Κριτική για την παράσταση "Τουραντότ"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Η νέα παραγωγή της «Τουραντότ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή, παρουσιάστηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 6 Ιουνίου, σε σκηνοθεσία του Αντρέι Σερμπάν και μουσική διεύθυνση του Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι. Πρόκειται για μια παράσταση υψηλής αισθητικής συνοχής, που τίμησε τη συμβολική δύναμη του μνημειακού χώρου, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη τελετουργικότητα που απαιτεί το έργο του Πουτσίνι.

Ο Σερμπάν, με τη δραματουργική υποστήριξη της Ντανιέλα Βιολέτα Ντίμα, επέλεξε να παρουσιάσει την Τουραντότ ως ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα, αντλώντας στοιχεία από την κινέζικη αυτοκρατορική εικονογραφία, χωρίς να υποκύπτει στην παγίδα του εξωτισμού. Η σκηνοθεσία του, σε συνδυασμό με τα λιτά, εικαστικά σκηνικά και τα επιβλητικά κοστούμια της Χλόης Ομπολένσκι, απέπνεε ένα τελετουργικό ύφος, χωρίς όμως να χάνει τη θεατρικότητά της. Ωστόσο, οι εναλλαγές ύφους με στοιχεία commedia dell’ arte, ιδίως στις σκηνές με τον Καλάφ, αποδυνάμωσαν τη δραματική μετάβαση του ήρωα, προκαλώντας μια αίσθηση σάτιρας εκεί όπου απαιτούνταν εσωτερική εξέλιξη.

Η Τουραντότ δεν είναι μόνο μια δραματική φιγούρα – αποτελεί ένα σύμβολο. Συμπυκνώνει τη γυναικεία υπεροχή, την εκδίκηση, τον φόβο απέναντι στην επιθυμία, αλλά και την αναγκαία μετάβαση από την απολυτότητα στην αγάπη. Καλείται να εγκαταλείψει τον μανδύα της παντοδυναμίας και να υποταχθεί σε έναν πιο ανθρώπινο, ευάλωτο εαυτό. Ο Καλάφ δεν είναι απλώς ο ερωτευμένος πρίγκιπας· είναι ο μύστης που περνά από δοκιμασίες – όχι μόνο πνευματικές, αλλά και ψυχικές. Οι γρίφοι της Τουραντότ δεν αφορούν μόνο την ευφυΐα του αλλά την εσωτερική του βούληση. Όταν τελικά αρνείται να επιβάλει τον έρωτά του, προσφέροντας στην Τουραντότ τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, ολοκληρώνει τη μυητική του πορεία και της προσφέρει εκείνος τη δύναμη της αγάπης. Στην ουσία, ο Καλάφ θυσιάζει τον έλεγχο για να ολοκληρωθεί μέσα από την παραίτηση.

Σε αυτή την ανάγνωση, η παράσταση αντιμετώπισε ορισμένες δυσκολίες. Η εσωτερικότητα του δράματος δεν αποτυπώθηκε πλήρως, κυρίως εξαιτίας των εναλλαγών ύφους που διέκοπταν τη μυσταγωγική πορεία των χαρακτήρων. Η σκηνοθεσία δεν έδειχνε πάντα την αναγκαία μετάβαση· αντίθετα, υιοθετούσε σατυρικά στοιχεία που υπονόμευαν τη μνημειακή εσωστρέφεια του έργου. Σε αυτό συνέβαλε και η ερμηνευτική γραμμή του Ρικκάρντο Μάσσι στον ρόλο του Καλάφ, ο οποίος –παρά την τεχνική του επάρκεια– δεν κατόρθωσε να φανερώσει τη σταδιακή αποκάλυψη του ήρωα. Η προσέγγισή του έμεινε εξωτερική, χωρίς τη μυστικιστική ένταση που απαιτεί ο ρόλος.

Η φωνή της Λιζ Λίντστρομ (Τουραντότ) κυριάρχησε στην απαιτητική ακουστική του Ηρωδείου, συνδυάζοντας φωνητική δύναμη με συναισθηματική ακρίβεια. Η ερμηνεία της ήταν βαθιά δουλεμένη, ψυχικά φορτισμένη, αποδίδοντας με ακρίβεια τη μεταμόρφωση της ηρωίδας από αλώβητο σύμβολο εξουσίας σε γυναίκα ικανή να νιώσει.

Η κορυφαία στιγμή της βραδιάς ήρθε από τη Μαρία Κοσοβίτσα στον ρόλο της Λιου. Η ερμηνεία της ξεχώρισε για το σπάνιο μέτρο και την ειλικρινή τραγικότητα. Ενσάρκωσε τη Λιου με αξιοπρέπεια, ευγένεια και θυσιαστικό πάθος, προσφέροντας μια σπαρακτική στιγμή που συγκίνησε βαθιά το κοινό – κάτι που φάνηκε και στο παρατεταμένο χειροκρότημα που τη συνόδευσε.

Η κίνηση των χορευτών, υπό την επιμέλεια της Κέιτ Φλατ και της Γεωργίας Τέγου, ήταν εξαιρετικά μελετημένη και ενορχηστρωμένη. Το σκηνικό μετατράπηκε σε ένα ζωντανό ψηφιδωτό: κάθε ομάδα χορευτών ακολουθούσε διακριτά μοτίβα, τα οποία ωστόσο συνέθεταν ένα αρμονικό σύνολο, ενισχύοντας την τελετουργική διάσταση της παράστασης.

Σκηνογραφικά, η παράσταση επένδυσε στην αφαιρετικότητα. Το σκηνικό της Ομπολένσκι λειτουργούσε σημειολογικά, όχι αναπαραστατικά, υποβάλλοντας την αίσθηση του χώρου χωρίς να επιβάλλει μια ρεαλιστική ανάγνωση. Ιδιαίτερα εύρημα υπήρξε η τοποθέτηση ερμηνευτών στο υψηλότερο σημείο του Ηρωδείου – ένα «καλάθι» θεατρικής ανύψωσης, το οποίο προσέδωσε μεταφυσική διάσταση σε σκηνές του έργου. Εξίσου ενδιαφέρουσα η επιλογή της τοποθέτησης της χορωδίας (διεύθυνση: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος) στην πλατεία του θεάτρου, καθώς προσέφερε μια άμεση, σχεδόν συμμετοχική σχέση με το κοινό. Η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ, υπό τη διεύθυνση της Κωνσταντίνας Πιτσιάκου, συμπλήρωσε οργανικά τη σκηνική δράση.

Οι φωτισμοί των Ζαν Καλμάν και Σιμόν Τροττέ συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας, χωρίς να αποσπούν ή να υπερτονίζουν – ήταν εύγλωττοι στην απλότητά τους.

Ο Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι διηύθυνε την ορχήστρα της ΕΛΣ με σπάνιο έλεγχο και ευαισθησία. Η μουσική απόδοση υπήρξε πειθαρχημένη, πλούσια και ευαίσθητη, υπηρετώντας το λιμπρέτο και τις φωνές με λεπτότητα και αρχιτεκτονική σκέψη.

Η μόνη λεπτομέρεια που φάνηκε να ξενίζει ήταν το ανεπαίσθητο ρεαλιστικό κούνημα του χεριού του ηλικιωμένου αυτοκράτορα – μια σκηνική πράξη που, παρότι συνεπής, δεν εναρμονίστηκε με τον παραβολικό, μνημειακό χαρακτήρα της υπόλοιπης παράστασης.

Συνολικά, η «Τουραντότ» της ΕΛΣ στο Ηρώδειο υπήρξε μια καλλιτεχνική πράξη υψηλής ευαισθησίας και αισθητικής πρότασης. Μια παράσταση που δεν στηρίχθηκε στον εντυπωσιασμό, αλλά στην ερμηνευτική ακρίβεια, την εννοιολογική συνοχή και την τελετουργική δύναμη της όπερας. Ήταν μια ανάσα ομορφιάς, μια νύχτα που τίμησε την τέχνη ως πράξη λύτρωσης και πνευματικής μεταμόρφωσης.

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ