Κριτική για την παράσταση "Η Μητέρα του Σκύλου"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Στο Θέατρο Ακροπόλ, η «Μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι επιστρέφει στη σκηνή σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, με τη Υρώ Μανέ να ενσαρκώνει τη Ραραού σε μια ερμηνεία σπαρακτικής έντασης. Μια παράσταση-ταξίδι στη μνήμη, εκεί όπου η φαντασία και η πραγματικότητα συναντιούνται.

Υπάρχουν παραστάσεις που δεν αφηγούνται απλώς μια ιστορία, αλλά ανασύρουν τις συλλογικές μας μνήμες. Η «Μητέρα του Σκύλου», βασισμένη στο εμβληματικό έργο του Παύλου Μάτεσι, είναι ακριβώς αυτό: μια τελετουργία μνήμης, φαντασίας και επιβίωσης. Η Ραραού, όπως την ερμηνεύει η Υρώ Μανέ, ανεβαίνει στη σκηνή όχι για να υποδυθεί έναν ρόλο, αλλά για να τον ξορκίσει. Μιλά, τραγουδά, γελά και παραληρεί· ένα πλάσμα σπαρακτικά εύθραυστο, που ψάχνει μέσα στη φαντασία της έναν τρόπο να επιβιώσει από την πραγματικότητα.

Η παράσταση αναβιώνει την αυθεντική αίσθηση του μπουλουκιού. Από τα πρώτα λεπτά αισθάνεσαι πως, με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, μεταφέρεσαι σε έναν κόσμο που έχει χαθεί: εκεί όπου η τέχνη γεννιόταν από την ανάγκη, όπου η σκόνη της σκηνής γινόταν χρυσός στα μάτια των θεατών. Η σκηνή γεμίζει ήχους, πρόσωπα, κινήσεις, και η φασαρία δεν λειτουργεί ως θόρυβος, αλλά ως παλμός ζωής. Ο Γάκης κατορθώνει να μετατρέψει το χάος σε ρυθμό και να κάνει τον θεατή συμμέτοχο στην εσωτερική φρενίτιδα της Ραραούς — εκεί όπου η φαντασία γίνεται καταφύγιο και σωτηρία.

Η απόπειρα να συμπυκνωθεί ολόκληρο ένα βιβλίο σε μια δίωρη θεατρική πράξη είναι τολμηρή. Ο σκηνοθέτης επιλέγει συνειδητά τον δρόμο του ονειρικού παροξυσμού· δεν φοβάται να αφήσει τη μνήμη να παραληρήσει, το τραύμα να τραγουδήσει, τη φαντασία να κυριαρχήσει. Μέσα σε αυτό το φαντασιακό χάος, ο θεατής εκτίθεται στο εύρος της ζωής — με τις δόξες, τις πληγές, τα ευτράπελα και τις καταρρεύσεις της. Με μοναδική ευαισθησία, ο Γάκης μάς τοποθετεί στην ψυχοσύνθεση της Ραραούς και μάς καλεί να την καταλάβουμε μέσα από την υπερβολή της.

Η σκηνοθεσία κρατά τον ρυθμό ζωντανό, μετατρέποντας τη φασαρία σε νοηματικό συνεκτικό στοιχείο — τον ίδιο τον ήχο του μυαλού της πρωταγωνίστριας. Η μουσική και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη λειτουργούν σαν παλμός μνήμης, γεφυρώνοντας το χιούμορ με τη θλίψη, το όνειρο με τη φθορά. Κάθε τραγούδι ανοίγει έναν νέο κύκλο ζωής, θυμίζοντας πως το γέλιο και το δάκρυ είναι πάντα δίπλα, όπως το φως και η σκιά πάνω στη σκηνή.

Τα σκηνικά της Άσης Δημητρολοπούλου υπηρετούν με απόλυτη φυσικότητα την αισθητική του έργου. Χειροποίητα, ζεστά, φθαρμένα, φέρουν τη μνήμη της περιπλάνησης.
Δεν είναι διακόσμηση, αλλά ένας ζωντανός καμβάς όπου η Ραραού πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό. Η φτώχεια του χώρου μετατρέπεται σε ομορφιά, η φθορά σε ποίηση, και η σκηνή θυμίζει κάτι από παλιό μπουλούκι που αρνείται να χαθεί.

Η Υρώ Μανέ δίνεται ολοκληρωτικά. Δίνεται ψυχικά επί σκηνής, αφήνοντας τον θεατή να παρακολουθεί έναν άνθρωπο που καίγεται εκούσια μέσα στο ίδιο του το φως. Η ερμηνεία της είναι εξαντλητική, σπαρακτική, βαθιά ανθρώπινη. Κάθε της λέξη πάλλεται ανάμεσα στην εξομολόγηση και το παραλήρημα, κάθε βλέμμα της είναι μια μικρή επανάσταση της μνήμης.

Ο Σπύρος Μπιμπίλας, αεικίνητος σε πολλαπλούς ρόλους, μεταμορφώνεται αβίαστα, προσφέροντας πολύτιμες ανάσες ρυθμού και φωτός. Με χιούμορ και αμεσότητα, λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης στη δραματικότητα της αφήγησης, χωρίς να τη μειώνει.

Η Τάνια Τρύπη ξεχωρίζει για τον δυναμισμό και την έντασή της. Η παρουσία της γεμίζει τη σκηνή με ακρίβεια και κύρος· μια ερμηνεία λιτή και ειλικρινής, που φωτίζει με καθαρότητα τη δραματική διαδρομή της Ραραούς.

Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης, διακριτικά παρών, φέρνει μια ηρεμία απαραίτητη.Με το βλέμμα και την παρουσία του, επαναφέρει την παράσταση από το ανισόρροπο όνειρο στην όσο γίνεται πιο ισορροπημένη ζωή.Είναι το μέτρο μέσα στην υπερβολή.

Όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν μια συντονισμένη μηχανή, που πλαισιώνει άρτια τη Ραραού και κρατά τον παλμό της παράστασης ζωντανό από την αρχή ως το τέλος.

Πρόκειται για μια βαθιά δουλεμένη και προσεγμένη παράσταση, που καταφέρνει να βάλει τον θεατή σε μια χρονομηχανή και να τον ταξιδέψει σε μια εποχή που έχει παρέλθει από καιρό. Μέσα από τη Ραραού και τον πολύχρωμο θίασό της, ακουμπάμε τη μνήμη — τη μνήμη που πονά, που συγκινεί, αλλά και που ανατροφοδοτεί το μέλλον. Για όσους αναζητούν να βρεθούν σε μια μυθική για τους νεότερους εποχή, η παράσταση , η «Μητέρα του Σκύλου» αποτελεί την δίοδο για αυτό το παρελθόν.

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ