Κριτική για την παράσταση "Άνθρωποι και ποντίκια"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ο αγώνας του ανθρώπου μέσα στο χρόνο για την υπέρβαση των βιοτικών, και όχι μόνο, δυσκολιών για την επιβίωσή του. Η ανάγκη του να έχει έναν σύντροφο με τις όποιες ιδιαιτερότητες αυτός έχει για να επικοινωνεί.

Η κραυγή της αφόρητης μοναξιάς των ανθρώπων που αναγκάζονται να ζουν σε ένα μικρό κλουβί, σε μια μικρή φυλακή, όπου μετρούν τις μέρες που περνούν σημειώνοντάς τις σε ένα αυτοσχέδιο ημερολόγιο πάνω από ένα λαγούμι - ποντικότρυπα που τους οδηγεί στον έξω κόσμο στον οποίο εξακολουθούν να κουβαλούν την ατελείωτη και οικειοθελή τους κράτηση. Από εκεί διάφορες μορφές ανθρώπων ξεπηδούν φέροντας το δικό του αδιέξοδο ο καθένας.

Ο Κούρδος μετανάστης (Γιανμάζ Ερντάλ), που ποτέ κανείς δεν του έδωσε σημασία, ούτε ποτέ κάποιος του έκανε παρέα στην απομόνωση που του είχαν επιβάλει, το αφεντικό και οι συνάδελφοί του, να ζει και να εργάζεται, δέχεται τον ρατσισμό των γύρω του δίχως να μιλά. Τον Γιώργο (Γιώργος Σιδέρης) έναν μονόχειρα, τον φωνάζουν όλοι «γέρο». Είναι άνθρωπος κι αυτός χτυπημένος από τη ζωή, χωρίς κανένα όνειρο για το μέλλον, που έχει συντροφιά και μοναδικό απομεινάρι της διαλυμένης του οικογένειας ένα, άρρωστο γέρικο σκυλί που κι αυτό υποφέρει, ώσπου το σκοτώνει πυροβολώντας το ένας άλλος εργάτης στο μηχανουργείο αυτό γιατί δεν άντεχε την κακοσμία του, αφού προηγουμένως το απέσπασε από τον «γέρο» μαζί με το κουτί μεταφοράς στο οποίο το είχε σαν φυλακτό, ρημάδι μιας κατεστραμμένης ζωής, το μόνο ον με το οποίο εκείνος συνδιαλεγόταν. Ωστόσο μοιάζει ο «γέρος» να μην αντιδρά σθεναρά στην αρπαγή του δύσμοιρου ζώου καθώς ίσως να μην μπορούσε να πάρει την απόφαση για ευθανασία του πάσχοντος κατοικιδίου. Ο γέρικος σκύλος του «γέρου», του καθαριστή αυτού που περισυλλέγει όλες τις ακαθαρσίες των εργατών και συχνά λέει πόσο βρώμικοι είναι,  αποτελεί προοικονομία για τα θάνατο του Λένου.  Ο άνθρωπος που μεγαλώνει δεν πετά τίποτα. Φοβάται την αλλαγή του σκηνικού γύρω του. Όμως σύμφωνα με τον σκληρό νόμο της ζωής ό,τι δεν έχει μέλλον και προξενεί πρόβλημα για τους άλλους αποκόπτεται, πετιέται. « Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, ή αρρωστήσουν, ή αποτραβηχτούν, ή τα “ χάσουν” ! » Πόσο άδικο! Το ίδιο και με τον άνθρωπο. Η αργοπορία του Βασίλη και του Λένου στο μηχανουργείο επιφέρει τον εξευτελισμό και εκφοβισμό τους από το νεαρό αφεντικό.

Η Νικολέτα (Νικολέτα Κοτσαηλίδου), η γυναίκα του αφεντικού, συνοδεύεται καθώς λένε όλοι από μια απαίσια οσμή, καθώς το «πατσουλί» που φορά με το κιλό προκαλεί απέχθεια στους άνδρες του εργοταξίου, τους οποίους συντηματικά φροντίζει να αναστατώνει. Αδικημένη από μια οικογένεια με μια καταπιεστική μητέρα, που συνέχεια την κατηγορούσε κι έναν πατέρα μέθυσο που τη λάτρευε και με τον οποίο το έσκασαν μαζί. Καθώς όμως τους βρήκαν, τους έπιασαν και το όνειρο της διαφυγής από τη μητέρα – εισαγγελέα, ναυάγησε με ό,τι συνέπεια μπορεί να είχε αυτό για τη μικρή Νικολέτα.

Ο Βασίλης (Βασίλης Μπισμπίκης) και ο Λένος (Δημήτρης Δρόσος), είναι το δίδυμο  ο έξυπνος και ο χαζός, υποψιασμένος ο ένας, αγαθός ο άλλος. Ο δεύτερος αρέσκεται να χαϊδεύει τα μαλακά πράγματα, κυρίως ζωάκια, υποκατάστατο ίσως της τρυφερότητας που στερήθηκε, αλλά καθώς το κάνει αυτό ο ενθουσιασμός γίνεται ανεξέλεγκτος και τα σκοτώνει. Είναι ένα δίδυμο αχώριστο, που υποφέρουν τη ζωή τους τρέφοντας ένα όνειρο απόδρασης, σε ένα κτηματάκι, με ζωάκια τρυφερά που αρέσουν στο Λένο να χαδεύει. Σαν τα μυθικά Κύθηρα, μια γη της Επαγγελίας, μακριά από εκμεταλλευτές  και γεμάτους κακία ανθρώπους. Ένας τόπος ονειρικής, ουτοπικής ελευθερίας, αφού κάτι τέτοιο δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.

Ο Μάνος (Μάνος Καζαμίας), ο εργοδηγός σε αυτή τη δουλειά, δυνατός, ακριβοδίκαιος, με συμπάθεια στη Νικολέτα, που εμφανώς καταπιεζόταν από έναν σατράπη και παθολογικά ζηλιάρη σύντροφο, το αφεντικό του, με συμπάθεια επίσης στο Βασίλη και το Λένο. Θεωρεί τον Βασίλη έξυπνο κι ας του λέει εκείνος: « Αν ήμουν έξυπνος, θα δούλευα εδώ για 300€;». Ο Μάνος  είχε σκοτώσει τον πατέρα του, που σάπιζε στο ξύλο τη μάνα του και κατόπιν παραδόθηκε μόνος του εκτίοντας ποινή 10ετούς φυλάκισης.

Ο Θάνος (Θάνος Περιστέρης), ένας νέος οξύθυμος, πετά έξω από το τραπέζι τον  Κούρδο γιατί έπιασε με τα “βρωμόχερά” του το ψωμί, είναι αυτός που σκοτώνει το σκύλο του Γιώργου, γιατί δεν αντέχει τη δυσοσμία του.

Το αφεντικό, ο Στέλιος (Στέλιος Τυριακίδης), που κληρονόμησε την επιχείρηση και την τρέχει μόνος του, είναι σκληροτράχηλος, ζηλιάρης, σατράπης στη γυναίκα του.  Για να ξεσπάσει τρέχει σε αγώνες μποξ, να ξεθυμάνει. «Κερδίζει» τον αφελή Λένο που προσωρινά τον συμπαθεί, ενώ ο Βασίλης του λέει: «Αφεντικό και καλός υπάρχει;»

Όλοι οι ήρωες έχουν συντριβεί από μια απρόσωπη κοινωνία, που τους έχει επιβάλλει έναν αταίριαστο και εξαιρετικά βίαιο ρόλο. Προσπαθούν να μην πνιγούν στο ναυάγιο της ζωής τους, όμως αυτό είναι τρομερά δύσκολο.

Η δουλειά είναι σκληρή και απάνθρωπη. Δεν αφήνει περιθώρια αλληλεγγύης, αλληλοκατανόησης και ανθρώπινης επικοινωνίας. Ό,τι συμβαίνει, γίνεται στο πλαίσιο ενός άκαμπτου εργασιακού χώρου, που κάνει τους ανθρώπους δούλους, μηχανές. Η επαφή τους με το άλλο φύλο γίνεται με πληρωμή, χωρίς συναίσθημα, άγρια μόνο σαν ξέσπασμα αγριότητας, όπως τα λόγια που ανταλλάσσουν στην καθημερινότητά τους.

Στο Άνθρωποι και ποντίκια, ο Βασίλης σκοτώνει τον αγαθό Λένο, λυτρώνοντάς τον έτσι. Αλλά η αξία της ζωής δεν αμφισβητείται ποτέ, γιατί οι απλοί άνθρωποι αυτών των ιστοριών δεν είναι κατ’ ανάγκη μικροί και ασήμαντοι. Ο Στάινμπεκ σκύβει μ’ αγάπη πάνω από τα όνειρα των ηρώων του, βλέποντας την ποιητική τους διάσταση, αλλά με καθαρή ματιά καθώς διακρίνει κι όλη τους τη σκληρότητα.

Το σκηνοθετικό βλέμμα του Βασίλη Μπισμπίκη αποδίδει όλη αυτή την αγριότητα και την απόλυτη διάψευση των ονείρων των απλών αυτών ανθρώπων , που συνθλίβονται από τις ερπύστριες του άκρατου κέρδους, που δεν αφήνει χώρο για φιλευσπλαχνία και αλληλεγγύη. Όποιος δεν συμμορφώνεται ή δεν ακολουθεί και δεν είναι αποτελεσματικός, έχει την τύχη του σκύλου του «γέρου», του Γιώργου.

Το συμβατό στην ατμόσφαιρα του έργου τοπίο του Ελαιώνα, συνοψίζει όλον τον προβληματισμό του Στάινμπεκ και δίνει άλλη φόρτιση εξαρχής στην παράσταση. Η μεταφορά από το σημείο, που οι δυο φίλοι, σαν τον Τομ Σόγιερ και τον Χωκ Φιν, συμφωνούν για την μετέπειτα πορεία τους και τα κοινά τους όνειρα και «υπογράφοντας» συμβόλαιο τιμής και φιλίας ώστε να μην τα αποκαλύψουν σε κανέναν τα σχέδιά τους, στον σκληρό χώρο της εργασίας, είναι εξαιρετικά πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Όλα όμως τινάζονται στον αέρα αφού ο Λένος τα αποκαλύπτει στους άλλους. Στο πρώτο αυτό σημείο υπάρχει η σκηνοθετική προοικονομία καθώς ο Βασίλης παίρνει το νεκρό ποντίκι που ακόμα χαϊδεύει με μανία ο Λένος και το πετά μακριά στην άλλη άκρη του δρόμου. Εκείνος πηγαίνει, το αναζητά και του το ξαναπαίρνει για να το πετάξει στο καζάνι με την φωτιά που έχει ανάψει για να ζεσταθούν. Είναι όλα ρεαλιστικά, όπως τα υπαγορεύει το κείμενο και σίγουρα η πρόθεση του συγγραφέα.

Αυτοί οι ήρωες έτσι όπως κινούνται στην σκηνή, με την εκφορά του άγριου αυτού λόγου, είναι φανερό ότι αποτελούν μια πιστή αποτύπωση του διαχρονικά αγωνιζόμενου ανθρώπου, παντού στο κόσμο που αναζητά μια καλύτερη τύχη και ένα αξιοπρεπές μέλλον.

Η νουβέλα με τη θεατρική της δομή προσφέρεται για τη σκηνή όπως δίνεται στη συγκεκριμένη παράσταση. Έτσι αυτοί οι δυο ευκαιριακοί εργάτες, από την αρχή ως το τέλος είναι τόσο γλαφυροί, τόσο τραγικά αληθινοί και τόσο μοιραία παραδομένοι σε μιαν άδικη μοίρα.

Ο λόγος ρέων και παραστατικός, αποδίδει πλήρως την ωμότητα μιας ανήλεης κοινωνικής πραγματικότητας.

Ο σκηνικός χώρος (Αλεξία Θεοδωράκη) αυτό το μεγάλο κλουβί, αυτή η φυλακή με τα μικρότερα κελιά και μια τρύπα διαφυγής σε μιαν άλλη κόλαση, είναι πολύ πετυχημένη αποδίδοντας την υποχρεωτική συμβίωση αυτών των ανθρώπων – ποντικών, που μετά από ένα διάστημα αρχίζουν να τρώγονται μεταξύ τους, σαν τα ποντίκια που πολλαπλασιάζονται στο κλουβί.

Οι ερμηνείες όλων είναι καθηλωτικές, όπως βέβαια και η οργάνωση των σκηνών και η σκηνική διδασκαλία. Υπέροχος ο Δημήτρης Δρόσος στο ρόλο του Λένου. Ένα πληγωμένο, φοβισμένο παιδί σε ένα δυνατό σώμα, με καθυστέρηση και με βίαιη απαίτηση τρυφερότητας, που ποτέ δεν έλαβε.

Είναι μια συγκλονιστική παράσταση με βαθειά μελέτη του έργου που οδηγεί στην παραδοχή ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα στους αιώνες στην ανθρώπινη μοίρα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ