Κριτική για την παράσταση "Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η Ομάδα Νάμα ανέβασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο «Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» του Ιρλανδού πολυβραβευμένου συγγραφέα Κόνορ Μακφέρσον που έκανε πρεμιέρα την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018 στην Κεντρική Σκηνή του Επί Κολωνώ.

Όλο το έργο εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα σπίτι, αυτό του Μώρις (Ερρίκος Λίτσης), στο οποίο επικρατεί απόλυτη ακαταστασία που αντιπροσωπεύει το χάος της ζωής και της σκέψης του ανηψιού του Τόμμυ (Δημήτρης Αλεξανδρής), φιλοξενούμενου σ’ αυτό. Είναι φανερό ότι ο Μώρις είχε και έχει άλλη ζωή σε ευθεία αντίθεση από εκείνη του ανηψιού του, το χάος της οποίας τον ανησυχεί και τον τρομάζει. Ο Τόμμυ μοιάζει να ‘ναι εξοικειωμένος στη διαχείριση αυτού του κυκεώνα. Αναζητά και βρίσκει κάθε είδους πράγματα που μπορεί να του φανούν χρήσιμα, σαν να ψάχνει ψύλλους στα άχυρα. Κάθε τόσο φιλοξενεί τον απροσάρμοστο κι αφελή φίλο του Ντοκ ( Γιώργος Τριανταφυλλίδης), μια ιδιαίτερη προσωπικότητα θα έλεγε κανείς, συνεργάτης του στις δουλειές του ποδαριού που κάνει ο Τόμμυ από καιρού εις καιρόν και σύντροφος του στις ατέλειωτες κι ασήμαντες, εκ πρώτης όψεως, συζητήσεις τους. Έχοντας σώσει την Αιρήν (Κατερίνα Μαούτσου) μετά τον ξυλοδαρμό που υπέστη από το «φίλο» της Κένεθ (Αργύρης Σαζακλής), εκβιαστή, μαστροπό και μαχαιροβγάλτη, της προσφέρει ασφαλές καταφύγιο και τη φιλοξενεί για λίγο κρυφά από τον τσιγκούνη Μώρις, στο σπίτι του, όπου αρχικά τη φέρνει τραυματισμένη.

Πώς να ξεφύγει κάποιος από τη βία γύρω του; Πώς να αποφύγει τη σκληρή πραγματικότητα; Μπορεί να σωθεί; Μπορεί όντας διαφορετικός και με αποκλίνουσα συμπεριφορά να ενταχθεί;

Όλα δείχνουν να τον εγκλωβίζουν. Από την αρχή η καταπιεστική παρουσία του θείου Μώρις και μια λυπητερή μουσική  μας εισάγουν σε αυτό το ακατάστατο σπίτι. Ο Ερρίκος Λίτσης, εκπληκτικός στο ρόλο του  ηλικιωμένου με παραξενιές Μώρις, περιμένει με αγωνία μπροστά στο πορτοπαράθυρο τον ανηψιό του. Του προσέφερε στέγη προκειμένου εκείνος να τον προσέχει και λίγο τώρα που μεγάλωσε και έχασε και τη γυναίκα του, ωστόσο ο Μώρις είναι αυτός που νιώθει ότι πρέπει να τον προσέχει. Ο ανηψιός αντί  να τον βοηθάει, να τον συντροφεύει, είναι  σκέτος μπελάς και μόνιμη πηγή ανησυχίας. Τεταμένη η σχέση τους και συγκρουσιακή.  «Ο θάνατος υπάρχει εκεί και απλά σβήνεις τις μέρες από το ημερολόγιο», επισημαίνει ο Μώρις, που προσπαθεί να βρει τη χαμένη αθωότητα του ανηψιού του.  Φτιάχνει έναν λαχανόκηπο για τον Τόμμυ και εκείνος του κλέβει τα λαχανικά, ενώ ο Μώρις το ξέρει και τον ελέγχει για να του αποδείξει ότι τον κλέβει.

Μετά από ανταλλαγή διαφόρων χαρακτηρισμών και κατηγοριών μέσα στη ροή του έργου, τελικά καθώς ο Μώρις αντιλαμβάνεται το πεπερασμένο της ζωής, υποχωρεί και δέχεται κοντά του τον Τόμμυ με τα όποια προβλήματα αυτός αντιμετωπίζει.

Ο Τόμμυ (Δημήτρης Αλεξανδρής), με ένα γάμο καταστραμμένο που έχει επιπτώσεις και στα παιδιά του, όπως προκύπτει από τα τηλεφωνήματά του με την πρώην γυναίκα του, αδυνατεί να ισορροπήσει στη ζωή. Νιώθει πάντα λαθρεπιβάτης. Μόνη σταθερή παρέα του ο φιλαράκος του, ο Ντοκ, που αν και μοιάζει μη νοήμων, είναι αυτός θα εκστομίσει την αλήθεια στο τέλος του έργου. Ο Μάρτιν (Γιώργος Τριανταφυλλίδης), που μετονομάστηκε σε Ντοκ επειδή φορούσε συνέχεια μπότες Doctor Martins, διωγμένος κι αυτός από την αδελφή του, αναζητά χώρο να φιλοξενηθεί, ρεαλιστικά και μεταφορικά. Μιλά ασταμάτητα, σέρνει μαζί του τη μοναξιά και την εγκατάλειψή του, δεν καταλαβαίνει πότε και αν ενοχλεί. Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης έχει μόνιμα εκείνο το ύφος του χαμένου, του μικρού παιδιού, που δεν το παίζουνε οι φίλοι του.

Και ο ένας και ο άλλος ηθοποιός αποτελούν ένα μπεκετικό δίδυμο.

Ο Τόμμυ ( Δημήτρης Αλεξανδρής), του κλείνει υποτίθεται δουλειές, τον κοροϊδεύει κιόλας, εκνευρίζεται, τον πληγώνει, αλλά κατά βάθος τον αγαπά γιατί είναι ένας πληγωμένος άνθρωπος και θέλει, σαν Τιτάνας, εκτός από αυτόν να στηρίξει την Αιρήν και τον Μώρις. Στο τέλος κάτι φωσφοριζέ πράσινα αθλητικά παπούτσια από τα σκουπίδια που η Αιρήν έκανε δώρο στον Τόμμυ, τα φορά ο Ντοκ.  Μεγάλα και στον έναν και στον άλλον, λάθος νούμερο, όπως και η ίδια η ζωή τους.

Η Αιρήν (Κατερίνα Μαούτσου ) και αυτή μοιάζει χωρίς φωλιά και σχεδόν αποδέχεται με έκπληξη και ευγνωμοσύνη την προστασία του Τόμμυ. Όλοι έχουν ανάγκη επικοινωνίας  και συντροφιάς. Εκφραστική με απόλυτα φυσικό τρόπο. Κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι με άνεση, έχοντας κάνει μπάνιο, ανάμεσα σε δύο άντρες με όχι καλή ερωτική ζωή,  βάζοντας κρέμα στις γάμπες της. Ωραία, αισθαντική σκηνή που υποστηρίζεται και από τους τρεις ηθοποιούς, ενώ πίσω από όλα είναι η παρουσία της σκηνοθέτιδας.  Η σχέση του Τόμμυ με την Αιρήν μετεξελίσσεται σε ερωτική και αν και εκείνος έχει πληροφορηθεί από το Ντοκ ότι η Αιρήν είναι πόρνη και αυτός την πληρώνει, εκείνη έχει ανάγκη όπως και ο Τόμμυ από μια αληθινή και αμοιβαία επωφελή σχέση, όποτε γρήγορα το ξεπερνούν και περνούν σε άλλο  επίπεδο. Όλα γίνονται με μια απόλυτη φυσικότητα, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή.

Ο Κένεθ (Αργύρης Σαζακλής), από την αρχή αποτελεί απειλή και έχει βλέμμα σκοτεινό και κίνηση που εμπνέει φόβο, κουβαλώντας μια οσμή θανάτου.

Βασικά στοιχεία της παράστασης η σκηνογραφία του  Γιώργου Χατζηνικολάου,  με αυτό το αλαλούμ των αντικειμένων, αλλά και την αφίσα The great escape, καθώς και την άλλη Come to Finland. Όλοι μπαίνουν και βγαίνουν από μια πλάγια είσοδο στο σπίτι και στη ζωή και όλοι θέλουν μα δε ξέρουν πώς να δραπετεύσουν.

Ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος με το φωτισμό του θαρρείς σκηνοθετεί μαζί με την Ελένη Σκότη, που έχει προσέξει και την παραμικρή λεπτομέρεια του κειμένου και των προθέσεων του συγγραφέα και έχει αναδείξει ένα σύγχρονο κείμενο, που παρουσιάζει το αδιέξοδο της κοινωνίας στο Δουβλίνο, μιας κοινωνίας, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε σύγχρονη κοινωνία, με προβλήματα αντίστοιχα με εκείνα  της αμερικανικής μεταπολεμικής κοινωνίας, όπως τα έβλεπε τότε ο Τέννεση Γουίλιαμς.

Το βράδυ, η αυγή, η προσμονή, η βροχή, ο θάνατος, η απειλή , που παραμονεύουν, όλα υποδηλώνονται με τον σωστό φωτισμό. Ακόμα και το έγκλημα, με εκείνο το κόκκινο φως, που παραπέμπει στη σφαγή και το αίμα.

Η μουσική και οι ήχοι του Στέλιου Γιαννουλάκη είχαν επίσης καθοριστικό ρόλο και αποκάλυπταν το ύφος του λόγου, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Άλλοτε το σκοτάδι της στιγμής κι ἀλλοτε την απειλή και το φόβο.

«Όταν ένα αστέρι πεθαίνει, καταρρέει προς τα μέσα, προς τον εαυτό του και τότε η βαρύτητά του πολλαπλασιάζεται απίστευτα, ούτε το φως δεν είναι τόσο γρήγορο για να ξεφύγει, γι’ αυτό το λέμε μαύρη τρύπα και όσο ταχύτερα ταξιδεύεις εσύ, τόσο ο χρόνος κόβει ταχύτητα και αν πλησιάσεις ποτέ μια μαύρη τρύπα, θα σε ρουφήξει με τόσο μεγάλη ταχύτητα, που μεγαλώνει και μεγαλώνει και μεγαλώνει, ώστε ο χρόνος να πηγαίνει όλο και πιο αργά και πιο αργά και πιο αργά... Και τότε ο χρόνος χάνει το νόημά του», λέει ο Ντοκ στο τέλος του έργου που και οι τρεις είναι πια ένα σώμα που τους έχει καταπιεί η μαύρη τρύπα, ωστόσο είναι υποχρεωμένοι να ζουν ενωμένοι έχοντας επίγνωση της κατάστασης πια. Σε αυτό προστίθεται και η υποχωρητική κίνηση του Μώρις. Υπέροχες ερμηνείες, εξαιρετικός ο Δημήτρης Αλεξανδρής, για ένα τόσο ωμό έργο όσο ωμή και βάναυση είναι η ίδια η  ζωή.

Η σκηνοθεσία της Ελένη Σκότη κάλυψε με αρτιότητα όλη την παράσταση, από την ερμηνεία των ηθοποιών και την εξύψωση του κειμένου, έως  την παραμικρή λεπτομέρεια.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ