Από τον Ιωάννη Λάζιο
Η «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι ένα αριστούργημα. Όχι μόνο για την αισθητική του πληρότητα, αλλά γιατί αγγίζει την ανθρώπινη εμπειρία στην πιο καθαρή, αφαιρετική και τελετουργική της μορφή. Δεν παρακολουθούμε μια απλή αναβίωση του αισχύλειου κόσμου, αλλά μια υπαρξιακή ανάδυση της ίδιας της Τραγωδίας μέσα από το σώμα, τη σιωπή και την ενέργεια.
Από την πρώτη στιγμή, ο θεατής αιχμαλωτίζεται από τη μορφή του Φύλακα. Είναι η εισαγωγή στην αισθητική και συμβολική πρόταση του Τερζόπουλου: σώμα που θυμάται, λόγος που απουσιάζει, παρουσία που υπερβαίνει την ερμηνεία. Ο Τάσος Δήμας δεν «παίζει» τον ρόλο – ενσαρκώνει την κατάσταση. Με σώμα που αποπνέει μνήμη, εγκλωβισμό και αγρύπνια, απογυμνώνεται από κάθε περιττό. Η σιωπή του, η αναμονή του, η παρουσία του εγκαινιάζουν έναν κόσμο όπου το τραύμα προηγείται του λόγου. Ο Φύλακας δεν λέει – υποφέρει. Είναι το πρώτο σώμα του τραγικού.
Το ίδιο σώμα επανέρχεται διαρκώς μέσα από τον Χορό: ένα πολυφωνικό, πολυσωματικό αρχέγονο σύνολο που δεν εξηγεί, αλλά συντονίζεται με το άρρητο. Οι κυκλικές κινήσεις, η σπασμωδική παλμικότητα, η επαναληπτική δόνηση αποκαλύπτουν το συλλογικό ασυνείδητο. Ο Χορός δεν ερμηνεύει τον μύθο – τον ενσωματώνει. Η κραυγή, η αναπνοή, η παύση – όλα αναδύονται από τα σωθικά, χωρίς ψυχολογισμό, χωρίς αφηγηματικότητα.
Ο κύκλος, βασική μορφή κίνησης, δεν είναι απλώς γεωμετρική δομή, αλλά συμβολίζει το αέναο της βίας. Η μητροκτονία, η θεϊκή τιμωρία – όλα επιστρέφουν σε έναν φαύλο, επαναλαμβανόμενο ρυθμό. Η παράσταση δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα, αλλά παλινδρομεί – αιωρείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στην ανάμνηση και την προφητεία.
Η κίνηση δεν είναι χορογραφία. Είναι δόνηση. Είναι η προσπάθεια του σώματος να αρθρώσει το άρρητο, να αποτυπώσει στο χώρο αυτό που δεν χωράει σε λέξεις. Τα σώματα πάλλονται όχι για να επικοινωνήσουν, αλλά για να εξωτερικεύσουν αυτό που αλλιώς θα καταπιεστεί. Η κίνηση είναι η φωνή του τραύματος, η αναπνοή της ιστορικής και προσωπικής μνήμης. Σε κάθε αναπήδηση, σε κάθε συστροφή, σε κάθε επανάληψη, το σώμα λέει: "είμαι εδώ, κουβαλώ το αβάσταχτο."
Η αισθητική της παράστασης υπακούει σε αυτή τη φιλοσοφία. Το σκοτάδι δεν είναι απλώς έλλειψη φωτός, αλλά τοπίο εσωτερικής τύφλωσης. Η σκηνογραφία του ίδιου του Τερζόπουλου δεν προσφέρει σημεία αναγνώρισης – προσφέρει σιωπές. Οι ήχοι, μεταλλικοί και εσωτερικοί, δεν συνοδεύουν, αλλά τραυματίζουν. Είναι ήχοι μνήμης και βίας. Κάθε φωτισμός μοιάζει με αναλαμπή συνείδησης μέσα στο έρεβος.
Ο ήχος λειτουργεί ως χτύπος του ασυνείδητου. Οι ηχητικές διακοπές, οι στιγμές σιωπής, οι εσωτερικοί ρυθμοί συντονίζονται με τον σωματικό παλμό των ηθοποιών. Η μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη δεν είναι μελωδία – είναι ρήγμα. Δημιουργεί συνθήκη τραγικού και όχι συναισθηματικής καθοδήγησης. Η φωνητική προετοιμασία του συνόλου, άρτια και απαιτητική, ειδικά προσαρμοσμένη για την ακουστική της Επιδαύρου, συμβάλλει στη δημιουργία ενός ηχητικού τοπίου που λειτουργεί ως αυτόνομος οργανισμός.
Η μορφή της Αθηνάς συνιστά μία από τις πιο ισχυρές σκηνικές συλλήψεις. Η Αγλαΐα Παππά δεν εμφανίζεται ως θεά-χαρακτήρας, αλλά ως ζωντανό γλυπτό – μια εμβληματική παρουσία αφαιρετικής εξουσίας. Με το χέρι υψωμένο και το σώμα ακίνητο, δηλώνει χωρίς λόγια την επιβολή του Νόμου. Δεν πείθει, δεν διαπραγματεύεται. Επιβάλλει. Είναι η Δικαιοσύνη χωρίς πάθος – καθαρή θεσμικότητα. Το χέρι της δεν δείχνει – ορίζει.
Η χρήση της γλυπτικής στάσης της Αθηνάς – χωρίς ψυχολογική ένταση, χωρίς σωματικό λυγμό – υπογραμμίζει τη μετάβασή της από θεϊκό πρόσωπο σε πολιτισμική ιδέα. Η Δικαιοσύνη παρουσιάζεται ως παγωμένη μεταφυσική, ως θεσμικό κατασκεύασμα, απομακρυσμένο από την ανθρώπινη εμπειρία. Ένα άγαλμα που δεν προστατεύει, αλλά επιβάλλει – κι αυτό είναι το πιο πολιτικό ερώτημα της παράστασης.
Εκεί ακριβώς γεννιέται το πολιτικό διακύβευμα. Ο Τερζόπουλος αμφισβητεί αν αυτή η συμφιλίωση των Ερινύων με τον θεσμικό λόγο αποτελεί πραγματική λύση ή απλώς μεταμφίεση της βίας. Οι Ερινύες δεν πείθονται – υποτάσσονται. Ο Νόμος δεν θεραπεύει – καταστέλλει. Η Ορέστεια δεν τελειώνει με κάθαρση, αλλά με μια νέα αμφισημία: έχουμε Δικαιοσύνη, αλλά έχουμε Ειρήνη;
Όλοι οι ηθοποιοί – από τον Ορέστη του Κωνσταντίνου Ζωγράφου, την Κλυταιμνήστρα της Σοφίας Χιλλ, την Ηλέκτρα της Μυρτώς Ροζάκη, μέχρι τον ίδιο τον Χορό – λειτουργούν ως ενιαίο σώμα. Δεν «ερμηνεύουν», αλλά επιτελούν. Καθένας απορρίπτει τα περιττά και προτάσσει την αφαίρεση.
Το πρόσωπο του ηθοποιού, χωρίς μάσκα αλλά λειτουργώντας σαν μάσκα, γίνεται επιφάνεια εγγραφής της οδύνης. Η απομάκρυνση από την εκφραστικότητα δεν μειώνει την ένταση – την πολλαπλασιάζει. Το ακίνητο βλέμμα, η απουσία μορφασμών, η μηχανική επανάληψη δεν δείχνουν συναισθήματα – δείχνουν τραύμα.
Η «Ορέστεια» του Τερζόπουλου δεν είναι λιγότερο θέατρο – είναι περισσότερο αλήθεια.