Από τον Ιωάννη Λάζιο
Η Αντιγόνη του Θέμη Μουμουλίδη παρουσιάστηκε στις 22 Ιουλίου στα Γιαννιτσά, φέρνοντας μαζί της έναν κόσμο που, αν και δραματουργικά ανήκει στην αρχαιότητα, αναπνέει με ρυθμό επικαιρότητας. Ο σκηνοθέτης, επανερχόμενος για τρίτη φορά στην τραγωδία του Σοφοκλή, στήνει μια παράσταση εμποτισμένη με τα υλικά της εξουσίας και του ελέγχου· μια σύνθεση από φως-ανάκριση, μουσική-περιχαράκωση και σώματα που κινούνται μέσα σε ένα σκηνικό επιτήρησης.
Η Αντιγόνη της Λένας Παπαληγούρα δεν διατυπώνει απλώς την αντίστασή της — την σώζει. Η φωνή της είναι αποφασισμένη, ο λόγος της κάθετος, και όμως δεν χάνει ποτέ εκείνη τη ρωγμή, το τρέμουλο της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Στις στιγμές που κινείται, γίνεται σχεδόν διάφανη από το βάρος της αποστολής της. Η Παπαληγούρα δεν ερμηνεύει μια φιγούρα-σύμβολο· κατοικεί μέσα σε μια γυναίκα που γνωρίζει τον θάνατό της και τον αναγνωρίζει ως πράξη βούλησης.
Ο Μελέτης Ηλίας, ως Κρέων, κινείται αρχικά με συγκρατημένη εκφορά λόγου και ύφος που παραμένει εσωστρεφές. Η ερμηνεία του αποκτά δραματικό βάθος κυρίως προς την τελική του κατάρρευση, όπου η απώλεια μεταμορφώνει την αυστηρότητα σε ειλικρινή θλίψη. Εκεί διακρίνει κανείς την προσπάθεια να ανασυρθεί η τραγική διάσταση του χαρακτήρα του Κρέοντα, πέρα από τη μονοσήμαντη επιβολή εξουσίας.
Ξεχωρίζει ο Μιχάλης Οικονόμου, με λόγο καθαρό και παρόν ουσιαστικό, όπως και ο Βαγγέλης Σαλευρής, που αποδίδει τον Εξάγγελο με μέτρο και ακρίβεια.Η Ιφιγένεια Καραμήτρου προσέγγισε τον ρόλο του Τειρεσία με έντονη εκφραστικότητα, που σε ορισμένες στιγμές ίσως υπερέβαινε τη σκηνική ισορροπία.Η Λίλα Μπακλέση, ως Ισμήνη, φάνηκε να κινείται με επιφυλακτικότητα, χωρίς έντονη σκηνική διεκδίκηση.Οι υπόλοιπες παρουσίες υποστηρίζουν με συνέπεια τη σύνθεση της παράστασης, χωρίς όμως να διεκδικούν ερμηνευτικό πρωταγωνισμό.
Ο Χορός, με πειθαρχία και ρυθμική ενότητα, ενσωματώνεται πλήρως στην αισθητική πρόθεση του έργου. Η σκηνική του παρουσία είναι έντονη – ενδεχομένως πιο διακριτή απ’ ό,τι συνηθίζεται – αλλά σε απόλυτη συμφωνία με τον επιβλητικό χαρακτήρα της παράστασης. Συγκροτεί μια φωνή συλλογική και πλαισιώνει σταθερά το διακύβευμα.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου δεν συνοδεύει απλώς – διαμορφώνει. Αποτελεί αναπόσπαστο δομικό στοιχείο της παράστασης, εντείνοντας την αίσθηση μιας συνεχούς απειλής. Τα φώτα και τα σκηνικά λειτουργούν ως μηχανισμοί – όχι μόνο ατμόσφαιρας, αλλά και σημασιοδότησης: φως που ανακρίνει, χώρος που επιτηρεί, αισθητική που επιβάλλεται.
Η παράσταση αφήνει την αίσθηση ενός επίκαιρου εφιάλτη. Μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης όπου το δίκαιο σιωπά. Το ΟΧΙ της Αντιγόνης δεν ηχεί ηρωικά, αλλά αναγκαία. Δεν προσφέρεται για ύμνο, αλλά για περισυλλογή.
Στο τέλος, φεύγεις με τη φωνή της Παπαληγούρα να ηχεί σαν εσωτερικός αντίλαλος. Και καθώς απομακρύνεσαι από τη σκηνή, αναρωτιέσαι όχι για τον θάνατο, αλλά για την επιβίωση της Αντιγόνης μέσα σου — αν τελικά την άκουσες ή απλώς την είδες.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ