Κριτική για την παράσταση "Ο Αμπιγιέρ"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Το έργο αυτό μεταφέρει το θεατή στον κόσμο του θεάτρου και κάνει τον συσχετισμό με τη ζωή εκτός. Ο Μικρόκοσμος παραπέμπει στον Μακρόκοσμο. Όλα όσα συμβαίνουν λαμβάνουν χώρα σε εποχή κρίσης όπως αυτή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Μέσα σε ένα καμαρίνι διαδραματίζεται όλη η δράση, ενώ ψηλά στη σκηνή υπάρχει μια αυλαία που υπαινίσσεται το θέατρο μέσα στο θέατρο. Στο πλάι υπάρχει σκηνή με κόκκινη αυλαία όπου υποτίθεται ότι εκεί παίζεται ο Βασιλιάς Ληρ και όλα τα σαιξπηρικά έργα του μπουλουκιού. Όλοι προετοιμάζονται για αυτή τη σκηνή.

Θέμα του έργου ο ρόλος που καθορίζει κάποιον και από τον οποίο τελικά φτάνει να εξαρτάται. Μετά το τέλος του ρόλου  γυρνάει στην πρότερη σύγχυσή  του. Ο ρόλος , το καθήκον, τον διασώζει από την τρέλα. Τόσο κυρίως βέβαια για τον Αμπιγιέρ (Μάνο Βακούση), όσο και για τον ματαιόδοξο ηθοποιό – θιασάρχη με τον περιπλανώμενο θίασο ( Αλέξανδρο Μυλωνά). Πώς να αποδεχτεί την πραγματικότητα ότι έχει γεράσει, ότι δεν έχει πάρει τον τίτλο του Σερ, που τόσο επιθυμεί, ότι γύρω του ο φασισμός προελαύνει με συναγερμούς , με βομβαρδισμούς και θάνατο;  Πώς να αποδεχτεί ότι βομβαρδίστηκε το Μεγάλο Θέατρο στο Πλύμουθ, εκεί που αυτός έκανε το ντεμπούτο του;  Αποκαλεί τους  Γερμανούς «Γουρούνια, Αλήτες, Βάρβαρους, Κτήνη»  και βέβαια φοβάται τις αεροπορικές επιδρομές, παρόλα αυτά αντιστεκόμενος θα εξακολουθεί να παίζει θέατρο  εν μέσω βομβαρδισμών. Και για τους κριτικούς αισθάνεται «συμπάθεια και οίκτο. Πώς να μισήσει κάποιος τους ανάπηρους, τους ετοιμοθάνατους;»

Νομίζει ότι τα κάνει όλα μόνος του, αλλά το σημείο ισορροπίας του είναι οι άλλοι και περισσότερο ο Αμπιγιέρ του. Αυτός που είναι ο σάκος του μποξ για αυτόν τον ηθοποιό, που ξεχνά και τι ρόλο θα παίξει και τα λόγια του. Υπέροχος ο Αλέξανδρος Μυλωνάς στο ρόλο του ηθοποιού, με πολλές εναλλαγές στην υποκριτική του,  ενσαρκώνοντας διαδοχικά  τα γηρατειά, την κούραση, το φόβο, την ματαιοδοξία.

Ο Αμπιγιέρ, ο Νόρμαν (Μάνος Βακούσης),  όμως,  είναι η αποκάλυψη ερμηνευτικά και δραματουργικά. 16 χρόνια δίπλα στον Σερ. Εκείνος τον προετοιμάζει κάθε φορά όπως ο προπονητής τον μποξέρ  για να βγει στη σκηνή , που για τον ηθοποιό, κουρασμένος πια τόσο καιρό είναι σαν ρινγκ. Τον ενθαρρύνει του υπενθυμίζει τα λόγια του, τον ντύνει, του παρουσιάζει μια άλλη πραγματικότητα,  ένα θέατρο κατάμεστο από θεατές που περιμένουν να τον δουν. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται όπως ο επιστάτης Φριτς στον Βυσσινόκηπο  έχει κουρασμένο βάδισμα και κλειστά μάτια, είναι πολύ περιποιητικός, πληγώνεται τρομερά όταν καταλαβαίνει ότι  ο Σερ δεν τον αναφέρει καν στην αφιέρωση της αυτοβιογραφίας  του, ίσως γιατί τον θεωρεί κομμάτι του εαυτού του, ή θεωρεί δεδομένη την υπηρεσία του. Κρατά με ευλάβεια τα κοστούμια με τα οποία θα τον ντύσει Βασιλιά Ληρ. Ο ηθοποιός παίζει κάθε λεπτό με όλα τα σημεία του σώματός του.

Οι άλλοι ρόλοι υποστηρικτικοί ζουν και αυτοί την ανάγκη του ρόλου. Ο αντικαταστάτης  ηθοποιός Νίκος Καλαμό, αν και θεωρείται ατάλαντος από το Σερ φαίνεται ότι τα πήγε καλά στη σκηνή και ζητά με συστολή να του δώσουν κι άλλους μικρούς ρόλους. Ο Σερ του το υπόσχεται. Ο Νίκος Καλάμο, παίζει με  άνεση και νεανικότητα το ρόλο ενός άλλου, με κοστούμι  του άλλου, που του πέφτει μεγάλο.

Η Μαρτζ (Ευγενία Αποστόλου), διευθύντρια σκηνής , αποκαλύπτει και αυτή ένα ρόλο με κάποιο καθήκον κοντά στο Σερ, με τον οποίο θα ήθελε να έχει σχέση, αλλά μιας και αυτό είχε αποκλειστεί πολλά χρόνια πριν, τον ακολούθησε σαν από καθήκον σε όλη του τη θεατρική διαδρομή 20 χρόνια. Ο Σερ της δίνει σαν κληρονομιά ένα σπουδαίο δακτυλίδι, εκείνη δεν το παίρνει αρχικά ,όταν όμως πεθαίνει δικαιωματικά το παίρνει από το χέρι του, όπως και ο Νόρμαν όταν του λέει να κάτσει έξω, εξανίσταται γιατί σε αυτόν οφείλονται όλα, στις πλάτες του και τις ανοχές του.

Η σύντροφος του Σερ με τη συμπεριφορά της δείχνει πόσο τους έχουν κουράσει οι περιοδείες και προετοιμάζει το άδοξο τέλος.

Τελειώνοντας ο νεώτερος Φριτς έχοντας χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του, πλήρως απογοητευμένος και καθώς αισθάνεται μεταχειρισμένος,  λέει το τραγουδάκι του «  Αυτός που έχει μια στάλα μυαλό, με χάι χούι με ήλιο και βροχή…»

Υπέροχη η μετάφραση της Εύας Γεωργουσοπούλου, να ρέει με τρόπο σύγχρονο και πολύ θεατρικό. Η σκηνοθεσία και η εκμετάλλευση των σκηνικών χώρων με ιδιαίτερη οικονομία και σκέψη παρουσίασε μια μεστή θεατρική πράξη με μελετημένη κίνηση των ηθοποιών. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν και τα σκηνικά και τα κοστούμια:  παλιοκαιρισμένο το κοστούμι του Ληρ, αυστηρό αυτό της Μαρτζ, νεανικότερο της ερωμένης ηθοποιού, μεγαλύτερο αυτό του αντικαταστάτη.

Η παράσταση μας καλεί να κάνουμε την αναγωγή στη δική μας  πραγματικότητα -καθημερινότητα,  να αναλογιστούμε τους ρόλους μας , τα καθήκοντά μας και τα αδιέξοδά μας.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ