Μανουσάκης
Σκηνοθέτης: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνογραφία: Πάρις Μέξης
Κοστούμια: Claire Bracewell
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Μουσική σύνθεση: Μίνως Μάτσας
Κίνηση: Κική Μπάκα
Ερμηνεύουν: Κώστας Ανταλόπουλος, Ειρήνη Βαλατσού, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Δανάη Επιθυμιάδη, Μαρία Καβογιάννη, Δημήτρης Καραβιώτης, Σύρμω Κεκέ, Μαρία Κίτσου, Τάσος Λέκκας, Ορνέλα Λούτη, Γιώργος Μακρής, Δημήτρης Μανδρινός, Στάθης Μαντζώρος, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Γιώργος Νούσης, Ελευθερία Παγκάλου, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Ελίζα Σκολίδη, Μενέλαος Χαζαράκης, Γιώργος Ψυχογυιός

Περιγραφή

«Το Τρίτο Στεφάνι», η μεγαλύτερη παραγωγή που γεννήθηκε μέσα στην πανδημία και πρόλαβε να παρουσιαστεί μόνο για 13 sold-out παραστάσεις στο Θέατρο Παλλάς. Η πιο πετυχημένη online streaming παράσταση που ταξίδεψε διαδικτυακά σε 23.000 σπίτια, σε 52 χώρες και 5 ηπείρους, συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία της για 2η χρονιά, αυτή τη φορά στον φυσικό της χώρο, το Θέατρο Παλλάς, κάνοντας πρεμιέρα την Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021.

Περισσότερα

Το Θέατρο Παλλάς, μέχρι νεωτέρας, θα λειτουργήσει αμιγώς ως χώρος υποδοχής πολιτών που έχουν εμβολιαστεί πλήρως και με τις δύο δόσεις του εμβολίου κατά του COVID-19, ή έχουν νοήσει εντός του τελευταίου εξαμήνου. Κατά την είσοδο των θεατών στο χώρο, θα γίνεται έλεγχος των απαραίτητων πιστοποιητικών, όπως αυτός θα οριστεί από την κυβέρνηση.

Οι κάτοχοι εισιτηρίων για παραστάσεις που αναβλήθηκαν λόγω κορονοϊού, μπορούν να επικοινωνούν μαζί μας για την μεταφορά των εισιτηρίων τους στις νέες παραστάσεις, είτε στο tickets@theatrikesskines.gr αναφέροντας ονοματεπώνυμο, τηλέφωνο, παλαιό αριθμό κράτησης & νέες επιθυμητές θέσεις (παρακαλούμε για τις διαθέσιμες θέσεις στις νέες παραστάσεις, συμβουλευτείτε το viva.gr), είτε στα ταμεία του θεάτρου Παλλάς, μετά τις 15 Σεπτεμβρίου.

Το μυθιστόρημα–σταθμός του Ταχτσή, από τα πλέον αγαπημένα του ελληνικού κοινού διαχρονικά, που στο παρελθόν έγινε σήριαλ από τον Γιάννη Δαλιανίδη και αποτέλεσε υλικό για πολύ επιτυχημένες παραστάσεις σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και Θανάση Παπαγεωργίου, είναι μια κατάθεση μνήμης όπου μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων περνάει ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Όχι με διάθεση διδακτική, αλλά μ ένα σπάνιο χιούμορ που αναδεικνύει καίρια όλα εκείνα για τα οποία αξίζει να παλεύει κανείς στη ζωή.

Κι όπως λέει και ο Κώστας Ταχτσής στο Τρίτο Στεφάνι:
“Η ζωή είναι στρόβιλος. Ευτυχία είναι να αγαπάς το στρόβιλο”.

Το μυθιστόρημα–σταθμός του Ταχτσή, από τα πλέον αγαπημένα του ελληνικού κοινού διαχρονικά, που στο παρελθόν έγινε σήριαλ από τον Γιάννη Δαλιανίδη και αποτέλεσε υλικό για πολύ επιτυχημένες παραστάσεις σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και Θανάση Παπαγεωργίου, είναι μια κατάθεση μνήμης όπου μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων περνάει ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Όχι με διάθεση διδακτική, αλλά μ᾽ ένα σπάνιο χιούμορ που αναδεικνύει καίρια όλα εκείνα για τα οποία αξίζει να παλεύει κανείς στη ζωή.

Αυτό που μαγνητίζει σήμερα στο «Τρίτο Στεφάνι», κι αυτό που την ίδια στιγμή του χαρίζει τη διαχρονική του γοητεία, είναι μια ανελέητη κατάφαση στη ζωή. Τα πρόσωπα αυτού του δράματος, οι «ατσάλινοι» άνθρωποι μιας άλλης εποχής, σχεδόν σαν Παπαδιαμαντικοί ήρωες, υποφέρουν, απελπίζονται, κλαίνε γοερά, ματώνουν, αλλά ποτέ δε χάνουν πραγματικά την πίστη τους στη ζωή, σ᾽ αυτό που φέρνει το αύριο. Γελάνε δυνατά και λαγαρά μπροστά σε κάθε δυσκολία, και μας δείχνουν το δρόμο. Γι’ αυτούς ακριβώς του λόγους, το «Στεφάνι», που τόσο ανθίσταται στην ηθογράφηση και τόσο αναδεικνύει τον ρεαλισμό, είναι μια υπόθεση ανθρώπων που δεν παύουν ποτέ να είναι νέοι. Τότε και σήμερα.

Ένα γνήσια ρωμαίικο ψηφιδωτό συναισθημάτων, το «Τρίτο Στεφάνι» εμπεριέχει όλη την πλούσια Ελληνικότητα που με τόσο πάθος αναζήτησαν και ανέδειξαν δημιουργοί όπως ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις, και μας θυμίζει με τον πιο καθαρό τρόπο πόσο οι μετόπες του Παρθενώνα, τα βυζαντινά τέμπλα, και τα σύγχρονα μνημεία όπως ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη ή το μέγαρο της Ακαδημίας στο κέντρο της Αθήνας, είναι όλα κομμάτια μιας συνεχούς ροής, μιας ψυχικής εποχής στο γαλανό ταξίδι των Ελλήνων προς την ίδια τη ζωή. Η Εκάβη και η Νίνα αγαπιούνται, ψυχραίνονται, μιλούν ακατάπαυστα, και σιωπούν μόνο μπροστά σ᾽ αυτό που τις υπερβαίνει, που όλους μας υπερβαίνει, και κουβαλούν πάντα το όμορφο και παράξενο φορτίο της πατρίδας που τις γέννησε, όπως το «μυθολόγησε» ο Ελύτης:

«Όμορφη και παράξενη πατρίδα / Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα / Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά / Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά / Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται / Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται [...]»

Το 2009, ο Μένης Κουμανταρέας γράφει για τον Ταχτσή:

«Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. «Που να μη λειώσουν τα κόκαλά σου!», «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου!», «Αχ, βρε κερατά θεέ», «Δεν έχεις πια καθόλου τσίπα επάνω σου;», «Σσσ κι οι τοίχοι έχουν αφτιά!», «Μύγα τσετσέ σ’ έχει τσιμπήσει, κακό χρόνο να ’χεις;», «Σκάσε κτήνος» και άλλα πολλά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα αλλά και το ταλέντο να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. […] Όταν κάποτε ρώτησα τον Ταχτσή γιατί δεν γράφει ένα νέο μυθιστόρημα, εφόσον όλοι ασχολούνται με το «Τρίτο Στεφάνι» και κινδύνευε να χαρακτηριστεί συγγραφέας του ενός βιβλίου, εκείνος με κοίταξε λυπημένα: «Τρέμω να ξαναπεράσω αυτά που πέρασα με το Τρίτο στεφάνι. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι μου κόστισε αυτό το βιβλίο. Το έχω πληρώσει με τη μισή μου ζωή». […]

Μέσα από την κοινότοπη ιστορία δύο γυναικών, οι οποίες κινούν τα νήματα της μοίρας των αρσενικών, δίνει έναν πίνακα της μεταπολεμικής κοινωνίας με φλας μπακ στην εποχή των Βαλκανικών, της Μικρασίας και άμεσες αναφορές στην εποχή του Μεταξά, την Κατοχή, εστιάζοντας στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό τοπίο. Τα ιστορικά γεγονότα περνάνε μέσα από τη ζωή των ηρώων του κατορθώνοντας να απογειώσουν τη ζωή αυτή σε συλλογικό δράμα. […]

Εδώ έχουμε να κάνουμε με το έπος της ανερχόμενης τάξης, αυτής που αργότερα βαφτίστηκε με το επίθετο «μικροαστική». […] O ευαίσθητος αναγνώστης, τα «παιδιά τα φανατικά για γράμματα», όσοι νέοι αναγνώστες προστεθούν, θα εκτιμήσουν τις περιπέτειες της Εκάβης και της Νίνας, αλλά και τη συλλογική περιπέτεια του ρωμαίικου, που προβάλλεται στο βάθος […]. Το Τρίτο στεφάνι θα τους αποκαλύψει από πού ξεκίνησαν οι Εκάβες και οι Νίνες. Θα τους δείξει ποια είναι η ζωή μας σήμερα και γιατί είναι αυτή και όχι άλλη. […]»

Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστίνα Ματθαίου
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Παραγωγή: Θεατρικές Σκηνές

Φωτογραφίες

Βίντεο

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από τον Ιωάννη Λάζιο

    Η πανδημία κατά κάποιο τρόπο απενεργοποίησε τον μηχανισμό του θεάματος και έπληξε -ελπίζουμε όλοι, όχι ανεπανόρθωτα- το χώρο του θεάτρου, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο τομέα της κοινωνίας μας. Παραστάσεις ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της νόσου. Και όταν το κύμα κόπασε, δημιουργοί και συντελεστές, σήκωσαν τα μανίκια τους και δούλεψαν πυρετωδώς, για να είναι έτοιμοι, για τη νέα σεζόν. Που να ήξεραν ότι θα είχαμε και δεύτερο κύμα του κοροναϊού, χειρότερο από το πρώτο… Όμως, σε κάθε δυσκολία, οι καλλιτέχνες βρίσκουν - ευτυχώς για εμάς- τρόπους και προσαρμόζονται. Κάπως έτσι, στη φαρέτρα του θεάτρου προστέθηκε το διαδίκτυο, ακόμα και κάτω από αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες της αποξένωσης, της απομόνωσης και του αιφνίδιου θανάτου των κοντινών και λιγότερο κοντινών προσώπων μας, δίνοντάς μας ένα παράθυρο παρηγοριάς και ελπίδας, καλλιτεχνικής διαφυγής. Τέτοιο παράθυρο, ιδιαίτερα ζωογόνο και ελπιδοφόρο, εξαιτίας της υπέροχης καλλιτεχνίας και υψηλής αισθητικής αποτέλεσε/αποτελεί η παράσταση το «Το Τρίτο Στεφάνι».

    Το διασκευασμένο δημοφιλές μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του εβδομήντα, με πρωταγωνίστριες/αφηγήτριες τις δύο γυναίκες, Νίνα και Εκάβη, και μας μεταφέρει με πιστότητα στην εποχή των ηρωίδων, ζωντανεύει στο θέατρο από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και τον Νίκο Μανουσάκη. Η διασκευή διέσωσε όλα εκείνα τα στοιχεία, που αναδεικνύουν τον εσωτερικό ψυχισμό των ηρωίδων, αφαιρώντας την εμμονή του Ταχτσή, με τις «ασήμαντες» λεπτομέρειες και αναφορές στα ελαττώματά τους. Διατηρήθηκαν τα κομβικά σημεία της ζωής της Νίνας και της Εκάβης, αν και σε πολλά σημεία, ναι μεν ήταν φανερή η δράση, αλλά δεν στηριζόταν επαρκώς το «αίτιο», που οδηγούσε τις ηρωίδες να δράσουν, με αποτέλεσμα αρκετά ερωτηματικά ανά στιγμές. Ωστόσο, θα ήταν ανοησία να μείνουμε σ’αυτό, καθότι η ταχεία ροή του έργου, σε συνδυασμό με το ύφος του συγγραφέα, γέννησε ένα γνήσιο θεατρικό έργο.

    Τώρα περί της σκηνοθεσίας. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, μαζί με τη βοήθεια της θεατρολόγου Χριστίνας Ματθαίου «έχτισαν» μια υπέροχη παράσταση. Δομημένη, με ρυθμό εμφανή σε κάθε στιγμή, με ταχεία εξέλιξη και σκηνοθετικά ανάλαφρο έργο. Μου έδωσε την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να δώσει κατευθύνσεις στους ηθοποιούς. Τους παρείχε ένα ασφαλές δημιουργικό περιβάλλον, όπου μπόρεσαν να αναπτύξουν, οι ηθοποιοί, το ρόλο τους ελεύθερα και να ρισκάρουν. «Έφτιαξε το ρόλο στα μέτρα του ηθοποιού» που θα έλεγε ο John Boorman.

    Όλα αυτά, τοποθετημένα στο απόλυτα λειτουργικό σκηνικό, του Πάρη Μέξη. Αν και πολυεπίπεδο, έδινε την αίσθηση ενός ενιαίου συμπαγούς συνόλου. Τόση πληροφορία, πολύτιμη στην εξέλιξη του έργου. Λεπτομέρειες που αφαιρέθηκαν από το λόγο, δίνοντας χώρο στην πράξη, πραγματωθήκαν στο σκηνικό, με τη μορφή λάμπας, κομοδίνου, σκάλας και τόσων άλλων μικροπραγμάτων. Το σκηνικό είναι τόσο εξαιρετικό, που μου θύμισε μεγάλες παραγωγές, στα μεγαλύτερα θέατρα του Λονδίνου. Προοπτική και εναλλαγές, που ορίζονται από την οπτική γωνία. Το σκηνικό περιστρέφεται και ενώ αλλάζει η οπτική γωνία, μια άλλη αίσθηση χώρου δημιουργείται. Συγχαρητήρια στον δημιουργό, που υπό τις ακραίες συνθήκες και τα πενιχρά μέσα, παρήγαγε ένα τόσο άρτιο αποτέλεσμα. Βέβαια τι θα ήταν όλα αυτά δίχως τους φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου; Φωτισμοί καίριοι που μεταβάλλονται, καθώς μεταβάλλεται η «ψυχοσύνθεση» του έργου.

    Τώρα για τα κοστούμια ίσως η λέξη που ταιριάζει είναι: σύγχρονα! Όχι, με τη δική μας εποχή, αλλά μ’ αυτή του έργου. Ταίριαζαν στην εποχή, που τοποθετείται το έργο και ειλικρινά ήταν απόλυτα εναρμονισμένα με την σκηνογραφία και σκηνοθεσία του. Τι ωραία κοστούμια. Ρούχα καθημερινά… μιας άλλης εποχής. Ακόμη και το «θορυβώδες» κίτρινο φόρεμα της Μαρίας Κίτσου, είναι μια αυτοτελής πρόταση. Με το έντονο χρώμα του, ορίζει τη θέση της πρωταγωνίστριας ανά πάσα στιγμή, στο χαώδες μικρόκοσμο του σκηνικού.

    Αλλά πέρα από αυτό αν ανατρέξουμε στη ψυχολογία των χρωμάτων, θα δούμε ότι το κίτρινο εκφράζει την ευτυχία (τι ειρωνεία!), αλλά και το άγχος και τον κίνδυνο.
    Επί των ερμηνειών, δεν έχω να πω πολλά. Οι ηθοποιοί συντονισμένοι και διασυνδεμένοι, κατέθεσαν την προσωπική τους αλήθεια, δάκρυα και ιδρώτα, οδηγώντας μας στην κάθαρση. Όλοι οι ηθοποιοί από τη θέση τους και το ρόλο τους, προσέδωσαν στην παράσταση, τα μέγιστα. Ήταν ένα υπερθέαμα αρμονίας, να βλέπεις τόσους πολλούς ηθοποιούς, να ενώνονται και να γίνονται ένα. Ως εκ τούτου, αξίζουν συγχαρητήρια στον Κώστα Ανταλόπουλο, Δημήτρη Καραβιώτη, Μενέλαο Χαζαράκη, στον συγκινητικό Γιώργο Ψυχογυιό, στον κωμικά εύστοχο Στάθη Μαντζώρο, Γιώργο Μακρή, Ορνέλα Λούτη, στην Αλεξάνδρα Παντελάκη, στον Τάσο Λέκκα, στην εξαιρετική Καλλιρρόη Μυριαγκού, Συρμώ Κεκέ, Ειρήνη Βαλατσού, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Δανάη Επιθυμιάδη, Δημήτρη Μανδρινό, Γιώργο Νούση και Ελευθερία Παγκάλου.

    Ωστόσο, οι ερμηνείες της Μαρίας Κίτσου και της Μαρίας Καβογιάννη, στο ρόλο της Νίνας και της Εκάβης αντίστοιχα ήταν καθηλωτικές. Από τη μια η Μαρία Κίτσου, τη μια στιγμή ήταν ευαίσθητη, εύθραυστη και τόσο στερεοτυπικά θηλυκή και ξαφνικά μεταμορφωνόταν σε μια υπερήφανη, ελεύθερη γυναίκα. Αυτό που, ίσως, έλειπε από την πλούσια εκφραστική παλέτα της, να είναι η συντριβή. Δε θύμιζε, μια διαλυμένη, πονεμένη γυναίκα, αλλά μάλλον μια γυναίκα που επέζησε από κάθε δυσκολία. Ίσως και αυτή να είναι η σκοπιμότητα του σκηνοθέτη. Ό,τι και να συμβεί, η Νίνα θα σταθεί ξανά στα πόδια της.

    Τώρα για τη Μαρία Καβογιάννη, τι να πεις; Είναι τόσο συμπαθής, που «πεθαίνεις»… Ενώ ο χαρακτήρας στο βιβλίο του Ταχτσή, μας δημιουργεί, ένα περίπλοκο συναίσθημα, περισσότερο αποστροφής και ευθύνης των συμφορών, στην παράσταση δε συνέβη. Πώς να αποστραφείς αυτή τη μεγάλη κυρία του θεάτρου; Το κοινό την λατρεύει και ό,τι και να κάνει της συμπαραστέκεται. Ακόμα και όταν εισβάλει αδιάκριτα στο δωμάτιο του γιού της και ξυλοφορτώνεται από αυτόν, κανείς δε σκέφτεται «μα και αυτή, πώς εισβάλει έτσι;». Όχι! Όλοι παίρνουν το μέρος της και έτσι σκιαγραφείται η μοναδική της αδυναμία: να γίνει αντιπαθής. Μα πώς θα γίνει αυτό, αφού στο τέλος, πείθει και τους πιο αισιόδοξους, ότι η ζωή είναι στρόβιλος και ευτυχία είναι να μάθεις, ν’ αγαπάς, αυτόν ακριβώς τον στρόβιλο;

    Δυστυχώς, εξαιτίας της γλυκύτητας της ιδίας, αποδυναμώνεται η οιδιπόδεια σχέση της με το γιο της, εκτός της μοναδικής στιγμής που κραυγάζει: σήκωσε χέρι στη μάνα του, για μια γυναίκα!

    Η Εκάβη έχει τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τα δύο, κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση στην παράσταση: ο Δημήτρης και η Ελένη. Για τον Δημήτρη (Τάσος Λέκκας), αγαπημένο γιο της Εκάβης, μπορούμε να πούμε ότι ήταν, αρκετά «τρελός», που σ’ έπειθε γι’ αυτή του την παραφροσύνη. Για την πληγωμένη και στερημένη του ψυχή. Επίσης, ήταν αυτός που ανέδειξε περισσότερο, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, που ασφαλώς και υπάρχει, με τη μητέρα του. Για την Ελένη (Ελίζα Σκολίδη) μπορούμε να πούμε ότι, παρότι αναπαρήγαγε μια φόρμα γνώριμη από το παρελθόν, στάθηκε με αξιοπρέπεια σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.

    Ανέφερα προηγουμένως, ότι όλοι οι ηθοποιοί ήταν απόλυτα συντονισμένοι κινησιολογικά και φωνητικά εναρμονισμένοι. Για το μεν πρώτο, υπεύθυνη είναι η Κική Μπάκα, για το δε δεύτερο, η Μαρία Γράμψα. Σπουδαίες στο έργο τους, ειλικρινά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να συντονίσεις, έναν εικοσαμελή θίασο.

    Επιτέλους, ας μιλήσουμε για μουσική! Τι γοητευτική που ήταν η μουσική επένδυση, που επέλεξε ο Μίνως Μάτσας, να ντύσει τους ενδιαφέροντες στίχους της Σοφίας Καψούρου. Στίχοι που προσέδωσαν στο έργο, εκπληκτική ένταση και ζωντάνια. Ένα στιγμιαίο παρόν, τόσο δυνατό, που σε συνόδευε, όταν η παράσταση είχε πια τελειώσει. Στον απόηχο, ηχούν ακόμα στα αυτιά μου, οι φωνές των ηθοποιών που τραγουδούσαν όλοι μαζί: Αν αγαπάς το στρόβιλο, αυτό είν’ ευτυχία ! Τι ωραία θα ήταν να ακούσουμε αυτούς τους στίχους ξανά…

    Πολλοί θα αναρωτηθούν, για ποιο λόγο μετά από μια δύσκολη περίοδο για το θέατρο, επέλεξαν οι δημιουργοί ένα τέτοιο έργο; Το έργο μιλάει για μια άλλη εποχή… ίσως ξεπερασμένη και αδιάφορη για τη σημερινή συγκυρία, των συνεχών προκλήσεων. Η απάντηση θα δοθεί αμέσως μόλις ξεκινήσει το έργο και ξεδιπλωθεί η σκηνοθετική ματιά του Μαρκουλάκη. Νοσταλγική, αλλά συνάμα διαισθητική, που αφενός παρουσιάζει με ρομαντική αθωότητα το παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα το καυτηριάζει, αποκαλύπτοντας, όλες τις πλευρές των Ελλήνων. Αν το καλοσκεφτούμε, η πανδημία ανέσυρε στην επιφάνεια τεράστια πολιτισμικά ζητήματα και κάθε φορά που οι κοινωνίες αναθεωρούν, οφείλουν πρωτίστως να ορίσουν μια κοινή ταυτότητα. Εν έτη, 2020 ποια είναι η ταυτότητα των Ελλήνων; Ποια είναι τα ιδανικά και οι κώδικες της κοινωνίας μας; Έτσι είναι απαραίτητη μια ολιστική θεώρηση του παρελθόντος μας. Όχι για να διδαχθούμε, αλλά για να μάθουμε και το έργο αυτό μας δίνει μαθήματα ιστορίας μέσα από το βίωμα της καθημερινότητας των πρωταγωνιστριών.