Κριτική για την παράσταση "Μπουμπού"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Πού τελειώνει η γυναίκα και πού αρχίζει το σύμβολο; Ποια είναι στ’ αλήθεια η Μπουμπού; Ένα πρόσωπο που περπατά μέσα στον χρόνο ή κάθε ψυχή που έμαθε να κατοικεί τη λεπτότητα της πληγής της; Από τα πρώτα λεπτά, το περιβάλλον σε δέχεται — ζεστό, ανοιχτό, σχεδόν μητρικό. Είναι ο φωτισμός που σε τυλίγει ή η σκηνοθετική πρόθεση που σε φιλοξενεί; Μήπως και τα δύο, σε μια συμφωνία ηρεμίας που σε καλεί να κατεβάσεις άμυνες; 

Η Μπουμπού δεν συστήνεται ως “χαρακτήρας”, αλλά ως ρεαλιστικό σύμβολο: η γυναίκα που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει, μια μορφή που βιώνει το συναίσθημά της σαν ουσία ταυτότητας, όχι σαν παρέκκλιση. Μπορεί μια τόσο ιδιοσυγκρασιακή παρουσία να σταθεί αρχετυπική χωρίς να γίνει σχηματική; Εδώ είναι η πρώτη νίκη της παράστασης: ναι, όταν η ρεαλιστική χειρονομία τρέφεται από υπαρξιακή ακρίβεια. 

Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Πασσά επιλέγει τη λιτότητα. Δεν υπερφορτώνει, δεν επιδεικνύει, δεν “πιέζει” το συναίσθημα να εμφανιστεί. Δίνει χώρο σε παύσεις και αναπνοές — αποσύρεται την κρίσιμη στιγμή, σαν να λέει: «εμπιστεύομαι τη Μπουμπού, εμπιστεύομαι τον θεατή». Είναι αυτή η εμπιστοσύνη που γεννά την οικειότητα; Και είναι η οικειότητα ο μόνος τρόπος να ξαναδούμε όσα νομίζαμε πως γνωρίζουμε; 

Το σκηνικό, επίσης δια χειρός Πασσά, είναι απλό, σχεδόν αυτονόητο, όμως μια λεπτομέρεια υψώνεται σε άξονα ανάγνωσης: η ταπισερί με τα παγώνια. Πρώτη ανάγνωση: ναρκισσιστική ομορφιά, επίδειξη, λάμψη που γοητεύει. Δεύτερη ανάγνωση: ανθεκτικότητα. Το παγώνι επιδεικνύει ένα “μειονέκτημα” — τη βαριά, δυσκίνητη ουρά — ως πηγή θαυμασμού. Τι συμβαίνει όταν το ελάττωμα γίνεται ομορφιά; Όταν αυτό που σε βαραίνει γίνεται ο τρόπος σου να επιβιώσεις; Δεν είναι αυτό το τόξο της Μπουμπού; Να μεταστοιχειώνει το ευάλωτο σε δύναμη, να φέρει την πληγή σαν φτερό και όχι σαν φορτίο; 

Η συμβολή του Γιάννη Κλημάνογλου στα κοστούμια είναι καθοριστική: απλότητα με βάθος, χωρίς περιττό στόμφο. Κάθε ύφασμα, κάθε χρώμα υπαινίσσεται χαρακτήρα. Σαν να θέλει να ντύσει όχι το σώμα της Μπουμπού, αλλά τις σιωπές της. 

Ο φωτισμός της Άννας Ρεμούνδου ανασαίνει με το σώμα της ηθοποιού. Δεν περιγράφει, υπογραμμίζει. Πότε κλείνει τη σκηνή σε θάλαμο εξομολόγησης, πότε ανοίγει έναν πιο δημόσιο χώρο. Είναι το φως που κάνει το ιδιωτικό να γίνει καθολικό; Κι όταν σκιάζει, δεν είναι σαν να αφήνει τη Μπουμπού να προστατεύσει ό,τι δεν θέλει να ειπωθεί; Ο φωτισμός εδώ λειτουργεί ως επιμελητής της αλήθειας: φροντίζει τι θα εκτεθεί και τι θα μείνει μυστικό. 

Στο βάθος, ο Δημήτρης Μητσοτάκης, με το κείμενό του, τη μουσική και τη μουσική σύνθεση, χαράζει την πρώτη ύλη του έργου. Η γραφή του συνδυάζει χιούμορ και μελαγχολία, μικρές ψηφίδες καθημερινότητας που μετατρέπονται σε εσωτερική ποίηση. Η διασκευή και απόδοση των Κωνσταντίνου Πασσά και Δήμητρας Κολλά μεταμορφώνουν το υλικό σε σκηνικό γεγονός, σε ζωντανή, αναπνέουσα ομολογία. Μπορεί η ποίηση να χωρέσει στη θεατρική πράξη χωρίς να χαθεί; Εδώ, το αποτέλεσμα λέει “ναι”. 

Και έπειτα, η ερμηνεία της Δήμητρας Κολλά. Πόσο πλατύ είναι το φάσμα της παλέτας της; Πόσο γενναιόδωρα μπορεί μια ηθοποιός να απλώνει συναίσθημα χωρίς μελοδραματισμό; Η Κολλά εδώ δεν “υποδύεται” αλλά κατοικεί. Το σώμα της έχει οικονομία, η φωνή της έχει εσωτερικό ρυθμό, οι παύσεις της έχουν νόημα. Σπουδαία — όχι μόνο τεχνικά, αλλά ψυχικά. Τι ορίζει το “σπουδαίο” στην υποκριτική; Η ακρίβεια του τόνου; Η καθαρότητα του βλέμματος; Η ικανότητα να κρατά την αλήθεια χωρίς να τη φωνάζει; Αν τα μετρήσεις όλα, η Κολλά τα διαθέτει. Και κάτι ακόμη: προσκαλεί. Σε καλεί να συμμετάσχεις στο συναίσθημα, όχι να το κοιτάξεις από απόσταση. Ποιος μπορεί να αρνηθεί τέτοια πρόσκληση; 

Η φωνή της Μάρθας Φριντζήλα στο τραγούδι προσθέτει μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική· σαν ψίθυρος από παλιό ραδιόφωνο, σαν μνήμη που αναδύεται από τα βάθη του χρόνου. Ένα σχόλιο εκτός σκηνής που γίνεται ηχώ του εσωτερικού μονολόγου της Μπουμπού. 

Η ηχητική παλέτα δεν ζητά κεντρικό ρόλο· συνομιλεί. Στιγμές σιωπής, μικρές τονικές μετατοπίσεις, διακριτικές υφές. Μπορεί η μουσική να λειτουργεί ως μνήμη; Μπορεί ο ήχος να κουβαλάει αυτό που δεν λέγεται; Εδώ, ναι. Δεν σπρώχνει· κρατάει. 

Και πάλι στο σύμβολο: η Μπουμπού ως γυναίκα που αισθάνεται, που επιμένει, που μεταπλάθει το τραύμα σε παρουσία. Είναι ειρωνεία να μιλάμε για “αδυναμία” όταν αυτό που βλέπουμε είναι τρόπος αντοχής; Όταν η ευαισθησία δεν είναι ρωγμή αλλά μέθοδος κατανόησης; Τότε, μήπως ο ρεαλιστικός πυρήνας της γίνεται τελικά αρχετυπικός; Και μήπως το κοινό αναγνωρίζει τον εαυτό του ακριβώς εκεί που πίστευε πως ήταν μόνον η “Μπουμπού”; 

Στο επίπεδο της δραματουργίας, παραμένει μια εκκρεμότητα — μεθερμηνευτικά γόνιμη: «τι έγινε μετά;» Χρειαζόμαστε πάντα απάντηση; Ή είναι πιο γενναίο να μείνουμε μέσα στο ερώτημα; Αν, ωστόσο, η παράσταση επιθυμεί να κατοικήσει και τη ζώνη της “βιογραφικής πειθούς”, ένα-δύο σημεία καθαρής πληροφοριακής πυκνότητας (μια χειρονομία πράξης, μια καθαρή επιλογή) θα τόνωναν το βίωμα χωρίς να ξεχαρβαλώσουν τη λυρική της οικονομία. Είναι μια δημιουργική υπόσχεση για μελλοντική ωρίμανση του υλικού. 

Και έπειτα το φινάλε. Η Μπουμπού, σχεδόν απρόσμενα, σου χαρίζει αισιόδοξη προοπτική. Όσο κι αν αγάπησες — ακόμη κι αν αγάπησες με όλη τη δύναμη της καρδιάς σου και λίγο παραπάνω — κι αν αυτή η αγάπη τελείωσε, μπορείς να δεις το “μετά”. Τι είναι αυτό το “μετά”; Ένα μυστήριο που δεν υπόσχεται θαύματα, αλλά μια ήσυχη απάντηση· την απάντηση ότι η ζωή, πεισματικά, συνεχίζεται. Μπορεί μια παράσταση να σου θυμίσει πως το τέλος ενός αισθήματος δεν είναι το τέλος του κόσμου; Εδώ, το κάνει. 

Τι μένει όταν πέσει το φως; Μένουν ερωτήσεις, μένει ο απόηχος μιας σπουδαίας ερμηνείας, μένει η εικόνα ενός παγονιού που, παρά την «εξελικτική του ουρά», επιμένει να είναι όμορφο. Μένει η σκέψη πως το ελάττωμα μπορεί να είναι πηγή χάρης. Και μένει εκείνη η τελευταία σου αίσθηση: να αναρωτηθείς για κάθε άνθρωπο που βιώνει την ευαισθησία του — για κάθε πραγματικότητα που χτίστηκε με δάκρυα θλίψης και χαράς. 

Είναι αυτό, τελικά, η πιο σπάνια νίκη του θεάτρου; Όταν ο θεατής βγαίνει στον δρόμο λίγο πιο ήπιος με τον εαυτό του; Όταν η τρυφερότητα γίνεται εργαλείο κατανόησης; Κι όταν η Μπουμπού, χωρίς να στο υποσχεθεί, σου δείχνει τον τρόπο να κοιτάξεις το μετά; 

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ