Κριτική για την παράσταση "Hotel Marina"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Στο ξενοδοχείο ημιδιαμονής «Hotel Marina», συναντιούνται κάποιες ιστορίες ζωής. Στους χώρους του, οι καθημερινοί αυτοί ήρωες  πνίγουν τις φωνές τους και τα κλάματά τους, θυμώνουν, αναζητούν νέες συμμαχίες και ζωή καινούργια ή απλά μια όμορφη συνέχεια. Όλοι όμως διψούν για αποδοχή, η οποία πρωτίστως προκύπτει από τον ίδιο τον εαυτό και μετά από το περιβάλλον.

Όλοι στη σκηνή tableau vivant με ένα μειδίαμα ξεκινούν μια παράσταση, όπου ποτέ κανείς δεν χάνει το νήμα. Είναι όλοι συνεχώς δυναμικά παρόντες με ένα διαπεραστικό βλέμμα στα πράγματα, ανά πάσα στιγμή δρώντες κι έτοιμοι να απαντήσουν στα τεκταινόμενα επί σκηνής. Η σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη κατάφερε να συνθέσει μια παράσταση συνόλου όπου όλοι όσοι την παρακολουθούν νιώθουν ότι τους αφορά, είτε έχουν βρεθεί σε χώρο ημιδιαμονής, είτε όχι.

Η   Βανέσα μια τρανς γυναίκα,  ο Μάνος, ο μπάρμαν, που εργάζεται εκεί, όπως και η Οριάννα, η ρεσεψιονίστ, ο Χρήστος, ζωγράφος και η Τάνια, παλιά του μαθήτρια, καθηγήτρια εικαστικών πια σε σχολείο και σύζυγός του και βέβαια η Ουρανία, η καθαρίστρια του ξενοδοχειακού συγκροτήματος και παλιά ιδιοκτήτριά του, συναντιούνται στο ανακαινισμένο ξενοδοχείο, κουβαλώντας ο καθένας το δικό του παρελθόν, το δικό του φορτίο, τη δική του δυστυχία, όπως η χελώνα κουβαλά το καβούκι της. Ποτέ όμως δε μπορεί κάποιος να απαλλαγεί απ’ όσα έχουν χαραχθεί στη ψυχή του και την έχουν σημαδέψει.

Η Βανέσα, στο παρελθόν Μπάμπης, που η γυναίκα του φροντίζει να του υπενθυμίζει την παλιά του ταυτότητα καθώς υποχρεώνεται να μεταμφιεστεί σε άντρα κάθε φορά που πρόκειται να δει τη λατρεμένη του κόρη Μάρθα. Η Βανέσα που έχει υποστεί κάθε είδους βία από τον περίγυρο, επιζητά την αποδοχή του ως γυναίκα πια και τα δικαιώματά του στον έρωτα και την αγάπη. «Αγάπη», «σ’ αγαπώ», λέξεις που προξενούν το γέλιο σε εκείνη και στην Τάνια η οποία εμφανίζεται εξοργισμένη και αγριεμένη απ’ τη σχέση της με το Χρήστο, αλλά ανήμπορη να ζήσει μακριά του καθώς τον αγαπά!

Στο μπαρ όταν οι δυο τους αρχίζουν να ανοίγονται η μια στην άλλη και να επικοινωνούν ουσιαστικά, κάνουν λόγο για τη γαλλίδα συγγραφέα Αναΐς Νιν, που κάποτε ήταν ταυτόχρονα παντρεμένη με δυο άντρες και που πίστευε κάποια πράγματα, τα οποία εκφράζουν εντελώς τη Βανέσα. Σχετικά με την κρίση στο γάμο της Τάνιας, η Βανέσα  αντιπαραθέτει τις απόψεις αυτής της τόσο ταλαντούχας και δυναμικής γυναίκας. Της λέει ότι  είναι λάθος για μια γυναίκα να περιμένει έναν άντρα να φτιάξει τον κόσμο που εκείνη θέλει, αντί να τον δημιουργήσει μόνη της. Γελούν με την ταύτισή τους αυτή και με την εξέλιξη των πραγμάτων, γιατί η Τάνια θα το κάνει αυτό, θα αξιώσει το δικό της κόσμο χωρίς να υπηρετήσει οπωσδήποτε την αλήθεια.

Ο Μάνος ως μπάρμαν έχει μια εξαιρετική παρουσία επί σκηνής. Το κοστούμι του είναι ένα ολόκληρο φορητό μπαρ. Όλες οι κινήσεις του, για το καθάρισμα, για το σερβίρισμα, οι ήχοι για την προετοιμασία του καφέ, ιδιαίτερα προσεγμένες μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια τους. Είναι απογοητευμένος γιατί χώρισε με την κοπέλα του κι αυτό διότι ενώ την αγαπούσε δε μπορούσε να της εκφράσει ολόψυχα ανεπιφύλακτα την αγάπη του όταν εκείνη τον ρώτησε απλά αν την αγαπά. Η Ουρανία του επισημαίνει ότι αυτός που αγαπά θέλει να το ακούει κιόλας. Εκείνος για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ίσως εξαιτίας μιας προσωπικής ψυχοσυναισθηματικής εμπλοκής δεν μπορεί να εκστομίσει το «σ’ αγαπώ». Καθώς στην παράσταση η Βανέσα συνιστά έναν ευδιάκριτο πόλο, αφού εκείνη αντιμετωπίζεται ως «τέρας της φύσης», θα μπορούσε κανείς να πει παρακολουθώντας τη ροή του έργου ότι η μόνη ανωμαλία τελικά είναι η ανικανότητα κάποιου να ερωτευθεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ο ίδιος ο Μάνος σε μια σκηνή εμφανίζεται να «απολαμβάνει» την ερωτική επαφή χωρίς κανένα εσωτερικό βάθος κι αγάπη, βυθισμένος στη συναισθηματική φτώχεια. Για όλους όμως υπάρχει ο ισότιμος τους, έτσι στην Οριάννα, βρίσκει τον καθρέφτη του. Αυτά τα δύο νέα παιδιά, σε όλη την εξέλιξη του σπονδυλωτού αυτού έργου, είναι αφιερωμένα στην εργασία τους. Αυτός  στο σέρβις του μπαρ και εκείνη στον υπολογιστή της υποδοχής. Πάντα με υπηρεσιακό ύφος, ευνουχισμένοι και οι δυο κι «αφυδατωμένοι» από οτιδήποτε γνήσιο και ουσιαστικό.

Αδυνατούν να καταλάβουν την εμμονή του Χρήστου να πάρει το δωμάτιο 11, που πια δεν το λειτουργούν σαν δωμάτιο υποδοχής και την άρνησή του να παραμείνει στο 21 που του έδωσαν. Θεωρούν ανόητη την επιμονή του για κάτι που καθόλου σημασία δεν έχει, αλλά που εκείνος, που μονίμως απομακρύνεται από τον πυρήνα των δεινών του, τα ανάγει όλα σε θέματα μεγίστης σημασίας. Για το Χρήστο όλα είναι τρόποι αποφυγής του προβλήματος. Εξάλλου όλα τα πράγματα δεν τα βλέπουμε όπως είναι, τα βλέπουμε όπως εμείς είμαστε. Όλοι οι ήρωες του έργου αυτό ακριβώς κάνουν. Ο Χρήστος κρατά μυστικά από τη γυναίκα του, γιατί κουβαλά ενοχές ανεπάρκειας, το ίδιο και η Βανέσα, που κουβαλά την απαξίωση από την οικογένειά της για την επιλογή της, το ίδιο για κάποιο λόγο ο Μάνος και η Οριάννα και βέβαια η τραγική φιγούρα του έργου η Ουρανία. Η καθαρίστρια με το κρυφό παρελθόν, παλιά ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου ημιδιαμονής, πριν αυτό καταστραφεί μετά την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε και ανακαινιστεί λειτουργώντας πλέον ως ξενοδοχείο διακοπών. Ένας ρόλος που συμπυκνώνει όλες τις δυστυχίες των ηρώων, καθώς εκείνη θέλει καθαρίσει τη «βρωμιά» των άλλων και να επουλώσει τις πληγές τους, που σαν Πιετά, πενθεί και κρατά στην αγκαλιά της το τραυματισμένο και συναισθηματικά ευνουχισμένο μέλλον, που το βλέμμα της σκοτεινιάζει, μαζί με τη ψυχή της, που αναπολεί και μετανιώνει.

Όλοι έχουν ένα παρελθόν για το οποίο δε μιλούν. Η Ουρανία με σκοτεινιασμένο βλέμμα σχεδόν καταρρέει όταν η Βανέσα της εκμυστηρεύεται το πόνο της να μη μπορεί να συναντήσει το παιδί της, που τόσο πολύ της λείπει.

Αγκάθι στη σχέση του Χρήστου και της Τάνιας η έλλειψη του παιδιού. Το ίδιο και στους νεαρούς Οριάννα και Μάνο, η έλλειψη της νεανικής ανεμελιάς και αθωότητας.

Το μουσικό λάιτ μοτίβ της παράστασης, το τραγουδάκι «batida de coco» της Αρλέτας σε στίχους Μαριαννίνας Κριεζή και μουσική Λάκη Παπαδόπουλου δίνει το στίγμα της αέναης ροής των πραγμάτων, της ταύτισης των ανθρώπων, της συνεχούς γιατρειάς των πληγών, της παρηγοριάς με το αλκοόλ και την παρέα «εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο
κι όταν πίσω την παίρνω στο κακό της το χάλι λέω πάντα χαλάλι και batida de coco».

Η παράσταση έχει άποψη, με τη χρήση προβολών,  με  σημειακές σκηνικές αναφορές, όπως αυτή της Πιετά και την άλλη με την « Πλατυτέρα». Η διδασκαλία των ηθοποιών έγινε με γνώμονα την αποκάλυψη στα μάτια των θεατών όλων όσων απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο σε επίπεδο σχέσεων και προσωπικής ευτυχίας.  Οι συγγραφείς (Ηλίας Πολλάτος, Γεράσιμος Μιχελής, Σέβη Ματσακίδου)τόλμησαν και έπιασαν το σφυγμό ενός κοινού σε όλους προβληματισμού. Η παράσταση έχει καταπληκτικές ερμηνείες! Ο Γεράσιμος Μιχελής  στο ρόλο του Χρήστου, σε όλες τις σκηνές του διαφορετικός και μοναδικός! Στα παράπονα στη ρεσεψιόν, στην ερωτική σκηνή του διαδρόμου με τη σύζυγό του, στο μπαρ με το Μάνο, στην αντιπαράθεση με τον στρατιώτη, παιδικό παιχνίδι, στη σύγκρουση με τη γυναίκα που αγαπά, στην ήττα του στην αναμέτρηση με τον εαυτό του. Ένας πολυσχιδής ηθοποιός, που έχει δουλέψει τη λεπτομέρεια.

Εκπληκτική η Μαίρη Σαουσοπούλου στο ρόλο της Ουρανίας. Στην κίνηση της καθαρίστριας, όπου δεν το έχασε ούτε μια στιγμή με την καθαριότητα, όταν προσπαθεί να σκαρφαλώσει με κωμικό τρόπο στο κάθισμα του μπαρ, αλλά κυρίως στην ενδοσκόπηση, στον μεγάλο και ανομολόγητο πόνο, στη συμπυκνωμένη σοφία, στη φωνή και γενικά στην ερμηνεία.

Θαυμάσιος και ο Διονύσης Μπουλάς στο ρόλο της Βανέσας. Αυτή η κίνηση του μαλλιού, το βλέμμα στο κοινό, βλέμμα που ζητά συνάμα αποδοχή, αλλά και είναι έτοιμο να αποκρούσει την έλλειψή της και την ενδεχόμενη βία, η γυναικεία φύση σε μεγάλη δόξα και βαθειά πληγή.

Ο Χρήστος Σταθούσης, είναι ο μπάρμαν κάθε λεπτό. Αυτός σερβίρει παρηγοριά και ακούει τους πόνους. Με τέτοια απογοήτευση γύρω του πώς να εμπιστευτεί το «σ’αγαπώ», πώς να μπορέσει να αποκαλυφτεί, να αφήσει την αρματωσιά του, τη θωράκιση του μπαρ για να εκτεθεί στην αγάπη; Όταν το επιδιώκει στο τέλος, βρίσκει την απάντηση που του αντιστοιχεί για να συναντηθεί με τη ρεσεψιονίστ.

Η Τζίνυ Παπαδοπούλου στο ρόλο της Τάνιας, μια ζωγράφος, εικαστικός σε σχολείο και μάνατζερ του «ανήλικου» συζύγου της, έρχεται στα όριά της με την ανώριμη συμπεριφορά του, δείχνει και αυτή ότι έχει ανάγκη ένα παραμύθι για να κρύψει το δικό της έλλειμμα και να είναι πιο ευτυχισμένη. Αποφασίζει να διαμορφώσει τη δική της ευτυχία και αποφασίζει ότι στην αγάπη δεν υπάρχει «γιατί» ούτε λογική ούτε εξήγηση ούτε λύση και το ερμηνεύει με την υπέροχη φωνή της.

Εξαιρετικά επίσης τα μινιμαλιστικά σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη. Με κάποια αντικείμενα πάνω σε ένα χαλί, δυο καθίσματα μπαρ, μια λάμπα δαπέδου και δυο πολυθρόνες, ένα βήμα με έναν υπολογιστή και μια φωτισμένη πινακίδα ξενοδοχείου, με τη χρήση των οποίων έγιναν όλες οι σκηνές. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα συντάσσονται ακριβώς στη στιγμή και στον εκάστοτε ρόλο. Σε αυτό συντέλεσε καθοριστικά ο φωτισμός του Τάσου Παλαιορούτα και η μουσική πλαισίωση του Βασίλη Τζαβάρα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ