Κριτική για την παράσταση "Ευτυχισμένες μέρες"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Το έργο του Μπέκετ έχει σημαδέψει τον 20ο αιώνα και έχει καθορίσει την ιστορία του θεάτρου. Ο  Edward Albee αναγνώριζε τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλο, τον Μπρεχτ και τον  Μπέκετ ως τους αντιπροσωπευτικότερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Μελετά τον άνθρωπο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην επιβίωσή του σε ένα μάλλον εχθρικό περιβάλλον για εκείνον. Ο χρόνος και ο τόπος είναι έννοιες εντελώς ρευστές και ακαθόριστες στο έργο του Μπέκετ. Παραμένουν κάτι το «ουδέτερο». Γιατί ο ανθρώπινος τύπος, που έχει δημιουργήσει ο Μπέκετ, δεν ανήκει στο χτες, το σήμερα ή το αύριο. Είναι ο άνθρωπος όλων των εποχών. Δεν ανήκει, επίσης, σε καμιά φυλή, ούτε κατοικεί σε συγκεκριμένη περιοχή. Ο άνθρωπος ως οντολογική μονάδα και όχι ως κοινωνικό ον, παραμένει ο αποκλειστικός στόχος του Μπέκετ, γιατί έτσι στην απομόνωση μπορεί κάποιος να μελετήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι σε όλα του τα έργα ο  άνθρωπος είναι μόνος, έρημος, καταδικασμένος να μονολογεί και να μη μπορεί να επικοινωνήσει με τον Άλλον, να προσμένει κάποιον,  που ξέρει ότι δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να έλθει. Εντούτοις ο ίδιος βλέπει να υπάρχει μια αισιόδοξη προοπτική, αναγνωρίζοντας ότι παρά την τραγική του μοίρα δε μπορεί παρά να συνεχίσει!  Δεν έχει άλλη επιλογή από το να εμπιστευθεί τη ζωή.

«Ανάσταση της τραγωδίας», θεωρήθηκε και το έργο Ευτυχισμένες μέρες όταν πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι το 1963. Αστειευόμενος ο Μπέκετ είχε πει πως « μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε τέτοιες συνθήκες». Είναι ένα σύμβολο της προσπάθειας που κάνουμε για να σηκωθούμε, να αποδεχτούμε όλο αυτό που μας συμβαίνει, να βρούμε δύναμη να συνεχίσουμε και να πούμε «τι ευτυχισμένες μέρες ζούμε»…

Η Γουίννι, η ηρωίδα στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ μισοθαμμένη κανονικά, σε αυτή την παράσταση είναι απολύτως αφομοιωμένη από το φυσικό σκηνικό, το βράχο μέσα στο θέατρο, στο βάθος της σκηνής. Φορά μια γούνα στο χρώμα του βράχου και ο φωτισμός, που παίζει καθοριστικό ρόλο αποδίδει την απόλυτη ακινησία της.

Σε αυτή τη θέση μόνη της παρηγοριά, ο Γουίλι, στον οποίο μιλά ενώ εκείνος μετά βίας αρθρώνει μονολεκτικές απαντήσεις ή αφήνει κραυγές. Εκείνη με λόγο σχεδόν παραληρηματικό, φλυαρεί ακατάσχετα, «προσεύχεται» και ασχολείται με την τσάντα της που κι αυτή είναι αφομοιωμένη από τον βράχο μαζί με το περιεχόμενό της.  Μια ομπρέλα και μια φωτογραφία είναι τα μόνα αντικείμενα που ανταλλάσσουν. Αυτός της τα δίνει ενώ εκείνη παραμένει ακίνητη και μόνο κινεί τα δάκτυλά του προτεταμένου χεριού της.

Ένας από τους πιο δύσκολους ρόλους, αυτός της Γουίννι, όχι μόνο λόγω της ακινησίας της, αλλά κυρίως λόγω του σθένους, που η ηθοποιός πρέπει να αναζητήσει μέσα της ώστε να αποδώσει το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου, την απελπισία του και τη διάθεσή του να ανακαλύψει από την αρχή κάθε νήμα αυτής της ρημαδιασμένης ζωής και ενός κατακερματισμένου λόγου, που δεν οδηγεί σε κανενός είδους επικοινωνία. Η Γουίννι μπορεί να είναι αφομοιωμένη από τον βράχο, αλλά αναζητά απελπισμένα κάποιον να την ακούει, που μπορεί να είναι ο Γουίλι, αλλά ίσως κι ο Θεός. Απεγνωσμένα απευθύνεται στον Γουίλι και άλλοτε στρέφει το βλέμμα της προς το Θεό καθώς με κάποιον πρέπει να επικοινωνεί για να δικαιολογήσει την παρουσία της στη ζωή και να μπορεί να συντηρήσει τη διαύγεια του μυαλού της. Η προσευχή, που κάθε τόσο λέει , είναι σίγουρα μια άσκηση  μυαλού. Ο Γουίλι, που δεν της μιλά κοιτώντας τη στα μάτια είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει καμία όρεξη για ζωή. Η Γουίννι κάνει υπεράνθρωπη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή. Είναι μια μονάδα σε ένα έρημο, βραχώδες τοπίο. Η ηθοποιός Μαρία Παρασύρη , άλλοτε ευδιάθετη, άλλοτε υπερβολικά χαρούμενη ξεσπώντας σε γέλια, με εμφανή κατάθλιψη και άκρατο φόβο αποδίδει τον εγκλωβισμό του ανθρώπου σε ένα αδιέξοδο, υπογραμμίζοντας την μοναδικότητα και μοναχικότητα  της ανθρώπινης υπόστασης και κατ΄ επέκταση της ίδιας της ζωής. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι κανείς πρέπει να είναι ευγνώμων για τη ζωή και βάζει την ηρωίδα του να χαροποιείται με ο,τιδήποτε ασήμαντο υπάρχει γύρω της.

Για τον Μπέκετ η ζωή είναι συνυφασμένη με το λόγο, άρα και με τη σκέψη. Όταν ο λόγος καταρρέει, κλονίζεται μαζί του και όλο το ανθρώπινο οικοδόμημα, το οποίο γίνεται άκαμπτο, αδιαπέραστο, κουραστικό, βαρετό.

Η υπαρξιακές αναζητήσεις βρίθουν στο έργο αυτό. Σε ένα απόκοσμο τοπίο, σε έναν άλλο ίσως πλανήτη, μια καθηλωμένη σε ακινησία γυναίκα μιλά για το θάνατο και το Θεό. Ο φόβος της μοναξιάς την κυριεύει, προσπαθεί να πιαστεί από έναν άλλον τρόπο ζωής που θυμάται διακατεχόμενη εμφανώς από το φόβο του θανάτου.

Η μικρή της τσάντα ακίνητη κι αυτή την προμηθεύει με ένα σωρό πράγματα: καθρεφτάκι, κραγιόν, ένα όπλο που το ακουμπά πιο μακριά ενώ εκείνη αρχίζει να ετοιμάζεται για την ευτυχισμένη της μέρα.  Την εγκαταλείπουν οι λέξεις, φοβάται τη λήθη και δίνει την εικόνα του καθηλωμένου του ίδιου του Μπέκετ, που για χρόνια γράφει μανιωδώς. Η ίδια είναι αγκιστρωμένη σε αυτό που ονομάζει «παλιό στυλ».

Φορώντας ένα αστείο φτερό για στολίδι στα μαλλιά, θάβεται μέσα στη γούνα της, κρύβεται μέσα σε αυτή, δίνοντας την αίσθηση ότι την καταπίνει ο βράχος. « Καμιά φορά έχεις την αίσθηση ότι κάτι σε ρουφά όπως ο ιστός της αράχνης.»

Ανοίγει την ομπρέλα της προσπαθώντας να πετάξει αλλά μάταια. «Ανησυχεί ότι η γη έχει χάσει την ατμόσφαιρά της.» Πώς να μπορεί κάποιος να απεγκλωβιστεί από μια ευνουχιστική καθημερινότητα, πώς να τον σηκώσει μια ομπρέλα όταν έχει βαρίδια στα πόδια; Όσο και να προσπαθεί μάταια να πείσει τον εαυτό του για τις αλλοτινές ευτυχισμένες μέρες και να αντλήσει δύναμη απ’ την αναμονή των επικείμενων ευτυχισμένων ημερών, τίποτα δε δείχνει ότι αυτό θα συμβεί.
Στη συνέχεια θα επαναλάβει την μάλλον βιωματική ιστορία που αφηγήθηκε και στην αρχή και αυτό θα σηματοδοτήσει την αδιάκοπη συνέχιση της ομιλίας της, μέχρι να εξαφανιστεί στο χώρο.

Υπέροχη η ερμηνεία της Μαρίας Παρασύρη ( Γουίννι). Ωραία κι αυτή η κίνηση παραίτησης του Κώστα Κουτσολέλου (Γουίλι), απαραίτητο συνοδευτικό ακόρντο και έρεισμα στην ερμηνεία της ηθοποιού λειτουργώντας ως η άλλη φωνή που προσπαθεί να εμποδίσει την αφομοίωση του ανθρώπου από την έρημο της επικοινωνίας, της απομόνωσης, της αλλοτρίωσης. Πολύ σημαντικός ο φωτισμός του Τάσου Παλαιορούτα πάνω στο φυσικό αυτό σκηνικό με το βράχο. Λειτουργική η σκηνοθεσία του Θανάση Δόβρη, έκανε να ακουστεί η μετάφραση του Μάνου Λαμπράκη και πέτυχε να βιώσει ο θεατής αυτή την ερήμωση των πόλεων, του νέου τρόπου ζωής, της απώλειας του λόγου και της μνήμης.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ