Κριτική για την όπερα "Don Pasquale"

Από την Dr. ιστορικής μουσικολογίας-πιανίστα Δήμητρα Χόνδρου

Παρακολουθήσαμε την παράσταση του τρίπρακτου dramma buffo Don Pasquale του Gaetano Donizetti (1797-1848) σε ποιητικό κείμενο του Giovanni Ruffini, στο Ολύμπια Δημοτικό θέατρο Μαρία Κάλλας. Ο Don Pasquale(1843) μαζί με Το Ελιξίριο του Έρωτα (1832 - ιτ. L' elisir d'amore), συνιστούν τις διασημότερες φαρσοκωμωδίες του πολυγραφότατου Ιταλού Ρομαντικού συνθέτη, που μας έχει κληροδοτήσει πάνω από 70 όπερες – με τον Don Pasquale να αριθμείται ως η εξηκοστή τέταρτη. Αμφότερες, απότοκοι της commedia dell’ arte, μέσω συμβολικών προσώπων μιμούνται και αποκαλύπτουν με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, παραξενιές της ανθρώπινης φύσης και μικροελαττώματα της καθημερινής ζωής. Αξίζει να επισημανθεί, πως ο Donizetti συνέθεσε το έργο σε λιγότερο από δύο εβδομάδες (η σύνθεση του έργου δεν περιελάμβανε την ενορχήστρωση), ενώ η αποδοχή του τόσο στις μεγάλες Ευρωπαϊκές σκηνές όσο και στη Νέα Υόρκη, στέφθηκε με τεράστια επιτυχία.

Στο πόντιουμ ήταν ο ταλαντούχος Γιώργος Ζιάβρας, ο οποίος οδήγησε με ενθουσιασμό την ορχήστρα και τη χορωδία του Δήμου Αθηναίων επιλέγοντας πολύ ωραία tempi, ώστε να καταστήσει το ακροατήριο κοινωνό του ύφους του έργου και της εποχής. Μάλιστα, κάποιες φορές μπορεί να ήταν και λίγο πιο γρήγορα - γεγονός που δεν ενόχλησε, αλλά ίσα-ίσα κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον όχι μόνον του κοινού αλλά και των μουσικών της ορχήστρας. Δημιούργησε επίσης μία τέτοια παλέτα δυναμικών, έτσι ώστε να καθρεφτίζονται με ευκολία στις μελωδίες των χαρακτήρων τα συναισθήματα που εκφράζουν.

Την ευθύνη της διδασκαλίας της χορωδίας είχε ο γνωστός σε όλους Σταύρος Μπερής, που αν και στη συγκεκριμένη όπερα έχει μικρή συμμετοχή, κυρίως στην τρίτη και τελευταία πράξη, ο ήχος της ήταν πιο συμπαγής και στρογγυλός από κάθε άλλη φορά, ενώ εντυπωσίασε η σκηνική της παρουσία.

Όσον αφορά την ερμηνεία των δραματικών χαρακτήρων του έργου, ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης στον ομώνυμο ρόλο ήταν τουλάχιστον εξαιρετικός. Πολύπειρος, προσέδωσε στον ρόλο εκτός από την εγγενή σκωπτική του διάθεση και την ανάλογη γοητεία, ενώ ανέδειξε και μια ευαίσθητη και τρυφερή πτυχή του ηλικιωμένου ερωτευμένου (με τη Norina) και υποψήφιου γαμπρού. Συναισθήματα όπως ο θυμός και η αγωνία, δόθηκαν από τον Έλληνα βαθύφωνο με περίσσιο χιούμορ χωρίς να γελοιοποιήσει τον πρωταγωνιστή που ενσάρκωνε. Ίσα-ίσα, στο τέλος, τον συμφιλίωσε με την ηλικία του και κυρίως με την ίδια τη ζωή.

Τον ανιψιό του Don Pasquale, Ernesto, επίσης ερωτευμένο με τη Norina, ενσάρκωσε ο Βασίλης Καβάγιας, ο οποίος όπως διαπιστώθηκε διαθέτει εξαιρετικές υποκριτικές ικανότητες από τη μία και έντονη nasalφωνητική προβολή από την άλλη. Η παρουσία του, φώτισε πτυχές του εσωτερικού κόσμου του πρωταγωνιστή - κυρίως όσον αφορά τις ψυχικές του μεταπτώσεις, που δεν υποδεικνύονται από το κείμενο.

Η Δήμητρα Κωτίδου ήταν απολαυστικότατη. Με πολύ brio, κέφι και φρεσκάδα, απέδωσε τον έξυπνο, πνευματώδη και παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της Norina, αναδεικνύοντας της φωνητικές της δυνατότητες και ικανότητες. Εντυπωσίασε η sortita της (η είσοδός της στη σκηνή), με την cavatina «Quel guardo il cavaliere..., So anch'io la virtu magica…», η εκφραστικότητα του προσώπου της, η diction της, καθώς και η φυσικότητα με την οποία ερμήνευσε τον ρόλο, που ομολογουμένως της ταιριάζει απόλυτα.

Τον κομβικό για την εξέλιξη της δραματουργίας ρόλο του δόκτορος Malatesta ερμήνευσε ο Χάρης Ανδριανός Ιδιαιτέρως, το larghetto cantabile της πρώτης πράξης «Bella siccome un angelo» (Όμορφη σαν άγγελος), το τραγούδησε με ιδιαίτερη ευαισθησία, περιγράφοντας στον γερο-εργένη τα προσόντα της υποψήφιας νύφης. Τέλος, τον δευτερεύοντα ρόλο του ψευτο-συμβολαιογράφου υποδύθηκε ο Νίκος Μασουράκης με μεγάλη επιτυχία.

Με μία ευφάνταστη και λιτή σκηνοθεσία που υπέγραψε η Ελένη Ευθυμίου, οι εναλλαγές μεταξύ των διαμερισμάτων της Don Pasquale και της Norina (στην προκειμένη περίπτωση του καφέ), καθώς και του κήπου του γηραιού υποψήφιου γαμπρού, έγιναν αβίαστα και με απόλυτη φυσικότητα. Την ευθύνη των σκηνικών και των κοστουμιών είχε η Ευαγγελία Κιρκινέ, διαγράφοντας μία φρέσκια πινελιά κατά τη μεταφορά του ντονιτζετιάνικου αριστουργήματος από τη Ρώμη των αρχών του 19ου αιώνα, στη σύγχρονη εποχή. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια και στις δύο κυρίες, γιατί απέδειξαν πως όταν υπάρχει αγάπη και μεράκι γι’ αυτό που κάνεις, δημιουργείς ακόμα και με πολύ low budget αριστουργηματική σκηνοθεσία και διάκοσμο (décors), που λειτουργούν ως εφαλτήριο ώστε να εξυψώσουν τη δραματουργία - ακόμα κι αν πρόκειται για μία «απλή» φαρσοκωμωδία.

Το σίγουρο πάντως είναι, πως ο έρωτας σε κάθε ηλικία είναι ευπρόσδεκτος κι αυτό αποτυπώνεται στο ποιητικό κείμενο, ενώ υπογραμμίσθηκε και από την ερμηνεία των πρωταγωνιστών. Ήταν μια αξιοζήλευτη παράσταση που ανέβασε το επίπεδο του θεάτρου, της ορχήστρας και της χορωδίας του Δήμου των Αθηνών.