Κριτική για την όπερα "Tosca"

Από την Dr. ιστορικής μουσικολογίας-πιανίστα Δήμητρα Χόνδρου

Στις 27/11 παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της όπερας Tosca, του αριστουργήματος του Giacomo Puccini στο ΚΠΣΝ, αλλά κα την παράσταση της 7ης Δεκεμβρίου με τον super star Roberto Alagna, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Paolo Carignani και τη σκηνοθετική υπογραφή του Νίκου Πετρόπουλου.

Ο σκηνοθέτης επέλεξε να μεταφέρει τη δράση κατά τη διάρκεια του του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (1944), διατηρώντας την πόλη (Ρώμη) όπου διαδραματίζεται η πλοκή στο πρωτότυπο κατά τη διάρκεια της Ναπολεόντειας εισβολής στην Ιταλία τον Ιούνιο 1800. Μέσα σε μία υποβλητική dark ατμόσφαιρα που προσέδωσε έναν αέρα μυστηρίου αλλά και έθεσε τον θεατή αντιμέτωπο με τη σκοτεινή πλευρά των υπαρξιακών προβληματισμών που βιώνει η ανθρωπότητα αλλά και ο καθένας μας ξεχωριστά, η σκηνή μετατράπηκε από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα σε κινηματογραφικό écran. Με τη βοήθεια της εικαστικής προσέγγισης του φωτισμού από τον Χρήστο Τζιόγκα, δόθηκε η αίσθηση της μαυρόασπρης προβολής με τις φωτοσκιάσεις και το ομιχλώδες τοπίο να εντείνουν την πολυπλοκότητα της δραματουργίας.

Δύο από τα σκηνοθετικά ευρήματα εντυπωσίασαν, δημιουργώντας και τα ανάλογα συναισθήματα. Το πρώτο στην αρχή της τρίτης πράξης, όπου ακούστηκε σε ραδιοφωνική μετάδοση με παράσιτα το «Io de’ sospiri,…» του βοσκού (Πέννυ Ρίζου), δίνοντας έμφαση στις σκηνικές οδηγίες του συνθέτη που ήθελε τη φωνή να ακούγεται από πολύ μακριά (…ma molto lontano). Το δεύτερο ήταν στο finale του έργου, με τις πόρτες στο βάθος της σκηνής να ανοίγουν και η πρωταγωνίστρια αντί να πέφτει στο κενό ως είθισται, λούζεται με το άπλετο φως της εξιλέωσης κι έτσι επέρχεται η κάθαρση του δράματος.

Σε αμφότερες τις παραστάσεις, ο Paolo Carignani με τα tempi που προσπάθησε να «επιβάλλει» και κατά μεγάλο μέρος τα κατάφερε, δεν άφησε περιθώριο στους τραγουδιστές να φραζάρουν και να αναπνεύσουν όπως εκείνοι θα ήθελαν. Στην παράσταση όμως της 7ης Δεκεμβρίου, ο Roberto Alagna με την τεράστια σκηνική εμπειρία που διαθέτει, ανέλαβε τα ηνία και διηύθυνε εκείνος τα μέρη που τραγουδούσε. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ο Carignani τον ακολούθησε.

Σταθερή αξία για την ΕΛΣ αποτελούν ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και η Κατερίνα Πιτσιάκου, διευθυντές της χορωδίας ενηλίκων και της παιδικής αντίστοιχα, οι παρουσίες των οποίων ήταν εξαιρετικές. Εντυπωσιακές ήταν οι εμφανίσεις του Πέτρου Μαγουλά (Τσέζαρε Αντζελόττι) και του Γιάννη Γιαννίση (Νεωκόρος). Αμφότεροι μέσα στο πνεύμα των ρόλων που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν – αν και δευτερεύοντες, φάνηκε ξεκάθαρα πως μελετήθηκαν με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη, ενώ τραγουδήθηκαν με εξαιρετική υποκριτική προσέγγιση. Το ίδιο ισχύει και για τον Γιάννη Καλύβα, που υποδύθηκε το δεξί χέρι του Scarpia, Spoletta και τον Γιώργο Παπαδημητρίου στον ρόλο του Sciarrone. Αναφορικά με τον σαδιστή, τσιγκούνη και δόλιο Scarpia που ερμήνευσε ο Έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, η ερμηνεία του ήταν αξιοπρεπέστατη-αν και φάνηκε κουρασμένος φωνητικά, λόγω του ιδιαιτέρως φορτωμένου προγράμματός του.

Η ερμηνεία του ομώνυμου ρόλου από την Aleksandra Kurzak ήταν τουλάχιστον υπέροχη. Η φωνητική της ομοιογένεια σε όλα τα ρετζίστρα είναι άξια θαυμασμού, τόσο που θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει από αυτή την οπτική ως τη Renata Tebaldi του 21ου αιώνα. Από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες παγκοσμίως, καθήλωσε το κοινό όχι μόνο με την άρτια φωνητική της τεχνική και την εκφραστικότητά της, αλλά και με την υποκριτική της δεινότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, σε κάθε πράξη, ο θεατής βίωνε το στοιχείο έκπληξης. Η Kurzak τραγούδησε τον ρόλο με τέτοια φυσικότητα, που έδινε την εντύπωση πως τα γεγονότα διαδραματίζονταν για πρώτη φορά. Στη σκηνή ζηλοτυπίας της πρώτης πράξης, στη σκληρή σκηνή του ωμού εκβιασμού-του ψυχολογικού θρίλερ που εκτυλίσσεται στη δεύτερη πράξη, αλλά και στο αγωνιώδες finale, κατέπληξε, συγκίνησε και γοήτευσε με την ερμηνευτική της προσέγγιση.

Ο πάντα φλογερός Roberto Alagna, ερμήνευσε έξοχα τον ρόλο του ζωγράφου Mario Cavaradossiσυνεπαίρνοντας το κοινό. Είναι εκπληκτικό το γεγονός, πως τραγουδά ακόμα σαν να μην τον έχει αγγίξει το πέρασμα του χρόνου, ενώ απέδωσε συγκλονιστικά το «Dammi i colori… Recondita armonia…» της πρώτης πράξης, το «Gloria Vittoria…» της δεύτερης, με φωνητικό αποκορύφωμα τη διάσημη και πολύ αγαπητή άρια της τρίτης πράξης «E lucevan le stelle…». Η ερμηνεία του τόσο σε φωνητικό όσο και σε υποκριτικό επίπεδο, προκάλεσε δέος και θαυμασμό. H εμφάνιση του Marcello Puente ήταν επίσης εξαιρετική, συγκριτικά όμως, επισκιάστηκε από τον αξεπέραστο Roberto, η προσέγγιση του οποίου συνιστά ερμηνευτικό μοντέλο.

Θα ήταν άδικο να μην επισημανθεί, πως πλέον έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε παραστάσεις στη χώρα μας με τραγουδιστές διεθνούς βεληνεκούς, όπως η Pirozzi, η Kurzak, ο Alagna, κ. ά. Ένα θερμό μπράβο στη διοίκηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.