Κριτική για την παράσταση "Ηλέκτρα του Σοφοκλή"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι ένα έργο σκοτεινό, σχεδόν μονομανές, όπου το πάθος για δικαιοσύνη μετατρέπεται σε νεύρωση και η μνήμη γίνεται το μόνο καταφύγιο ενός τραυματισμένου υποκειμένου. Δεν υπάρχει εξέλιξη· υπάρχει εμμονή. Η τραγωδία δε στήνεται στην κάθαρση, αλλά στο αδιέξοδο. Στο στόμα της Ηλέκτρας, η γλώσσα γίνεται θρήνος, κατάρα και κάλεσμα για εκδίκηση. Ηθικά διλήμματα παραμένουν άλυτα και η εκδίκηση δεν φέρνει λύτρωση αλλά σιωπή. Πρόκειται για έναν κόσμο χωρίς θεούς, χωρίς απονομές· μόνο σκιές που επαναλαμβάνουν το τραύμα σαν μοίρα.

Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά φέρνει στην επιφάνεια την άγρια ωμότητα του λόγου, τον θρυμματισμό της υποκειμενικότητας, τη διάρρηξη κάθε ηθικού πλαισίου. Πάνω σε αυτήν τη γλώσσα, ο Δημήτρης Τάρλοου στήνει μια παράσταση αισθητικά στιλιζαρισμένη, συναισθηματικά φορτισμένη, μα όχι πάντα ισορροπημένη.

Η αισθητική της παράστασης αντλείται από τη μεσοπολεμική Ελλάδα, με ξεκάθαρη αναφορά σε ένα μικροαστικό σύμπαν που καταρρέει. Τα κοστούμια του Πάρι Μέξη, σε παλ αποχρώσεις, μοιάζουν να έχουν ξεθωριάσει από χρόνο και πόνο, φέροντας επάνω τους τη σκόνη της ιστορίας. Αυτές οι σεπτές, αβαθείς χρωματικά επιλογές δεν αναζητούν τον εντυπωσιασμό αλλά το ίχνος· τη μνήμη ενός κόσμου που έσβησε χωρίς να εξιλεωθεί. Υπαινικτικά ελληνικό, το σκηνικό τοπίο υποστηρίζει το τραγικό αφήγημα χωρίς περιττή εικονογραφία· αφήνει τη σιωπή και τα σώματα να μιλήσουν.

Η Ηλέκτρα της Λουκίας Μιχαλοπούλου βρίσκεται συνεχώς στο μετέωρο ανάμεσα στη λογική και την παράνοια. Η φωνή της, το σώμα της, η κίνηση των χεριών της είναι σπαρακτικές, σχεδόν παροξυσμικές. Στο πρόσωπό της, η οργή και η απελπισία συνυπάρχουν σε διαρκή έξαρση· τίποτε δεν ησυχάζει. Κραυγάζει το πένθος, ενσαρκώνει το τραύμα ως πολιτικό και προσωπικό πρόσταγμα.

Απέναντί της, ο Ορέστης του Αναστάση Ροϊλού στέκει απολλώνιος. Ψύχραιμος, λιτός, χωρίς ρητορεία. Η ερμηνεία του δεν παρεκκλίνει ποτέ από την εσωτερική οικονομία – ένα πρόσωπο που γνωρίζει το τέλος από την αρχή. Η παρουσία του λειτουργεί ως αντίβαρο στην υπερδιέγερση της Ηλέκτρας, κι όμως η μεταξύ τους σκηνική συνάντηση δονείται από μια αμφίσημη, απροσδιόριστη ένταση.

Σιωπηλός αλλά εύγλωττος, ο Πυλάδης του Περικλή Σιούντα συνοδεύει τον Ορέστη όχι ως απλό εκτελεστικό όργανο, αλλά ως σταθερά παρουσίας που μεταφέρει το ηθικό και συναισθηματικό βάρος της αποστολής. Η ερμηνεία του είναι σωματική, σχεδόν τελετουργική, και το βλέμμα του διατηρεί διαρκώς μια ποιότητα απόστασης – σαν κάποιος που παρατηρεί την τραγωδία να ξετυλίγεται, χωρίς να χάνεται μέσα της.

Κι εδώ ακριβώς, η παράσταση αποκτά μια ιδιαίτερη δυναμική: ο υπολανθάνων ερωτισμός του έργου καθίσταται όχι μόνο ορατός, αλλά σχεδόν κυρίαρχος. Η σωματική και φωνητική εγγύτητα Ηλέκτρας και Ορέστη στη σκηνή της αναγνώρισης μετατρέπεται σε στιγμιότυπο ύψιστης συναισθηματικής και –θα τολμούσε κανείς– ερωτικής έντασης. Η επιθυμία της Ηλέκτρας για δικαιοσύνη, επαφή, λύτρωση, συσσωρεύεται στο πρόσωπο του αδερφού της – όχι ως κυριολεκτική αιμομικτική επιθυμία, αλλά ως καταπιεσμένη εκτροπή μιας υπαρξιακής στέρησης.

Ο σκηνοθετικός χειρισμός ενισχύει αυτό το υπόγειο ρεύμα: οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου που υπογραμμίζουν τη σωματικότητα, η μουσική του Φώτη Σιώτα που πάλλεται σαν κραδασμός εσωτερικός, και μια ατμόσφαιρα ερωτικής αποπλάνησης που δεν εκτονώνεται αλλά πλανάται σαν νέφος πάνω από τη σκηνή. Η Ηλέκτρα παύει να είναι μόνο τραγωδία· γίνεται παραλήρημα, ψυχική και ερωτική απορρύθμιση.

Ο Χορός, λυρικός και μελωδικός, αποτελεί ένα σημείο ανακούφισης και ισορροπίας. Οι χορογραφίες της Μαρκέλλας Μανωλιάδη εναρμονίζονται με τη μουσική, χωρίς επιτήδευση. Είναι ένας Χορός που λειτουργεί και ως φωνή της συλλογικής αγωνίας και ως ανάσα σε έναν κόσμο παραληρηματικό.

Η παράσταση όμως σκοντάφτει στη φιγούρα της Κλυταιμνήστρας. Η ερμηνεία της Ιωάννας Παππά, σκηνοθετικά τοποθετημένη ως αποκαθηλωμένη βασίλισσα τύπου «Μήδειας», φλερτάρει με το γκροτέσκο. Το αποτέλεσμα είναι μια παρουσία που –αντί να τρομάζει ή να συγκινεί– ξενίζει. Η υπερβολή στην άρθρωση, στο ένδυμα, στο βλέμμα, αγγίζει σχεδόν τα όρια της διακωμώδησης· και αν πρόκειται για συνειδητή ειρωνική απόπειρα, δε συνομιλεί με την υπόλοιπη αισθητική του έργου. Αντίστοιχα και ο Αίγισθος του Νικόλα Παπαγιάννη, με ερμηνευτικά και ενδυματολογικά στοιχεία υπερβολής, καταλήγει να μοιάζει αποκομμένος – ένα ξένο σώμα σε σκηνή που πάσχει ήδη από υπερδιέγερση.

Η Ηλέκτρα του Τάρλοου είναι μια παράσταση με εντάσεις, τόλμη και έντονη σκηνογραφική προσωπικότητα. Η χρήση του υποσυνείδητου ερωτισμού ως σκηνικού εργαλείου είναι τολμηρή και δραστική – φέρει αποτελέσματα, αλλά και ρίσκα. Το τραύμα εδώ δεν είναι μόνο πολιτικό ή οικογενειακό· είναι και ερωτικό. Το σώμα της Ηλέκτρας πάλλεται όχι μόνο από μίσος, αλλά και από έναν πόθο ανείπωτο, εκτός τόπου και χρόνου.

Ο θεατής δεν φεύγει με ενιαίο συναίσθημα. Ο θεατής της απόστασης, ο οπαδός του μέτρου και της αρμονίας, ίσως αποχωρήσει ενοχλημένος: η παράσταση, με την υπερβολική σκιαγράφηση ορισμένων χαρακτήρων, την άνιση ερμηνευτική γραμμή και τον σκηνικά διογκωμένο ερωτισμό, πιθανόν να του φανεί ξένη ή ακραία.

Ο θεατής όμως που είναι πρόθυμος να εκτεθεί —ο ερωτευμένος θεατής— που δεν ζητά από την τραγωδία μόνο νόημα αλλά συγκλονισμό, ενδέχεται να φύγει τραυματισμένος, αλλά και βαθιά αγγιγμένος. Θα δει στον σπαραγμό της Ηλέκτρας όχι έναν ρόλο, αλλά μια παραμορφωμένη αντανάκλαση του δικού του πένθους, της δικής του επιθυμίας για αποκατάσταση, για επαφή, για σώμα. Για εκείνον, η Ηλέκτρα του Τάρλοου δεν είναι μόνο παράσταση· είναι δοκιμασία.

Ανάμεσα στην ψυχρή διαύγεια και στον συναισθηματικό παραλογισμό, η παράσταση χαράσσει ένα μονοπάτι που δεν οδηγεί σε λύση, αλλά σε ταραχή.