Από τον Ιωάννη Λάζιο
Στον Ταρτούφο, το κωμικό εκδηλώνεται ακριβώς στο σημείο όπου συναντώνται οι δύο μεγάλες θεωρίες του γέλιου: η μπερξονική και η μπωντλαιρική. Ο Μολιέρος χτίζει χαρακτήρες που γίνονται κωμικοί όταν η συμπεριφορά τους αποκτά εκείνη τη «μηχανική ακαμψία» που περιγράφει ο Μπερξόν· ο Όργκον, για παράδειγμα, επαναλαμβάνει τα ίδια μοτίβα πίστης και τύφλωσης, αφήνοντας το ζωντανό να πνιγεί στο μηχανικό. Ωστόσο, στον Ταρτούφο εισχωρεί και η σκοτεινότερη διάσταση που ανέλυσε ο Μπωντλαίρ: το γέλιο ως έκφραση μιας στιγμιαίας ανωτερότητας απέναντι στο πάθος και την ανθρώπινη πτώση. Η υποκρισία του Ταρτούφου δεν είναι μόνο κοινωνική παθολογία αλλά και μεταφυσική ρωγμή, ένα γκροτέσκο σχίσμα ανάμεσα στο πρόσωπο και τη μάσκα που γεννά το «απόλυτο» κωμικό. Έτσι, το μολιερικό σύμπαν υπερβαίνει τον ηθογραφικό σατιρισμό και γίνεται πεδίο όπου το γέλιο αποκαλύπτει την ανθρώπινη αδυναμία, τιμωρεί την ακαμψία και ταυτόχρονα αφήνει να φανεί η σκοτεινή, σχεδόν διαβολική απόλαυση της πτώσης του άλλου.
Στη σκηνική ανάγνωση της Έλενας Μαυρίδου, η κλασική αισθητική αγκαλιάζει την υπερβολή και την καρικατούρα, δίνοντας έμφαση στα έντονα χρώματα και σε κοστούμια που λειτουργούν ως ζωντανά σχόλια πάνω στο κείμενο. Η μουσική —μια δυναμική, σύγχρονη ροκ παλέτα— προσδίδει έναν ρυθμό που έρχεται σε ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την κλασικότητα του Μολιέρου, κρατώντας το κοινό σε εγρήγορση. Το σκηνικό του Πάρι Μέξη, εύγλωττο, συντονίζεται με αυτή τη σκηνοθετική λογική: ένα πεδίο όπου η αισθητική του 17ου αιώνα συναντά σύγχρονες υποβολές.
Κι όμως, το ερώτημα που εγείρεται είναι βαθύτερο: πόσο μας αφορά πια ο Ταρτούφος ως ελληνικό κοινό; Ο Μπερξόν θα έλεγε πως γελάμε με την ακαμψία των χαρακτήρων, αυτή τη μηχανική επανάληψη που βλέπουμε στο πρόσωπο του Όργκον. Ο Μπωντλαίρ θα πρόσθετε ότι γελάμε και με τη σκοτεινή απόλαυση της πτώσης του άλλου. Όμως οι κοινωνικές δομές που σατιρίζει ο Μολιέρος —μια υποκριτική θρησκευτική εξουσία, μια αριστοκρατία που έχει απολέσει την ουσία της— μοιάζουν, πια, μακρινές από τη σημερινή μας συλλογική εμπειρία. Μήπως το γέλιο μας μένει στην επιφάνεια, σαν ένα αισθητικό παιχνίδι, χωρίς να ακουμπά πλέον το βαθύτερο συλλογικό μας υποσυνείδητο;
Η παράσταση προσφέρει στιγμές αυθεντικού γέλιου και αισθητικής απόλαυσης. Η μουσική εισάγει σύγχρονο παλμό, τα κοστούμια και τα χρώματα ζωντανεύουν τη σκηνή. Ωστόσο, η αίσθηση που μένει είναι ότι ο Μολιέρος, όσο διαχρονικός κι αν είναι, ίσως χρειάζεται σήμερα ένα βαθύτερο αγκάλιασμα για να συνομιλήσει ουσιαστικά με την εποχή μας. Δεν αρκεί να γελάσουμε με τον Ταρτούφο· χρειάζεται να αναρωτηθούμε αν οι δικές μας σύγχρονες «υποκρισίες» είναι πιο λεπτές, λιγότερο εμφανείς, αλλά εξίσου επικίνδυνες.
Κι εδώ αναδύεται το κρίσιμο ερώτημα: σε μια εποχή όπου η τεχνολογία έχει πάρει τη θέση της παλιάς θρησκείας, πού ακριβώς βρίσκει το έργο του Μολιέρου το έδαφος αναφοράς του; Αυτή είναι, ίσως, η πιο καρποφόρα σκέψη που προσφέρει η παράσταση: μας οδηγεί να αναρωτηθούμε αν η υποκρισία που σατιρίζει ο Μολιέρος μπορεί να μεταφραστεί σε σύγχρονους όρους, ακόμη κι αν η σκηνοθεσία δεν κάνει άμεσα το άλμα.
Με άλλα λόγια, το έργο λειτουργεί σαν καθρέφτης στον οποίο μπορούμε να δούμε τις δικές μας αυθεντίες — είτε αυτές είναι η τεχνολογία είτε άλλες σύγχρονες μορφές «πίστης». Ο Μολιέρος μπορεί να μην μιλά για την τεχνολογία, αλλά ο πυρήνας της κριτικής του για την ανθρώπινη φύση παραμένει επίκαιρος. Μας καλεί να σκεφτούμε: σε μια εποχή που δεν φοβάται πια τη θεϊκή τιμωρία αλλά εμπιστεύεται τυφλά την τεχνολογική «σωτηρία», πόσο χώρο έχει ο Ταρτούφος να μας αποκαλύψει τη δική μας σύγχρονη υποκρισία;
Και κάπου εδώ, ανάμεσα στην αναζήτηση του σύγχρονου καθρέφτη του Μολιέρου, ερχόμαστε στις ίδιες τις ερμηνείες, που λειτουργούν ως ζωντανή γέφυρα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα.
Ο Γιάννης Τσορτέκης στον ρόλο του Ταρτούφου μένει νατουραλιστικά κλασσικός ακολουθώντας την αισθητική της παράστασης, χωρίς ωστόσο να πείθει για άγιος. Η Ιωάννα Παππά φέρνει στην Ελμίρα μια σύγχρονη δυναμική, ενώ ο Μάξιμος Μουμούρης αποδίδει με ακρίβεια τη «μηχανική ακαμψία» του Όργκον, δίνοντας σάρκα στο μπερξονικό κωμικό. Η Βασιλική Τρουφάκου προσθέτει νεανική ενέργεια και καθαρότητα. Η Χριστίνα Τσάφου, με τη χαρακτηριστική της πληθωρικότητα, φέρνει το έργο πιο κοντά στη λαϊκή του κωμική φύση, ενώ ο Ρένος Ρώτας, με την έντονη κινητικότητά του, δίνει μια ευπρόσδεκτη κωμική διάσταση που ζωντανεύει την καρικατούρα και φέρνει το κοινό ακόμη πιο κοντά στο γέλιο.
Κι όμως, παρά την αισθητική φροντίδα, τις αξιόλογες ερμηνείες και τη φιλότιμη σκηνοθετική προσέγγιση, η τελική εντύπωση είναι πως ο Ταρτούφος δεν καταφέρνει να διαπεράσει τη δική μας εποχή. Σαν να μένει εγκλωβισμένος στο κάδρο του, χωρίς να βρίσκει τον τρόπο να διαρρήξει την απόσταση που μας χωρίζει από τον κόσμο του Μολιέρου. Οι προεκτάσεις του δεν εκτείνονται πέρα από το ασφαλές πεδίο της ηθογραφικής σάτιρας· δεν αγγίζουν τους προβληματισμούς που σήμερα μας απασχολούν βαθύτερα: την αυταπάτη της προόδου, την επιφανειακή μας αυτοπεποίθηση, τη νέα «πίστη» που έχουμε εναποθέσει στην τεχνολογική παντοδυναμία.
Ως σύγχρονο κοινό, επιζητούμε ίσως ένα πιο απαιτητικό κάλεσμα, μια ρωγμή που θα συνέδεε τον Ταρτούφο με τις δικές μας αγωνίες. Κι εδώ το έργο μοιάζει να σταματά λίγο πριν φτάσει στην ουσία· σαν να διστάζει να κοιτάξει κατάματα τον σημερινό άνθρωπο, που δεν προσφεύγει πια στην ευσέβεια αλλά στην ταχύτητα, την πληροφορία, την αδιάκοπη τεχνολογική μέθη. Η υποκρισία του 17ου αιώνα δεν είναι πια η δική μας — ή, τουλάχιστον, δεν εκδηλώνεται με τους ίδιους όρους.
Έτσι, ο Ταρτούφος της εποχής μας παραμένει ένα καλοστημένο θεατρικό αντικείμενο, αλλά όχι ένας ζωντανός διάλογος. Μας διασκεδάζει, μας συγκινεί κατά στιγμές, αλλά δεν μας ταράζει. Δεν μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει σήμερα να εξαπατούμε ή να εξαπατόμαστε. Και ίσως αυτή η έλλειψη ταραχής είναι τελικά η μεγάλη απουσία της παράστασης: η σπίθα που θα της επέτρεπε να συνομιλήσει ουσιαστικά με τις δικές μας αμφιβολίες, με τις νέες μορφές πίστης και παραπλάνησης που διαμορφώνουν τον σύγχρονο άνθρωπο.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ



