Κριτική για την παράσταση "Το τρίτο στεφάνι"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Τι ανείπωτη χαρά να βρεθεί κανείς στη Φρυνίχου. Υπάρχουν σκηνές που δεν φιλοξενούν παραστάσεις· φιλοξενούν εποχές. Κι εδώ, στο Τρίτο Στεφάνι, ένιωσα πως ολόκληρη η Ελλάδα του 20ού αιώνα, με τις πληγές της, τις μικρές της νίκες, τα άγχη, τις σιωπές και τους φόβους της, στεκόταν μπροστά μου με αξιοπρέπεια. Ο Ταχτσής δεν γράφει απλώς ένα μυθιστόρημα· ξεσκεπάζει έναν κόσμο. Κι ο Λιβαθινός, με την αφοσίωσή του στον άνθρωπο και στη λεπτομέρεια, τον ανεβάζει επί σκηνής σαν κάτι που αναπνέει ακόμη, σαν κάτι που δεν έχει τελειώσει. 

Το σκηνικό της Μανωλοπούλου, πολυεπίπεδο, σαν σπίτι που ανοίγει και ξανακλείνει, γίνεται το έδαφος πάνω στο οποίο παλεύουν η Νίνα (Βιργινία Ταμπαροπούλου) και η Εκάβη (Μαρία Σαββίδου). Το ένα επίπεδο γεννιέται από το άλλο, όπως γεννιούνται οι ιστορίες μέσα από τις ιστορίες. Κι ο Λιβαθινός, με εκείνη τη γνωστή του επιμονή στη σιωπή, στο βλέμμα, στο σώμα, μετατρέπει το μυθιστόρημα σε τελετουργία. Δεν αναπαριστά εποχή· παραδίδει ψυχή. 

Και πόσο ελληνική ήταν η ψυχή αυτή. Πόσο οικεία; Πόσο πικρή και γλυκιά μαζί; Η ομάδα Λυκόφως είναι πραγματικά ένα σύνολο χαρισματικό, που λειτουργεί με ομοιογένεια, πειθαρχία και βαθιά κατανόηση του υλικού. Δεν υπάρχει εδώ «δεύτερος» ηθοποιός. Όλοι στέκονται ολόκληροι, παρόντες, με μια σοβαρότητα που σπανίζει. 

Και ύστερα έρχεται η Εκάβη (Μαρία Σαββίδου). Και τι να πεις; Πώς να περιγράψεις μια ερμηνεία που δεν παίζεται αλλά κατατίθεται; Η Σαββίδου δεν «προσεγγίζει» την Εκάβη·  την ξεριζώνει και την υψώνει μπροστά μας σαν κάτι οδυνηρά γνώριμο. 

Λόγια δεν αρκούν για να της πεις «ευχαριστώ». Για τη στοχαστική της κίνηση, για τη βαθιά συγκίνηση, για εκείνη την αλήθεια —ανυποχώρητη και ευάλωτη μαζί— που ανέδυε σε κάθε στιγμή. Ο δυναμισμός και ο ηλεκτρισμός της σε πλημμυρίζουν με ενέργεια, σαν να σου θυμίζουν πως, όσο κι αν πέφτεις, πάντα βρίσκεις τον τρόπο να συνεχίσεις. Ένα ευχαριστώ για το άφθονο ταλέντο της· πλούσιο και δυνατό, ζωντανό, ωραίο, μαγευτικό. 

Γύρω της απλώνεται μια ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων, όλοι ζυμωμένοι με εκείνη τη λεπτή, ανθρώπινη ύλη που κάνει το Τρίτο Στεφάνι να πάλλεται: η Νίνα (Βιργινία Ταμπαροπούλου), ευάλωτη και περήφανη μαζί· η Μαρία (Πολυξένη Παπακωνσταντίνου) με τη ζεστή τραγικότητά της· ο Αργύρης (Βασίλης Ζαφειρόπουλος), σχεδόν αρχέτυπο αντρικής φιγούρας· ο Κομπερ (Νίκος Καρδώνης), με τη λεπτή, διαβρωτική του ειρωνεία· η Ερασμία (Λίλλυ Μελεμέ), που προσωποποιεί τη συντήρηση και ρηγματώνει την υποκρισία της θρησκοληψίας· ο Ντίνος (Πάρης Λεόντιος), τρυφερός, ευθύς, ανθρώπινος· ο Μπάμπης (Γιώργος Δάμπασης), μια φιγούρα πλήρης, δουλεμένη· ο Λόγγος (Άρης Τρουπάκης), εξαίσια κωμικοτραγικός· ο Άκης (Ανδρέας Λαμπρόπουλος), στιβαρός και γειωμένος· ο Θόδωρος (Αντώνης Γιαννακός), με μια υπόγεια ευαισθησία· η Ελένη (Άννα Μάγκου), ατόφια στην τρέλα της· και η Πολυξένη (Ερατώ Πίσση), με εκείνο το θαρραλέο βλέμμα που σπάνια συναντάς.  

Η μουσική άλλοτε του Μιχάλη Κωτσόγιαννη και άλλοτε του Χάρη Μπότση λειτουργεί σαν εσωτερικός παλμός, σαν μυστική φωνή που περνά ανάμεσα από τις σκηνές και τις δένει. Οι φωτισμοί του Αναστασίου, πάντοτε με ακρίβεια, αγγίζουν τις ψυχές των ηθοποιών .  

Το Τρίτο Στεφάνι δεν είναι παράσταση εποχής. Είναι καθρέφτης. Και όποιος το κοιτάξει με ειλικρίνεια, βλέπει μέσα του και βλέπει και πίσω του. Φεύγοντας από τη Φρυνίχου, δεν κουβαλούσα μόνο τη Νίνα (Βιργινία Ταμπαροπούλου) και την Εκάβη (Μαρία Σαββίδου). 

Κουβαλούσα τη δική μου οικογένεια. Τη δική μου ιστορία. Τη δική μου Ελλάδα. Και γι’ αυτό ευχαριστώ αυτή την παράσταση. Γιατί μου θύμισε κάτι που ξεχνάμε συχνά: πως ο άνθρωπος, όσο κι αν τον τσακίζει η ζωή, έχει έναν τρόπο —ακατανόητο αλλά βέβαιο— να συνεχίζει. 

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ