Συνέντευξη με τον ηθοποιό Γιώργο Καρκά με αφορμή την παράσταση "Φινιστρίνι"

Επιμέλεια: Ναντίν Αθανασίου

Στο μισοσκόταδο της σκηνής, εκεί όπου οι σκιές γίνονται ιστορίες και οι λέξεις ανασαίνουν, συναντάμε σήμερα τον Γιώργο Καρκά. Έναν ηθοποιό, που δεν φοβάται να βουτήξει στα βάθη των ρόλων του, να σπάσει τα όρια και να αποκαλύψει όσα συνήθως μένουν αθέατα.
Με αφορμή το έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί, ο Γιώργος μάς ταξιδεύει στον κόσμο του: στις εικόνες, στους παλμούς και στα μυστικά της παράστασης. Μας μιλά για όσα τον συγκλόνισαν, για όσα τον μετέτρεψαν, για εκείνη τη λεπτή στιγμή, όπου ο ηθοποιός σμίγει με τον χαρακτήρα του και γεννιέται κάτι αληθινό, σχεδόν μαγικό.
Σήμερα, ανοίγουμε μαζί του την αυλαία και ακούμε την ιστορία του έργου — έτσι όπως τη βιώνει, την ερμηνεύει και την κουβαλά πάνω στη σκηνή.

Ναντίν Αθανασίου: Το «Φινιστρίνι» είχε ανεβεί και παλαιότερα με τον Αντίνοο Αλμπάνη, σε σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη. Όταν σας προτάθηκε ο ρόλος, πώς νιώσατε με το "βάρος" της ιστορίας του έργου και της προηγούμενης ερμηνείας;

Γιώργος Καρκάς: Πράγματι το Φινιστρίνι ανέβηκε για πρώτη φορά το 2019 με την καλλιτεχνική σύσταση, που λέτε. Είχα ακούσει πολλά καλά λόγια για το έργο αυτό. Δεν είχα καταφέρει ωστόσο να πάω τότε να το δω. Είχα μάθει τι πραγματεύεται και η θεματολογία του με γοήτευε πάρα πολύ. Ήθελα να δω τι κείμενο ήταν τελικά αυτό, για το οποίο είχα ακούσει τόσα. Βρήκα, λοπόν, το κείμενο του Βασίλη Ρίσβα, το διάβασα και είπα μέσα μου πως θέλω να το κάνω οπωσδήποτε αυτό το έργο. Απευθύνθηκα στον Γιώργο Χριστοδούλου πρωτίστως για να βρω χώρο και εντέλει κατέληξε να είναι και ο σκηνοθέτης μου. Ξεκινήσαμε μια δημιουργική και εκρηκτική διαδικασία και το έργο πήρε σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή του θεάτρου Βικτώρια. Δε μου πρότεινε κανείς το ρόλο. Ήθελα να κάνω αυτόν τον μονόλογο όπως και να χει. Με μάγεψε και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία με μια άψογη συνεργασία και με τον κύριο Χριστοδούλου, αλλά και με το θέατρο Βικτώρια.

Ν.Α: Πώς αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός ένα έργο, που έχει ήδη αγαπηθεί από το κοινό, αλλά καλείται να το φέρει με τη δική του ματιά και ενέργεια στη σκηνή; Ποια είναι τα "κλειδιά" της δικής σας προσέγγισης στον ρόλο; Αν και το έργο έχει ξαναπαιχτεί, φαίνεται κάθε φορά να βρίσκει νέο έδαφος επικοινωνίας με το κοινό. Τι πιστεύετε ότι το κάνει τόσο διαχρονικό και ανθρώπινο; Τι νέο φέρνει αυτή η παράσταση;

Γ.Κ: Διαχρονικό το έργο αυτό το κάνει το ότι είναι ανθρώπινο. Σχεδόν απαντά η ερώτησή σας μόνη της. Κλειδιά "μαγικά" δεν υπάρχουν για να προσεγγίσεις ένα ρόλο. Όλα ξεκινούν κάθε φορά από τον ήρωα, αλλά και το είδος του έργου σε συνδυασμό, πέρα από τη σκηνοθετική προσέγγιση. Το παν είναι να είσαι "γενναίος" και διαθέσιμος ως ηθοποιός να βουτήξεις όσο πιο βαθιά γίνεται, να ανακαλύψεις το φιλαράκο σου κάθε φορά, τον ήρωά σου, να τον γεννήσεις. Η κάθε παράσταση, που ανεβαίνει είναι ένα άλλο σύμπαν, ξεχωριστό, όσες φορές κι αν έχει ανέβει ένα έργο. Ο πυλώνας της συγκεκριμένης παράστασης είναι πέρα για πέρα το συναίσθημα, το συναίσθημα του ήρωά μου είναι το επίκεντρο σ' όλη την παράσταση, το καθαρό και ατόφιο του συναίσθημα με μια "πρωτόγονη", θα έλεγε κανείς, οπτική από εμένα ως ηθοποιό, αλλά και οπτική του σκηνοθέτη μου, να το γεννώ την κάθε στιγμή και συνολικά ως διαδρομή. Είναι μια "πρωτόγονη" παράσταση, λοιπόν.

Ν.Α: Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε αρχικά στο κείμενο του έργου και σας έκανε να πείτε "ναι" σ’ αυτόν τον ρόλο;

Γ.Κ: Το κείμενο όλο! Ειλικρινά, δε μπορώ να σας το εξηγήσω. Μόλις το διάβασα, όπως είπα και πριν, είπα μέσα μου ότι θέλω να το κάνω. Ο ήρωάς μου παλεύει πολύ με τα σκοτάδια του. Είναι ένας άνθρωπος μόνος και έγκλειστος, από επιλογή του, ο οποίος βιώνει τη ματαίωση της ίδιας του της ζωής. Προσπαθεί να συγχωρέσει τον εαυτό του, να τον ανακαλύψει ξανά, να τον γεννήσει ξανά, προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα αρχέτυπά του, προσπαθώντας τελικά να συγχωρέσει και τους άλλους. Είναι μια πολύ οριακή συνθήκη αυτή που ζει ο ήρωας, πνευματικά οριακή. Μ' ένα τεράστιο βάθος συναισθημάτων που πηγάζει από τους "απολογισμούς" του. Το βάθος του συναισθήματος του και η ταυτόχρονη προσπάθειά του να ζήσει με πιθανό διακύβευμα την πνευματικότητά και τη λογική του. Αυτό με τράβηξε και θέλησα σαν τρελός να το κάνω. Η πολυπλοκότητά του, η οποία κάνει το μέσο άνθρωπο να αναγνωρίζει σε στιγμές και καταστάσεις του έργου τον εαυτό του.

Ν.Α: Σε ποιες πτυχές του ρόλου σας νιώσατε ότι ταυτιζόσαστε περισσότερο και ποιες σας δυσκόλεψαν – ίσως επειδή ήταν πιο μακριά από εσάς; Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν ηθοποιό όταν καλείται να ερμηνεύσει έναν χαρακτήρα τόσο εσωτερικό και καθημερινό, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο βάθος;

Γ.Κ: Η αλήθεια είναι ότι δε μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα πολύ μελετώντας τον ήρωα μου για να καταλάβω τη διαδρομή του. Τον λόγο ύπαρξής του. Συνειδητοποίησα τον λόγο της ύπαρξής του, τη διαδρομή του χωρίς δυσκολία. Ωστόσο αυτή η διαδρομή είναι πάρα πολύ δύσκολη, ασχέτως αν μου έγινε γρήγορα αντιληπτή. Η απόφαση για την απόλυτη μοναξιά του και η υπερανάλυση είναι δύο βασικές πτυχές του, με τις οποίες νιώθω πιο οικεία με τον ήρωά μου. Δε μπορώ να πω ότι ταυτίζομαι, μπορώ να πω ότι αυτά τα δύο στοιχεία - πτυχές του είναι κάπως οικεία στον ψυχισμό μου.

Ν.Α: Στο «Φινιστρίνι» φαίνεται πως ο ήρωας αποσύρεται από τον κόσμο, όχι όμως από αδυναμία — αλλά για να βρει ξανά την ουσία της ύπαρξής του, να αναμετρηθεί με τους φόβους του, να συγχωρήσει και να συγχωρεθεί. Πιστεύετε ότι σήμερα ο άνθρωπος μπορεί να ξαναβρεί τον εαυτό του μόνο μέσα από μια τέτοια "εσωτερική μοναξιά"; Είναι τελικά η απομόνωση προϋπόθεση για τη συμφιλίωση με τον εαυτό και τον κόσμο;

Γ.Κ: Αποσύρεται όχι απλώς από αδυναμία, αλλά βιώνοντας τη ματαίωση της ύπαρξής του όλης. Το αν καταφέρνει να συμφιλιωθεί τελικά, δεν είμαι βέβαιος ότι μπορώ να το πω. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει ότι συμφιλιώνεται μ' έναν τρόπο, αλλά αυτό είναι στον ψυχισμό του κάθε θεατή το πώς θα μεταβολίσει την κατάληξη του και τι θα εισπράξει ακριβώς. Είναι ένας πάρα πολύ αδύναμος... δυνατός ήρωας. Τελικά βρίσκει τον εαυτό του ή παραιτείται; Ο άνθρωπος όταν φτάσει σε σημείο να χάσει τον εαυτό του, η εσωτερική μοναξιά είναι μονόδρομος. Είναι ίσως αυτό που τον κάνει να καταλάβει ότι τον έχασε. Πιστεύω ακράδαντα ότι, μόνο όταν ο άνθρωπος βιώσει την απόλυτη μοναξιά, εσωτερική πρωτίστως, ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Πρέπει να μείνει μόνος, να γίνει ξανά ένα "λευκό χαρτί", που κάποια μέρα θα μπορέσει να γράψει ο ίδιος τη συνέχειά του.

Ν.Α: Αν το «Φινιστρίνι» ήταν πραγματικά ένα παράθυρο, τι πιστεύετε ότι αποκαλύπτει για την κοινωνία μας σήμερα – και τι κρύβει ακόμα πίσω από το τζάμι; Το "φινιστρίνι" συμβολίζει ένα μικρό άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, μια χαραμάδα φωτός ή αλήθειας. Τι νομίζετε πως βλέπουμε σήμερα μέσα απ’ αυτό το άνοιγμα ως κοινωνία; Ποιο είναι το "μήνυμα" του έργου για τον θεατή του 2025;

Γ.Κ: Το Φινιστρίνι αν ήταν ένα παράθυρο στην κοινωνία, αυτό που θα αποκάλυπτε θα ήταν τα αδιέξοδα της εποχής, που ζούμε όλοι, λίγο πολύ, τα οποία αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις στο σύνολό τους, τις λάθος προτεραιότητες, μα κυρίως, το πόσο σκληρή είναι η κοινωνία μας μπροστά στο αγνό συναίσθημα και την ευαισθησία των ανθρώπων. Μια κοινωνία, που πορεύεται σα να μην έχει χώρο η ευαισθησία και το συναίσθημα μέσα της. Πίσω από το τζάμι κρύβει την ουσιαστική μοναξιά των ανθρώπων, όπου από εκεί ξεκινούν τα πάντα. Η χαραμάδα αλήθειας ή φωτός, όπως λέτε, ίσως να ήταν η επιτακτική ανάγκη για αυτογνωσία.

Ν.Α: Αν έπρεπε να περιγράψετε με μια λέξη το ταξίδι σας μέσα από το «Φινιστρίνι», ποια θα ήταν αυτή – και γιατί;

Γ.Κ: Λύτρωση. Όταν κάποιος αποζητά τη λύτρωση, τότε μόνο έχει πιθανότητες να σωθεί.

Ν.Α: Γιώργο, σε ευχαριστούμε θερμά για το μοίρασμα, τον χρόνο και το φως που μας πρόσφερες.