Κριτική για την παράσταση "Η Ψιλικατζού"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η Οδύσσεια της Κωνσταντίνας Δελημήτρου για τεκνοποίηση, αποτυπώθηκε με μεγάλη επιτυχία στο βιβλίο της, που έγινε Best Seller και μεταφέρθηκε εμπνευσμένα στη σκηνή του πολυχώρου Vault από έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη, τον Δημήτρη Καρατζιά, και από μια ταλαντούχα ηθοποιό την Ελένη Ουζουνίδου στο ρόλο της ψιλικατζούς, ενώ στην εξομολόγησή της η αδελφή της (Άννα Ψαρρά), κρατά κατά περίπτωση αντιστικτικό ή εμφατικό ρόλο σχετικά με τη στενοχώρια, τη σύγχυση, το θυμό, τον πόνο, την ατελείωτη θλίψη της πρωταγωνίστριας. Λειτουργική η ερμηνεία της Άννας Ψαρρά η οποία ντυμένη με μια μαύρη τουαλέτα αναδεικνύει τις δυσκολίες μιας δύσβατης διαδρομής.

Το σκηνικό ένα κανονικό κουκλιστικό ψιλικατζίδικο, διαμορφωμένο έτσι που να φαίνεται ότι έχει φτιαχτεί  με μεράκι και αγάπη. Εκεί η ψιλικατζού ξεδιπλώνει τη ζωή της: τα κοριτσίστικα όνειρά της, τις προσδοκίες της και τελικά την οδυνηρή ματαίωσή τους.

Τα ράφια γεμάτα πράγματα, με το κίτρινο χρώμα της χαράς να κυριαρχεί. Το κοστούμι της Ψιλικατζούς παρμένο, θαρρείς, από ηρωίδα παραμυθιού. Μια Χιονάτη με ένα καταπράσινο φόρεμα, σε μια συμβολική αποτύπωση της ελπίδας απ’ την οποία εμφορούνταν όταν ξεκίνησε τη ζωή της κάνοντας τόσα όνειρα για το μέλλον. Ένα παραμύθι μέσα σε ένα ψιλικατζίδικο στο οποίο κατάστρωναν σχέδια για τη ζωή τους, εκείνη και ο «πρίγκιπάς» της.

Πριν γίνει ψιλικατζού απασχολούμενη ως αισθητικός καλλώπιζε μέλλουσες νύφες ώσπου ήρθε η ώρα και του δικού της γάμου στο Δημαρχείο.

Πρωτότυπη η μουσική πλαισίωση για την παράσταση καθώς και το τραγούδι, συνθέσεις του Μάνου Αντωνιάδη, σχολιάζουν με επιτυχία το κείμενο αποδίδντας πιστά το συναίσθημα.

«Κοίτα να δεις, πού βρίσκεται η ευτυχία, σε πράγματα ωραία, που μοιάζουν τόσο απλά».

Στην πρώτη απόπειρα τεχνητής γονιμοποίησης της πρωταγωνίστριας η μουσική είναι ονειρική.

Στο χαρμόσυνο νέο της εγκυμοσύνης η μουσική υπερθεματίζει τη χαρά με τραγούδι: «Ώσπου νάρθεις, εγώ θα περιμένω…»

Και πιο μετά άλλο τραγούδι ρομαντικό σχετικό με την παρουσία ανθρώπων στη ζωή μας: «γίνονται όλα ωραία, όταν είμαστε αγκαλιά».

Μέσα στον πολύχρωμο χώρο του ψιλικατζίδικου, περνούν διάφοροι άνθρωποι με τα προβλήματά τους, τις ανησυχίες τους, τη φτώχεια τους και αφήνουν το στίγμα τους στη ψιλικατζού, που τους αντιμετωπίζει άλλοτε με συμπάθεια και συγκατάβαση κι άλλοτε ψυχρά διεκπεραιωτικά. Η περιγραφή των πελατών γίνεται με τη χρήση κωδικών ονομασιών. Ευφυέστατη η περιγραφή και έξοχη η Ελένη Ουζουνίδου στην αλλαγή του ύφους για κάθε περίπτωση πελάτη.

Όλες οι μικρές, σοβαρές ή αστείες ιστορίες, ακολουθούν μετά από κάθε προσπάθεια αυτής της γυναίκας να κάνει ένα παιδί.

Η περιρρέουσα φτώχεια κι η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου, δεν σταματούν την βαθιά επιθυμίας αυτής της γυναίκας να κάνει παιδί κι ας πέφτει συνέχεια θύμα εξαπάτησης από γυναικολόγους, εμβρυολόγους και κέντρα γονιμότητας. Παραστάτης πάντα ο σύζυγός της, παρά την σκηνική του απουσία. Η αδελφή της, ο άλλος ρόλος, εξαιρετικό  σκηνοθετικό εύρημα. Ένα πρόσωπο που την ακολουθεί από την παιδική της ηλικία μέχρι τώρα και μοιράζεται άδολα τον καημό της, ή εκφράζει με το σιωπηρό κλάμα της το πόνο της, ή με το φωτεινό πρόσωπό της τη χαρά της, μπαίνοντας σε ρόλους, υποδυόμενη εκείνη την κάπως λούμπεν γυναικολόγο ή την εμβρυολόγο.

Παράλληλα με το κεντρικό θέμα του παιδιού, ενδιαφέρον έχει το κοινωνικό πλαίσιο, του οποίου το ψιλικατζίδικο είναι ο καθρέφτης. Τα παιδιά των μεταναστών αξιοπρεπείς πελάτες σε αντίθεση με τους περισσότερους έλληνες, ενώ το ψιλικατζίδικο γίνεται υποκατάστημα Κ.Ε.Π καθώς η ψιλικατζού βοηθά τους ανθρώπους αυτούς, που δεν ξέρουν καλά ελληνικά προερχόμενοι από εξαθλιωμένες χώρες αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Και οι δυο αδελφές καταρρέουν όταν η Ψιλικαντζού αποβάλλει το παιδί φέρει στην κοιλιά της.

Την ίδια ώρα, υπάρχει ορφανοτροφείο απέναντι από το ψιλικατζίδικο και ένα σωρό οικογένειες εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, ενώ μια τοξικομανής μητέρα φυλακίζει τα παιδιά της στο απέναντι μπαλκόνι.  Η υιοθεσία στην Ελλάδα μια ατελείωτη ταλαιπωρία κυρίως για τους μη έχοντες.

Χάνει το παιδί, και πιάνει τον εαυτό της να παραλογίζεται καθώς το θέλει ακόμα και νεκρό. « Θέε μου! Πόσο ακόμα;»

Εκτός του βάρους και της οδύνης που φέρει η ματαίωση της βαθιάς αυτής επιθυμίας για τη μητρότητα, καλείται να διαχειριστεί και την πίεση απ’ τους υπαινιγμούς του κοινωνικού περιβάλλοντός της, που αρχίζει να αλλάζει στάση απέναντί της. Έπιασε και η κρίση, κι έτσι «οι φίλοι χάθηκαν, το σπίτι άδειο, το μαγαζί άδειο, όπως και οι ψυχές τους».

Πρέπει να αλλάξει τη ζωή της και δίνει το μαγαζί. Την πονά που ο νέος ιδιοκτήτης της λέει ότι θα γίνει τέλειο το μαγαζί του. Αυτό το κυνικά διατυπωμένο κτητικό «του», για το δικό της μαγαζί, που σε κάθε γωνιά του είχε στεγάσει τη ζωή της, τη καταρρακώνει, αλλά μέσα της αντιδρά: «Ναι ρε φίλε δικό σου το μαγαζί! Θέλω να τα ξεχάσω όλα και να προχωρήσω».

Η αγωνία πολλών γυναικών, αυτή την απάνθρωπη πίεση από τον κοινωνικό περίγυρο για το τι είναι κοινωνικά σωστό για την κάθεμιά, η ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, η οικονομική επιβάρυνση που συχνά εξελίσσεται σε οικονομική καταστροφή στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν παιδί, η περίοδος της κρίσης και τα κοινωνικά δεδομένα που διαμορφώθηκαν, όλα αυτά πήραν μορφή από την εξαιρετική ερμηνεία, την κίνηση, τη φωνή, την παραστατική  έκφραση της Ελένης Ουζουνίδου.

Το κείμενο στηρίχτηκε από μια εξαιρετική ερμηνεία, κατάλληλα σκηνικά και θαυμάσια μουσική πλαισίωση.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ