Κριτική για την παράσταση "Η Σονάτα του Σεληνόφωτος"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Μετά την επιτυχία της μουσικοθεατρικής παράστασης «ΜΑΝΑ», και της κοινωνικής κωμωδίας «550» στο Θέατρο Faust, ο Σταμάτης Πακάκης επέστρεψε στον ίδιο χώρο με τη σκηνοθεσία του έργου του Γιάννη Ρίτσου «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», από την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020. Η καραντίνα διέκοψε τις παραστάσεις και το καλοκαίρι το έργο περιόδευσε σε διάφορους χώρους με όλα τα υγειονομικά μέτρα ασφαλείας για τους θεατές και τους ηθοποιούς. Πρόσφατα το είδαμε στο Άλσος Βαρβαρέσου στην Πεύκη, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δήμου Λυκόβρυσης – Πεύκης « Βραδιές Πολιτισμού».

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το ποίημα «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» το 1956, που εμπεριέχεται στην ποιητική συλλογή «Τέταρτη Διάσταση», η οποία αναφέρεται σαφώς στην έννοια του χρόνου. Για το ποίημα αυτό έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Σ’ αυτό παρουσιάζει μια γυναίκα (την υποδύεται η Μαρία Τζανουκάκη) στη δύση της ζωής της, που εκδηλώνει τα τραύματα που ο χρόνος της έχει αφήσει και την εναγώνια, αλλά ατελέσφορη βέβαια προσπάθειά της να τον προλάβει. Η γυναίκα εξομολογείται σε έναν νέο, που είναι αρχέτυπο, όλους τους πόθους της, τις απογοητεύσεις της, τις απώλειες που ρήμαξαν τη ζωή της και εκείνη την ίδια.

Ο νέος, (τον υποδύεται ο Τάσος Χρυσόπουλος), πέρα από αρχέτυπο, εκτελεί και χρέη αφηγητή δίνοντας κάθε φορά το ιστορικό, κοινωνικό, αλλά και προσωπικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται το αδιέξοδο μιας απλής γυναίκας, που όμως γερνά, έχοντας διανύσει μια ζωή που δεν της χαρίστηκε. Ξεκινά την παράσταση με το παραδοσιακό τραγούδι της Λέρου «Το Άρωμα», που λέγεται και «ο χαβάς του Μπιλάλη». Το ερμηνεύει μοναδικά από μακριά καθώς πλησιάζει τη σκηνή και βέβαια τοποθετεί από την αρχή το μελαγχολικό αυτό κλίμα της αδικαίωτης και στερημένης, στεγνής ζωής. Καταπληκτική εισαγωγική επιλογή.

«Όλου του κόσμου τα καλά
να τα `χα δεν τα θέλω
ας έχει ο κόσμος τα καλά
κι εγώ αυτόν που θέλω.

Ήθελα να `μουν άρωμα
που βάνεις στα μαλλιά σου
σε κάθε σου αναπνοή
να μπαίνω στη καρδιά σου.

Όσα άστρα έχει ο ουρανός
ο ήλιος, το φεγγάρι
έτσι κι εγώ θα σ’ αγαπώ
μέχρι να μπω στον Άδη.

Τον όρκο που μου έδωσες
θυμήσου ένα βράδυ
μικρή μου, να με αγαπάς
μέχρι να μπω στον Άδη.

Για σένα κλαίω και πονώ
και βαριαναστενάζω
μα τέτοιο πόνο με χαρές
χιλιάδες δεν αλλάζω.»

Και αμέσως μετά την παρουσιάζει: «Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής». Θέτει εξαρχής το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται αυτή η γυναίκα, που διαβάζει με σπουδή την Καινή Διαθήκη. Φανερός ο συντηρητισμός της από το ντύσιμο κιόλας και από την κίνηση, που φωνάζει την ανεκπλήρωτη ζωή. Ο νέος είναι ο πρώτος έρωτας, είναι ο νέος έρωτας, και γιατί όχι, είναι η πρόκληση για την υπέρβαση, αυτή που δεν αποτολμά στην πραγματικότητα, που υπάρχει όμως μέσα στο μυαλό και την ψυχή της. Είναι το βάδισμα του περήφανου τσολιά, του νέου, που τη γυροφέρνει και που ανομολόγητα την έχει αναστατώσει, είναι ο συγχωριανός στο χωριό που χορεύει μαζί της, είναι ο φαντασιακός έρωτάς της.

Εκείνη ανασφαλής πάντα γερασμένη, με ανάλογη στάση σώματος και κοίταγμα. Το πλέξιμο των χεριών, το σφίξιμο των χειλιών, το εναγώνιο κράτημα των αντικειμένων, η αργή κίνηση και ο φόβος ζωγραφισμένος κάθε στιγμή στην ερμηνεία της ηθοποιού, Μαρίας Τζανουκάκη. Ένας κόντρα ρόλος για μια νέα γυναίκα που εμψύχωσε μεγαλειωδώς αυτή τη γηραιά κυρία.

Επωδός της: «Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.» […] «Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου»

Πρώτα – πρώτα ο τίτλος αλλά και μετά οι αναφορές στο φως του φεγγαριού επιτείνουν την απολογιστική στιγμή της ημέρας, το τελείωμά της, ενώ η ανατολή είναι το ξεκίνημα της δράσης.

«Δεν έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, η λύπη μου, λέει είναι που δεν ασπρίζει και η καρδιά μου». Ακόμα έχει όνειρα και επιθυμίες αφού δεν σταματά η ψυχή να ταξιδεύει. Παιδεύει ένα μαντήλι στα χέρια της καθώς είχε πάντα μανία με τα μαντήλια.

«Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια)
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο».

Μια μικρή πικρή ανάμνηση.

Μιλά για την ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα και ταυτίζεται μαζί της, όπως και με την αρκούδα του αρκουδιάρη. Άλλοτε κλαίει, άλλοτε γελά. Αμείλικτος ο χρόνος και η ζωή μια περασιά χωρίς πρόβα. Όσο μιλά εκείνη ο νέος σβήνει τα κεριά στον καλόγερο της υποδοχής, ο χρόνος τελειώνει. Το φως επίσης, και μένει μόνο το ασημί φως του φεγγαριού, ψευδαίσθηση νεότητας, κάλεσμα μνήμης και λήθης ταυτόχρονα.

Το έργο τελειώνει με εκείνη πάνω στην «ξεκοιλιασμένη» πολυθρόνα με τα χέρια πάνω στο στήθος της σα να ήταν νεκρή και η πολυθρόνα το φέρετρό της.

Καταπληκτικές ερμηνείες και ουσιαστική και λεπτομερής σπουδή του ποιήματος του μεγάλου ποιητή. Το σπίτι της μυρίζει θανατίλα. Διηγούνταν λεπτομέρειες για τη ζωή της και τώρα έχει απομείνει μόνη της.

«Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα.»

Ο λόγος της είναι ερωτικός σε αντίστιξη με την εμφάνισή της. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην επιθυμία ακόμα και όταν είναι ηλικιωμένοι. Ο νους δεν παύει να ονειρεύεται , μα ούτε και η σάρκα να ορέγεται.

Ο νέος πάνω από την πολυθρόνα όπου αυτή κάθεται μοιάζει σαν τον άγγελο θανάτου που την περιμένει και της στήνει καρτέρι. Ό, τι δεν έζησε την στοιχειώνει.

«Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.»

Το σκηνικό και τα κοστούμια του Νίκου Παπάζογλου από την αρχή βάζουν τους άξονες της παράστασης, με ό,τι θα χρειαστεί για να την υποστηρίξει. Όλα αποπνέουν αυτά τα γηρατειά και την οσμή της παλαιικής υγρασίας, μούχλας, από το σπίτι ενός ηλικιωμένου. Τα τραπεζάκια με τα φλιτζάνια, οι φωτογραφίες, ο ραγισμένος καθρέφτης, ίδιος με τη ραγισμένη ζωή αυτών των ανθρώπων και συγκεκριμένα της μαυροφορεμένης ηρωίδας του Ρίτσου, αποτελούν ουσιαστικές αναφορές για το ποίημα.

Ο σκηνοθέτης Σταμάτης Παπάκης έδωσε μία προσωπική σφραγίδα στην παρουσίασή του αριστουργήματος του Γιάννη Ρίτσου και στην αποκωδικοποίηση των νοημάτων του, εκπληρώνοντας και ένα προσωπικό του όνειρο να το ανεβάσει στην σκηνή. Έκανε εύληπτα τα νοήματα και τις αναφορές του ποιητή σε όλες εκείνες τις ματαιώσεις μιας γυναίκας, που φτάνει στο τέλος της χρονικής διαδρομής.

Ουσιαστικοί οι φωτισμοί της Αναστασίας Λουκρέζη, υπέροχη η μουσική και κινησιολογική επιμέλεια του ίδιου του σκηνοθέτη, του Σταμάτη Πακάκη. Θαυμάσια η σκηνή σε πανηγύρι μάλλον του χωριού, όπου η γυναίκα ξεπερνά τα γηρατειά της και χορεύει μοναδικά σαν παιδούλα. Η ψυχή που ποτέ δε γερνά, η μνήμη που βασανίζει. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, μια μάχη που χάνεται. Όχι δεν μπορεί να τον ακολουθήσει, αλλά αν μπορούσε ίσως και να το έκανε, μπορεί όμως να μην το τολμούσε και πάλι με όλες εκείνες τις κοινωνικές συμβάσεις που έχουν κυριαρχήσει μέσα της.