Από τον Ιωάννη Λάζιο
Υπάρχουν παραστάσεις που δεν τελειώνουν στο χειροκρότημα. Παραμένουν ως σκιές στο βλέμμα, ως ερωτήματα ανοιχτά στο περπάτημα προς το αυτοκίνητο, ως θραύσματα ανάμνησης που επιστρέφουν τη νύχτα. Ο φετινός «Οιδίπους» του Γιάννη Χουβαρδά δεν εξαντλείται σε μια ενιαία διασκευή δύο τραγωδιών· είναι κάτι περισσότερο: μια μεταφυσική αναπαράσταση της πτώσης και της κατανόησης.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μη διηγηθεί γραμμικά. Ο χρόνος αντιστρέφεται, η ανάγνωση ξεκινά από το τέλος, ο Οιδίποδας δεν λυτρώνεται — ανυψώνεται. Η σκηνοθετική πρόταση δεν περιορίζεται στα εμφανή — κοστούμια, ψαλμωδίες, ταφικά τοπία — αλλά τολμά να αγγίξει το άρρητο: τη γνώση του ακατανόητου. Η τραγωδία, εφόσον βιωθεί ως μυστήριο, δεν οδηγεί στην κάθαρση. Οδηγεί στην αποδοχή.
Μέσα από μια λεπτοδουλεμένη συμβολική, η παράσταση καθρεφτίζει τα στάδια των χριστιανικών μυστηρίων. Η αρχική εμφάνιση του Οιδίποδα, παρηκμασμένου και περιπλανώμενου, λειτουργεί ως βάπτισμα στο σκοτάδι. Οι σκηνές του στοχασμού και της οδύνης μοιάζουν με την εξομολόγηση: η φανέρωση της ενοχής και η συντριβή της αυτοσυνείδησης. Η ανάμνηση του φόνου, της αιμομιξίας, η επανεμφάνιση της Ιοκάστης, παραπέμπουν στην ευχαριστία ενός σώματος που προσφέρεται όχι ως λύτρωση, αλλά ως αποδοχή της τραγικής συνθήκης. Και τέλος, η ανύψωση του Οιδίποδα, όχι θριαμβευτική αλλά παραιτημένη, θυμίζει μετάληψη — όχι ως σωτηρία, αλλά ως αφομοίωση του πόνου.
Ο Νίκος Καραθάνος δεν υποδύεται. Κατοικείται από τον Οιδίποδα. Η υπερβολή του, στα όρια του γκροτέσκου, δεν μοιάζει προσποιητή· αναδύεται οργανικά. Είναι σαν ο Οιδίποδας να μιλά από μέσα του, σαν να του επιτράπηκε η εμπειρία του πόνου και όχι απλώς η αναπαράστασή του. Σε στιγμές κραυγαλέος, σε άλλες νηφάλιος, ο Καραθάνος δεν ισορροπεί απλώς — μετατοπίζει το ίδιο το σημείο ισορροπίας.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μεταφέρει την πειθαρχία του σώματος και του λόγου στο πρόσωπο του Κρέοντα, όχι ως αντιστροφή φύλου, αλλά ως άρνηση φύλου. Εκπέμπει εξουσία χωρίς να τη διεκδικεί. Είναι μια μορφή αμετακίνητη, σκληρή, χωρίς περιττό συναισθηματισμό — και ακριβώς γι’ αυτό τραγική.
Ο Ορέστης Χαλκιάς, ως Αντιγόνη, συγκροτεί την ερμηνεία του πάνω στην εύθραυστη δύναμη της σιωπηλής αντίστασης. Το φύλο δεν τον ορίζει· τον απελευθερώνει. Η σκηνική του υπόσταση κινείται ανάμεσα στο ιερό και το ανθρώπινο, στο παιδί και στον μάρτυρα.
Η Στεφανία Γουλιώτη, ως Ιοκάστη, κουβαλά επάνω της το ανείπωτο της ύπαρξης. Δεν κραυγάζει, δεν δηλώνει — αλλά γίνεται η σιωπή πριν τη συντριβή. Η μητέρα και σύζυγος του Οιδίποδα δεν ερμηνεύεται από εκείνη ως τραγική φιγούρα εξωτερικής απόγνωσης, αλλά ως μια γυναίκα που γνωρίζει χωρίς να αντέχει να γνωρίζει. Η Ιοκάστη της Γουλιώτη δεν παρίσταται στο δράμα — το ενσαρκώνει εσωτερικά, ως καθρέφτης του ηθικού αδιεξόδου.
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής κινείται στην εσωτερική άκρη του ρόλου του, χωρίς να προσφέρει εξωτερικά σχήματα. Η κίνησή του είναι μετρημένη, η ερμηνεία του υποδόρια, μια διαρκής αναμονή. Και έτσι, καταφέρνει να σταθεί με ουσία μέσα σε έναν λόγο που συχνά καταναλώνεται γρήγορα.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα προσφέρει μια σταθερά ευγένειας και εσωτερικής ησυχίας. Η φωνή της κυλάει με καθαρότητα λειτουργική, σαν προσευχή που ειπώνεται δίχως ικεσία. Λειτουργεί ως σιωπηλή αντίστιξη στα πάθη που εκτυλίσσονται γύρω της.
Ο Νίκος Χατζόπουλος ερμηνεύει με ακρίβεια και στοχαστική καθαρότητα, χωρίς να επιδιώκει θεατρινίστικες κορυφώσεις. Η παρουσία του ενσαρκώνει έναν ηθικό άξονα μέσα στην παράσταση: ένας άνθρωπος που στέκει με κατανόηση απέναντι στο σκοτάδι του άλλου. Λειτουργεί όχι ως αντιστροφή ή αντίλογος του Οιδίποδα, αλλά ως σιωπηλός μάρτυρας μιας πορείας προς το άφατο.
Ο Χορός συγκροτείται ως ένα σώμα μνήμης και στοχασμού. Δεν λειτουργεί ως φορέας αφήγησης ή σχολίου, αλλά ως υπαρξιακή παρουσία. Οι κινήσεις είναι λιτές, τελετουργικές, σχεδόν μηχανικές, κι όμως εσωτερικά φορτισμένες. Η φωνή του Χορού δεν ερμηνεύει — υπενθυμίζει. Δεν δρα — παρίσταται. Έτσι, ο Χορός γίνεται η σιωπηλή αντήχηση του παρελθόντος, η συλλογική μνήμη που βαραίνει την πορεία του Οιδίποδα και συνοδεύει την κατάρρευσή του.
Παρά τη σκηνοθετική συνοχή, η χρήση μικροφώνων φανερώνει μια αμφιλεγόμενη επιλογή. Αν και εξασφαλίζουν τεχνικά την ακουστική κάλυψη του χώρου, περιορίζουν τη φωνητική πλαστικότητα και την άμεση, σωματική εκπομπή του λόγου. Ο λόγος χάνει τη σωματικότητα του θεάτρου και εντάσσεται σε μια ηχητική αισθητική πιο κοντά στο κλειστό, τεχνητό περιβάλλον. Η Επίδαυρος δεν επιβάλλεται — αφουγκράζεται. Όταν η φωνή γίνεται ψίθυρος ενισχυμένος, η σιωπή χάνει τη βαρύτητά της.
Ο έρωτας ως δύναμη δημιουργική και συνάμα καταστροφική διατρέχει υπόγεια τον «Οιδίποδα». Στην παράσταση του Χουβαρδά, αυτή η διάσταση αναδύεται ως κραυγή: μια ερωτική ένωση που παραβιάζει το άρρητο και καταδικάζεται με τη σφραγίδα της μοίρας. Δεν πρόκειται μόνο για την αιμομιξία — πρόκειται για τον έρωτα που, όταν δεν μπορεί να ειπωθεί, επιστρέφει μέσα στο σώμα ως ψυχοκτόνος ανάγκη. Ο έρωτας εδώ δεν εξιδανικεύεται· γίνεται συντριβή. Ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη δεν ενώνονται από την αγάπη, αλλά από την τραγική αλήθεια του άγνωστου. Κι όταν το άγνωστο γίνεται γνωστό, δεν λυτρώνει — ακρωτηριάζει. Η παράσταση φέρνει στην επιφάνεια αυτό το οντολογικό ρήγμα: τον έρωτα που δεν εξομολογείται, δεν ελευθερώνεται, και τελικά γίνεται βάρος που συνθλίβει τον εαυτό.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη συγκροτεί έναν τόπο μετάβασης. Οι κλειστοί τάφοι δεν μιλούν για θάνατο, αλλά για το αδιάγνωστο. Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου λειτουργεί ως ηχητικό λιβάνι: δεν επενδύει τον λόγο, τον μεταφέρει σε άλλη συχνότητα. Η χριστιανική αισθητική — ψαλμωδίες, λιτότητα, ενδύματα τελετουργίας — δεν περιορίζεται στο επιφαινόμενο, αλλά επιχειρεί τη μεταλαβή στο ανέκφραστο.
Ο Χουβαρδάς δεν επιχειρεί απλώς να ενώσει δύο έργα· προσπαθεί να ενοποιήσει την αρχαιότητα με το άχρονο, τον τραγικό μύθο με τη σύγχρονη θεολογική αγωνία. Η σκηνή γίνεται τόπος στοχασμού· η παράσταση, διανοητική άσκηση. Ο Οιδίποδας δεν είναι πια πρόσωπο, αλλά καθρέφτης του ανθρώπου που θέλει να γνωρίσει και δεν μπορεί.
Ο θεατής δεν φεύγει με απαντήσεις. Φεύγει με μια ανάμνηση, μια στιγμή για να θυμάται, και μια πρόκληση για να αποσυμβολίσει. Η παράσταση λειτουργεί όχι ως αφήγηση, αλλά ως τελετουργική σκέψη. Και όπως κάθε τελετουργία, δεν ζητά να γίνει κατανοητή — αλλά να αφομοιωθεί.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ