Κριτική για την παράσταση "Τα μαγικά Χριστούγεννα του Πινόκιο"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Μέσα από το μυθικό ταξίδι του ήρωα και τη φανταστική αλληγορία, Τα Μαγικά Χριστούγεννα του Πινόκιο ζωντανεύουν στο Christmas Theater ως μια ιστορία μεταμορφωτικής δυναμικής για μικρούς και μεγάλους. Η παράσταση δεν αρκείται στο να αφηγηθεί∙ επιχειρεί να οικοδομήσει έναν κόσμο εννοιών που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει ξένος και πιθανώς απροσπέλαστος για το παιδί. Κι όμως, η δύναμη της εικόνας —αυτής της καθαρής, επιμελημένης, σχεδόν τελετουργικής εικόνας— λειτουργεί ως γέφυρα κατανόησης. Ο Φωκάς Ευαγγελινός, με σκηνική μαεστρία, οργανώνει ένα υπερθέαμα φαντασμαγορίας που δεν επιβάλλει νοήματα, αλλά τα αφήνει να εντυπωθούν. Έτσι, η φαντασία αποκτά παιδαγωγική επιρροή: ανθεκτικότητα στην αντιξοότητα, επιμονή και υπομονή, προσήλωση στον στόχο, αρετές που δεν διακηρύσσονται διδακτικά, αλλά βιώνονται. Και, κυρίως, η ενσυναίσθηση προς το «κακό» αναδύεται όχι ως φύση αμετάβλητη, αλλά ως αποτέλεσμα παραγνώρισης — μια λεπτή, αλλά ουσιώδης ηθική μετατόπιση.

Η αξία της φαντασίας εδώ δεν έγκειται στη φυγή από την πραγματικότητα, αλλά στην επαναδιαπραγμάτευσή της. Η φαντασία λειτουργεί ως χώρος δοκιμής, όπου το παιδί —και ο ενήλικας μαζί του— μπορεί να πειραματιστεί με φόβους, επιθυμίες και επιλογές χωρίς τον κίνδυνο της οριστικότητας. Είναι το πεδίο όπου το αδύνατο γίνεται προσωρινά εφικτό, όχι για να παραμείνει εκεί, αλλά για να επιστρέψει μετασχηματισμένο στην καθημερινότητα. Σε αυτή τη διαδικασία, η παράσταση υπενθυμίζει ότι η φαντασία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαίο εργαλείο κατανόησης του κόσμου· ένας μηχανισμός εσωτερικής ωρίμανσης που προηγείται κάθε λογικής επεξεργασίας.

Καθοριστική στη σκηνική αυτή έξαψη της φαντασίας είναι η συμβολή των σκηνικών του Μανόλη Παντελιδάκη. Με αρτιότητα και σαφή αισθητική γραμμή, τα σκηνικά δεν λειτουργούν απλώς ως φόντο, αλλά ως ενεργοί φορείς αφήγησης. Οι μεταβάσεις από κόσμο σε κόσμο —από τις μυρωδιές της Ανατολής έως τα μυστικά του βυθού— συγκροτούν ένα σκηνικό σύμπαν που διεγείρει τη φαντασία και ενισχύει τη δραματουργική ροή, επιτρέποντας στο βλέμμα να περιπλανηθεί και στη σκέψη να ακολουθήσει. Έτσι, η παράσταση ολοκληρώνεται ως μια εμπειρία όπου το οπτικό, το ηθικό και το συναισθηματικό συνυπάρχουν, αφήνοντας πίσω τους όχι απλώς τη γιορτινή εντύπωση, αλλά το ίχνος μιας ουσιαστικής συνάντησης με τη δύναμη του παραμυθιού.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη χορογραφική γραφή της παράστασης, η οποία λειτουργεί ως κινητήριος άξονας της σκηνικής αφήγησης. Οι χορογραφίες της Χριστίνας Καλιακάτσου και του Νίκου Κουκάκη δεν περιορίζονται σε διακοσμητική κινησιολογία, αλλά συνομιλούν ουσιαστικά με τη μουσική και τη δραματουργία, διαμορφώνοντας έναν ζωντανό παλμό που διατρέχει ολόκληρο το θέαμα. Η κίνηση οργανώνεται με ακρίβεια και ρυθμική καθαρότητα, επιτρέποντας στο σύνολο των ερμηνευτών και των χορευτών να λειτουργούν ως ενιαίο σώμα, ενισχύοντας τη φαντασμαγορία χωρίς να την αποσπούν από τον αφηγηματικό της πυρήνα.

Στον ρόλο του Πινόκιο, ο Χρήστος Νικολάου αναλαμβάνει τον δύσκολο άξονα της παράστασης και τον υπηρετεί με συνέπεια και ενέργεια. Η ερμηνεία του δεν εγκλωβίζεται σε μια επιφανειακή παιδικότητα, αλλά ηγείται του παραμυθιού με καθαρότητα και ζωντάνια, λειτουργώντας ως σταθερό σημείο αναφοράς μέσα στη διαρκή εναλλαγή εικόνων, ρυθμών και κόσμων. 

Τέλος, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη συμπληρώνουν άρτια το σκηνικό σύμπαν της παράστασης, λειτουργώντας ως προέκταση της φαντασίας και όχι ως απλή ενδυματολογική επίδειξη. Με ευρηματικότητα, χρωματική τόλμη και θεατρική ακρίβεια, τα κοστούμια υποστηρίζουν τη δραματουργία και ενισχύουν την αίσθηση του παραμυθιού, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συνολική αισθητική συνοχή του θεάματος.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ