Από τον Ιωάννη Λάζιο
Με βαθιά περιέργεια να ανακαλύψω την ουσία ενός ανθρώπου που εδώ και καιρό μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, πλησίασα τον Θάνο Λέκκα ζητώντας λίγο από τον χρόνο του. Το ραντεβού κανονίστηκε. Έτσι, ένα απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας, και ύστερα από μια μικρή περιπέτεια που κατέληξε σε ευχάριστη εξέλιξη, βρεθήκαμε στο φιλόξενο καφέ «Αερόστατο» στο Παγκράτι. Εκεί, ανάμεσα σε περαστικούς, παιδιά, γάτες, φωνές και γενικά κάθε τι που θυμίζει ζωή, αντίκρισα έναν άνθρωπο γαλήνιο, με βλέμμα καθαρό και ταυτόχρονα βαθύ. Από την πρώτη στιγμή, είχα την αίσθηση πως δεν χρειάζεται να μιλήσει πολύ για να αποκαλυφθεί — γιατί η παρουσία του μιλά από μόνη της. Ευτυχώς, όμως, μιλήσαμε για πολλά. Την αίσθηση αυτής της συζήτησης -ή τέλος πάντων μέρος αυτής- θα προσπαθήσω να μεταφέρω σε εσάς.
Δεν ήθελα να μάθω ημερομηνίες ή ρόλους, αυτά είναι γνωστά, αλλά να ψηλαφίσω τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη. Έναν άνθρωπο που φαίνεται να προσεγγίζει το θέατρο όχι ως εργασία, αλλά ως τρόπο ύπαρξης. Στον Θάνο, η πράξη της υποκριτικής μοιάζει να ξεκινά από τη σιωπή· να αναδύεται από έναν εσωτερικό τόπο, όπου η φαντασία και η σκέψη συνυπάρχουν αρμονικά. Ένιωσα ότι για εκείνον, ο ρόλος γεννιέται μέσα από τη συνάντηση με το κείμενο, ωριμάζει στις πρόβες και ολοκληρώνεται μόνο τη στιγμή που το βλέμμα του θεατή τον αγγίζει. Κάθε ερμηνεία του μοιάζει με αναγέννηση — μια προσπάθεια να προσεγγίσει κάτι πιο αληθινό, πιο ανθρώπινο, σαν να κουβαλά μέσα της τη μνήμη όλων των προηγούμενων στιγμών, οι οποίες τον ελέγχουν.
Η παρουσία του πάνω στη σκηνή έχει κάτι διπλό και αινιγματικό. Από τη μια, δίνεται ολοκληρωτικά στον ρόλο· από την άλλη, μοιάζει να τον παρατηρεί από μακριά, σαν να συνομιλεί μαζί του. Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στη βύθιση και στην επίγνωση — μια εσωτερική πάλη που δεν φαίνεται, αλλά τη νιώθεις. Αυτή η λεπτή ισορροπία είναι που δίνει στην ερμηνεία του ζωή, παλμό, αλήθεια.
Το θέατρο, όπως τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι για εκείνον σκηνή επίδειξης αλλά χώρος αποκάλυψης. Μέσα από την επινοημένη ψευδαίσθηση, αναζητά το αληθινό. Ο κόσμος που χτίζει κάθε φορά είναι εύθραυστος, μεταβλητός, πεπερασμένος — και γι’ αυτό βαθιά συγκινητικός. Όταν τον παρακολουθείς, έχεις την αίσθηση πως το ψέμα γίνεται αλήθεια, γιατί μέσα από αυτό αναδύεται κάτι που σε αγγίζει ουσιαστικά, χωρίς να χρειάζεται εξήγηση.
Πίσω από τον καλλιτέχνη, όμως, διαφαίνεται ο άνθρωπος της γνώσης. Ο βιολόγος που μελετά τον μικρόκοσμο της ζωής, αλλά και ο ονειροπόλος που θέλει να ζήσει τον παλμό της πιο ανεξέλεγκτης πλευράς της. Στο βλέμμα του συναντιούνται η επιστημονική περιέργεια και η ποιητική ευαισθησία — η ανάγκη να κατανοήσει και η ανάγκη να αισθανθεί. Το θέατρο μοιάζει για εκείνον να είναι η φυσική συνέχεια αυτής της αναζήτησης· το πεδίο όπου το ορθολογικό συναντά το φαντασιακό, και το ανθρώπινο αποκτά φωνή.
Η τέχνη, νομίζω, για τον Θάνο δεν είναι επιλογή αλλά υπαρξιακή ανάγκη για να μπορεί να υπάρξει ευτυχισμένος. Δεν την προσεγγίζει με στόχο ή φιλοδοξία, αλλά με σεβασμό. Στην παρουσία του υπάρχει κάτι από την ταπεινότητα του λειτουργού — ενός ανθρώπου που γνωρίζει ότι η δημιουργία δεν του ανήκει, απλώς περνά μέσα του. Κάθε ηθοποιός έχει, το δικό του μονοπάτι· και το δικό του μονοπάτι φαίνεται να οδηγεί στην αλήθεια μέσω μιας σύνθετης απλότητας.
Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο στον Θάνο είναι όσα δεν είπε... η σιωπηλή του δύναμη. Η αίσθηση πως κουβαλά μέσα του μια σταθερότητα, μια ισορροπία ανάμεσα στην παιδικότητα και στη σκέψη. Είναι ένας άνθρωπος φωτεινός, μα όχι επιδεικτικά· σοβαρός, χωρίς να είναι βαρύς. Υπάρχει στο πρόσωπό του μια ηρεμία που προδίδει στοχασμό, αλλά και μια σπίθα παιχνιδιού που θυμίζει παιδί. Ένα χρυσό παιδί, όπως θα ’λεγα, αιχμάλωτο της ίδιας του της ευαισθησίας.
Στο βλέμμα του λάμπει εκείνο το φως που δεν αρνείται το σκοτάδι — το αποδέχεται, το κατανοεί, το μεταμορφώνει. Η σεμνότητά του δεν είναι αποτέλεσμα μόνο συστολής, αλλά εσωτερικής πληρότητας. Δεν αναζητά να φανεί· δεν ψάχνει θεατές. Η παρουσία του είναι διακριτική, υπόγεια, σαν φως που διαχέεται αθόρυβα. Έχει τη βεβαιότητα πως ό,τι είναι αληθινό δεν χρειάζεται να φωνάξει· κρύβεται για να φανεί.
Στον Θάνο Λέκκα, ο άνθρωπος και ο καλλιτέχνης δεν ξεχωρίζουν. Ο ένας τρέφει τον άλλον· ο επιστήμονας προσφέρει στον ηθοποιό τη λογική και την παρατήρηση, ενώ ο καλλιτέχνης χαρίζει στον άνθρωπο τη φαντασία και την ελευθερία. Ανάμεσά τους υπάρχει μια λεπτή, θαυμαστή ισορροπία — αυτή που κάνει τον Θάνο να μοιάζει ολόκληρος.
Επιτέλους, ποια είναι η αίσθηση που αφήνει ο Θάνος Λεκκας;
Η συνάντησή μας έμεινε μέσα μου σαν μια λάμψη. Αφενός, γνώρισα έναν καλλιτέχνη που εργάζεται με πειθαρχία και αφοσίωση· αφετέρου, έναν άνθρωπο που σε γοητεύει βαθιά με τη γαλήνη και τη διακριτικότητά του. Μια παρουσία που φωνάζει μέσα από τη σιωπή της και λάμπει μέσα από το σκοτάδι της — γιατί το φως της δεν προέρχεται απ’ έξω, αλλά αναδύεται από μέσα.



