Κριτική για την παράσταση "Αντιγόνη"

Από την κριτικό θεάτρου Βαλεντίνη Δαφνούλη

Την περιοδεία του έχει ξεκινήσει το δεύτερο σκηνοθετικό εγχείρημα Χειλάκη-Δούνια, μετά την περσινή Ιφιγένεια εν Αυλίδι, φέτος με την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Στο πάρκο Αλτιναλμάζη, στην Αλεξανδρούπολη, με μια φρέσκια προσέγγιση, πιστή ωστόσο στο αρχαίο κλίμα, και παίζοντας με τις ισορροπίες -κυριολεκτικά και μη- οι Χειλάκης και Δούνιας προσέφεραν μια παράσταση σκηνοθετικά αψεγάδιαστη και ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Η Αντιγόνη έχει υπάρξει από τις πιο γνωστές αρχαίες τραγωδίες και ουκ ολίγες φορές έχει ανέβει στη σκηνή, γεγονός που κανείς θα περίμενε πως θα την απομάκρυνε από την πρωτοτυπία, ωστόσο η συγκεκριμένη παράσταση είχε γνήσια σκηνοθετική άποψη.

Η Αντιγόνη είναι παιδί του Οιδίποδα Τυράννου και επί Κολωνώ, με αδέλφια της την Ισμήνη, τον Ετεοκλή και Πολυνείκη. Οι τελευταίοι, μετά τον αυτοεξορισμό του πατέρα τους από τη Θήβα λόγω της ατυχούς αιμομικτικής σχέσης με τη μάνα του, συμφωνούν στην εναλλάξ βασιλεία της πατρίδας τους ανά χρονιά. Ο Ετεοκλής, ωστόσο, μετά το τέλος της δικής του βασιλείας, αρνούμενος να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, οδήγησε στη φυγή του Πολυνείκη από τη Θήβα στο Άργος, και στην επιθυμία του για εκδίκηση. Η εκστρατεία του αυτή, όμως, δε στέφθηκε με επιτυχία αλλά με αίμα, αφού τα αδέλφια σκοτώθηκαν μονομαχώντας και οδηγώντας, εν τέλει, τον θρόνο της Θήβας στα χέρια του Κρέοντα, του κακού της ιστορίας, αφού με τη κυριαρχία του διέταξε την ταφή του Ετεοκλή που πάλεψε για την πατρίδα του, αλλά όχι του Πολυνείκη, αφού τον θεώρησε προδότη με τιμωρία να αφεθεί στα όρνεα, μια απόφαση σκληρή και άδικη, μιας και οι Θεοί δεν αφήνουν περιθώρια για να μείνει ένας νεκρός άταφος και άτιμος.

Όπως και μέσα από το έργο του Σοφοκλή, έτσι και στην προκειμένη παράσταση, βλέπουμε την αέναη πάλη μεταξύ εξουσίας και δικαίου, των κοινωνικών πρέπει και των θεϊκών εντολών, της συναισθηματικής νηφαλιότητας, του έρωτα και του παραλογισμού. Οι σκηνοθέτες παίζουν με τις ισορροπίες νοημάτων και σκηνικών, συμβολίζοντας, και ονομάζοντας σιωπηλά, άκρα και αντιθέσεις, σε μια σκηνή άδεια και επικεντρωμένη σε ένα βράχο-βάθρο, που αποτελεί θρόνο αλλά και τάφο ταυτόχρονα. Η σκηνοθεσία, πιστή στην αρχαία πλατφόρμα του μοιράσματος των χαρακτήρων σε τρεις υποκριτές, θέλει τον Αιμίλιο Χειλάκη Κρέοντα και Ευρυδίκη, την Αθηνά Μαξίμου, Αντιγόνη και Τειρεσία και τον Μιχάλη Σαράντη, Αίμονα, φρουρό και Ισμήνη. Συνοδευόμενοι από έναν ιδιαίτερο και σύγχρονα κουρδισμένο χορό, στην ιδιαίτερη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, βρίσκεται η πολυπόθητη ισορροπία μεταξύ αρχαίου και σύγχρονου συνδυαστικά, παράγοντας έναν παράδοξα ρέτρο ήχο με την συνοδεία ενός ακορντεόν από την Άννα Λάκη, που μάγεψε και ταίριαξε με την σκηνοθετική αισθητική του σκηνοθετικού ντουέτου. Πάνω σε αυτή τη μουσική, ο χορός μπόρεσε να θέσει τον τόνο για όλη την παράσταση, και κυρίως, να αφηγηθεί και να έρθει κοντά στο κοινό. Η μετάφραση του κειμένου από τον Γιώργο Μπλάνα, φάνηκε να βρίσκεται εξίσου στα μισά μεταξύ παλιού και νέου, κρατώντας στοιχεία από το ορίτζιναλ κείμενο, αλλά δίνοντας παράλληλα μια πιο φρέσκια, απλή και κατανοητή νότα, ταιριαστή ιδιαίτερα με τον χορό και τη μουσική υπόκρουση, χαράσσοντας άμεμπτα το τεχνικό κομμάτι της παράστασης.

Η Αντιγόνη αποτελεί ένα κείμενο έντονο, με μια θεματολογία συναισθηματική και άκρως αμφίσημη, καθώς και με έντονο φεμινιστικό χαρακτήρα, επιδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας βαθιά σεξιστικής, την πάλη (μεταξύ άλλων) άντρα και γυναίκα, εξουσίας και έλλειψης προνομίου, λογικής και παραλογισμού, δίνοντας φωνή σε αυτήν που δεν είχε, καταρρίπτοντας στερεότυπα και νόρμες. Η πρωταγωνίστρια, αγωνίζεται με ρίσκο την ίδια της τη ζωή, για να μην αφήσει άταφο τον αδελφό της, και να μη δεχτεί την κατάχρηση εξουσίας του θείου και βασιλιά της, ο οποίος, εκτός από έλλειψη ανθρωπιάς, θρασύτατα κοντράρει τη θέληση και τις εντολές των Θεών. Μόνη της, παίρνει στα χέρια της την κατάσταση και απαρνείται της αδικίας, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει έσχατη τιμωρία. Στην παράσταση, είδαμε την τίμια ενσάρκωση της Αντιγόνης από την Αθηνά Μαξίμου, η οποία αξιοπρεπέστατα απεικόνισε την πρωταγωνίστρια, ελαχιστοποιώντας αυτήν τη δύναμη, αποφασιστικότητα, και επαναστατικότητα που χαρακτηρίζει την Αντιγόνη στην ερμηνεία της, δίνοντας εντούτοις μια πιο γλυκιά χροιά στον χαρακτήρα της, ίσως με σκοπό να καλλιεργήσει τη συμπόνια στα μάτια του κοινού και με αυτόν τον τρόπο να κερδίσει τη συμπάθεια και το δίκιο του. Η δύναμη της ηθοποιού έλαμψε και εκτιμήθηκε ακόμα παραπάνω, όταν, κατά τη διάρκεια ενός από τους κυριότερους μονολόγους του έργου, εξωτερικές συνθήκες προσπάθησαν να χαλάσουν το κλίμα, αλλά η Μαξίμου, -μαζί και ο χορός- συνέχισε επί σκηνής να δίνει το εκατό τοις εκατό. Στη συνέχεια, με την ερμηνεία της ως Τειρεσίας, όπου, ακόμα και χωρίς πρόσβαση στις εκφράσεις της και το πρόσωπό της, πέρασε ανατριχιαστικά το συναίσθημα των γραμμών της. Με βάση αυτή τη βερσιόν Αντιγόνης, μιας όχι και τόσο έντονης, πολυεπίπεδης ή φανερά θαρραλέας προσωπικότητας, η παράσταση φάνηκε να επικεντρώνεται παραπάνω στον Κρέοντα, και στη δική του εσωτερική πάλη με τον εγωισμό και το δίκιο, κάνοντας αυτόν τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, γεγονός που παραβίασε την ταύτιση και τη συμπάθεια του κοινού μαζί του, καθώς και περιόρισε τη φεμινιστική διάθεση της πλοκής. Ο Χειλάκης, με τη γνήσια και γνώριμη φωνή του, καθώς και το ελισσόμενο και μεγαλοπρεπές παρουσιαστικό και ταλέντο του, ενσαρκώνει έναν Κρέοντα λογικά τυφλό, σε απόλυτη ψυχολογική άρνηση της πραγματικότητας, πνιγμένο στον εγωισμό του, χωρίς επίγνωση του μεγέθους εξουσίας που καταχράται.

Τρομερή έκπληξη αποτελεί ο Μιχάλης Σαράντης, που προκάλεσε ψιθύρους θαυμασμού στις θέσεις των θεατών, και δικαίως, αφού ερμήνευσε και τους τρεις ρόλους με την ίδια απύθμενη ενέργεια. Ως Ισμήνη, κράτησε τη σεμνή και παθητική χροιά του χαρακτήρα, ενώ ως Αίμονας και Σκοπός, μάγεψε. Για την ακρίβεια, ως φρουρός του Κρέοντα, έθεσε τον πήχη πολύ ψηλά για το υπόλοιπο της παράστασης, κάνοντας την απουσία του σε σκηνές παραπάνω από αισθητή, ενώ Σαράντης και Χειλάκης πάνω στο βράχο ως πατέρας και γιός αποτέλεσαν ένα δίδυμο που προκάλεσε ρίγος με τα κύματα χημείας στην ερμηνεία τους (σε αντίθεση με το φινάλε της αφήγησης από Σαράντη και Μαξίμου, που ενώ οι χαρακτήρες τους είχαν μόλις αυτοκτονήσει, τρομερά ερωτευμένοι και συντετριμμένοι, η δέσμευση μεταξύ τους δε φάνηκε ανάλογη).

Οι ενδυματολογικές επιλογές και ο γενικότερος χρωματισμός της παράστασης (Εύα Νάθενα, Νίκος Βλασόπουλος) επί σκηνής, είχε μεγάλο ενδιαφέρον, και σίγουρα κατάφερε να χαραχθεί στις μνήμες του κοινού, αφού είχαν κάτι το παλιακό αλλά και σύγχρονο, μεταπολεμικό αλλά και αρχαϊζον, με κύρια παραδείγματα τις ενδυματολογικές επιλογές της Ισμήνης και του Κρέοντα, και το συνολικό σκηνογραφικό ντύσιμο της παράστασης. Εν κατακλείδι, η συγκεκριμένη Αντιγόνη πρόσφερε μια ξεκάθαρη προσέγγιση στο έργο του Σοφοκλή, παράλληλα με μια σκηνοθετική πρωτοτυπία στα κομμάτια της μουσικής, του κειμένου και της σκηνογραφίας, ανοίγοντας τα μάτια του κοινού προς την κατανόηση του έργου. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, η παράσταση άφησε ένα κομμάτι ανολοκλήρωτο, όσο αφορά μια, είτε νέα, είτε πιο έντονη, είτε επίκαιρη και διαφορετική οπτική στο πέρασμα των μηνυμάτων του αρχαίου δράματος που μένει πάντα μέσα στα χρόνια καίριο, παραμένοντας αυστηρά, πιστή στα του κειμένου. Παρόλα αυτά, μιλάμε για μια τεράστια προσπάθεια, που ό,τι κι αν φάνηκε επίπεδο μέσα σε αυτήν, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ελαττωματικό, αφού η πλειοψηφία των παραγόντων προσέφερε ένα αψεγάδιαστο θέαμα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ