Κριτική για την παράσταση "Περιμένοντας τον Γκοντό"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Περιμέναμε πολύ! Περιμέναμε πάρα πολύ, την μέρα που θα βγούμε έξω ξανά και θα μπορέσουμε να ζήσουμε τη ζωή όπως την ξέραμε. Με φίλους, παρέες, βόλτες και… θέατρο. Έτσι περιμέναμε και τον Γκοντό στους Βράχους του Βύρωνα. Περιμέναμε να φανεί και μαζί μ’ αυτόν να απελευθερωθούμε απ' όλα μας τα ερωτήματα γιατί ο Γκοντό έχει τις απαντήσεις.

Είναι αυτός, που μπορεί να μάς πάρει από το χέρι και να μας βγάλει στο ξέφωτο. Να δώσει σημασία στο χρόνο μας και νόημα στη ζωή μας. Γιατί τελικά ο Γκοντό είναι η ελπίδα! Η ελπίδα που περιμένουν αξιολύπητα ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν να φανεί στο τέλος της ημέρας. Ωστόσο, τι συμβαίνει όσο περιμένουν; Πώς περνάει ο χρόνος χωρίς ελπίδα; Ίσως αυτό είναι και το θέμα του έργου. Ένα παράδειγμα του πώς περνάει ο χρόνος σ’ ένα πλαίσιο απελπισίας κι αδιεξόδου.

Ο χρόνος, η ύπαρξη, το νόημα και η ματαιότητα της ζωής είναι κάποιοι από τους διαφανέστερους προβληματισμούς που διαγράφονται στο έργο. Το πιο σαφές παράδειγμα απελπισίας και ματαιότητας είναι η επιθυμία των ηρώων να περάσει ο χρόνος. Να πάει παρακάτω η μέρα και το έρεβος να σημάνει το τέλος της. Τι κάνουν γι’ αυτό; Τίποτα! Απλά περιμένουν τον Γκοντό.

Αυτοί περιμένουν την άφιξη του Γκοντό και εμείς παρακολουθούμε υπό τους σύγχρονους ήχους: λευκούς, μηχανικούς και ασφαλώς μια μοντέρνα άποψη στη μουσική. Αντίστιξη ή όχι, η επιλογή της μουσικής λειτούργησε ευεργετικά προσδίδοντας στο έργο σύγχρονα στοιχεία, χωρίς όμως να το αλλοιώνει.

Παρόμοια λειτούργησε και το σκηνικό. Με το πάντα εκεί δέντρο που συμβολίζει είτε το δέντρο της γνώσης, είτε το θάνατο… το δέντρο που θα κρεμαστούν σαν άλλοι Ιούδες. Τη σκηνοθετική άποψη του διαλυμένου αυτοκινήτου, που πιθανόν να υπονοεί την αδυναμία τους να προχωρήσουν, ακριβώς όπως ένα χαλασμένο αυτοκίνητο, που δεν πηγαίνει μήτε μπρος, μήτε πίσω. Αλλά και την ευφυέστατη σύλληψη του σχηματοποιημένου περάσματος, μιας χρονικής σήραγγας που λειτούργησε τόσο διεκπεραιωτικά, όσο και αισθητικά, μας έβαλαν στο πλαίσιο δράσης των ηρώων.

Την αισθητική της εποχής του έργου, πρόδωσε το θαυμάσιο ντύσιμο των πρωταγωνιστών, το οποίο επιμελήθηκε η Ηλένια Δουλαδίρη. Ντυμένοι με κουρέλια μιας παρακμάζουσας μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αισθητικής, χαρακτηρισμένης από την αυστηρή προτεσταντική ηθική, επιδεικνύουν την ματαιότητα του «φαίνεσθαι» ενός φολκλορικού ιδεαλισμού στη μόδα, που δεν εξυπηρετεί την ανάγκη, αλλά την εικόνα. Η μόνη ένστασή μου είναι το ντύσιμο των δύο νέων, που ήταν παράταιρο, τόσο σε σχέση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, όσο και με την αισθητική της ίδιας της παράστασης. Ίσως να υπάρχει κάποιος συμβολισμός, αλλά και πάλι, ήταν τόσο όμορφη η εμφάνιση των υπολοίπων, που τολμώ να πω, την χαλούσε το casual ντύσιμο του νεαρού ζευγαριού.

 

Και τώρα στην ερμηνεία!

Αρχικά ο Σπύρος Παπαδόπουλος (Εστραγκόν) παρά τη φανερή του προσπάθεια να καλύψει τις ερμηνευτικές του δυσκολίες, φάνηκε υπήνεμος σε σχέση με τον επί σκηνής σύντροφό του Θανάση Παπαγεωργίου (Βλαδίμηρος). Ο μεν πρώτος φάνηκε λίγος, σαν κάτι να του αποσπούσε την προσοχή και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να παρασύρει ερμηνευτικά τον δεύτερο, ναρκοθετώντας πολλές φορές τη στιχομυθία τους. Ο δε δεύτερος, στάθηκε αξιοπρεπώς στο ρόλο του χωρίς ωστόσο να ξεπεράσει αυτό το απροσδιόριστο όριο που οδηγεί το τεχνικά ορθό, στο καλλιτεχνικά άρτιο.

Όμως, πώς να συγκρίνεις όταν έρχεσαι αντιμέτωπος μ’ ένα φαινόμενο; Μύστης της τέχνης του και μετουσιωμένος στο ρόλο, ο Άρης Σερβετάλης δεν υποδύθηκε τον Πότζο… ήταν ο Πότζο! Ήταν αποκαλυπτικός! Η παρουσία του είναι τόσο έντονη, τόσο ακτινοβόλα, τόσο εξαιρετικά καμωμένη που δύσκολα μπορείς να σταθείς πλάι του! Ήταν ο ίδιος ο Διόνυσος! Η ένταση του κορμιού του έφτανε μέχρι τους θεατές. Η αριστοτεχνική του εξπρεσιονιστική προσέγγιση ήταν τόσο πιστευτή που δεν μπορούσες να διακρίνεις τον ίδιο μέσα στον ρόλο. Είχε γίνει ένα. Το κείμενο εκφραζόταν απευθείας από τη ψυχή του, κάτι τόσο σπάνιο στις μέρες μας. Δεν είναι μια καλή ερμηνεία ενός καλού ηθοποιού, είναι μια αποκαλυπτική κατάθεση αλήθειας, που πραγματικά αξίζει να δει κανείς όσο λίγα πράγματα.

Κι ενώ η τιτάνια παρουσία του Σερβετάλη δεν άφηνε πολλά περιθώρια για να υπάρξεις σκηνικά, ο Ορφέας Αυγουστίδης (Λάκι) τα κατάφερε! Λειτούργησαν σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Συντονισμένοι άριστα, αλληλοσυμπληρωνόντουσαν. Έδεναν τόσο όμορφα επί σκηνής που το θέαμα ένιωθες ότι ήταν ύπερθεν της πραγματικότητας. Κι όμως απέδειξε ο Αυγουστίδης, μεταξύ άλλων, το ταλέντο του με το μονόλογο του, διατυπώνοντας μέσα στον έξαλλο παραλογισμό του κορυφαίες αλήθειες.

Ένα σχόλιο για τους μικρούς της παράστασης. Αμφιβάλλω αν κανείς κατάλαβε τον πραγματικό τους ρόλο. Η παρουσία της Αγγελικής Τρομπούκη, μού φαίνεται περιττή και αδικαιολόγητη, όπως περίπου συμβαίνει και με τον Άρη Κακλέα. Ενώ ο ρόλος του είναι διεκπαιρεωτικός στο έργο του Μπέκετ, στην παράσταση έχει επιμηκυνθεί χωρίς αυτό να προσδίδει απολύτως τίποτα στο σύνολο της. Αλλά και η ερμηνεία του ήταν… άνοστη. Ήταν σα να πήραν ένα αγόρι από τη πλατεία και να αντικατέστησαν τον ηθοποιό που θα έπαιζε το ρόλο. Εδώ θυμίζω ότι και το ντύσιμο ήταν εκτός του αισθητικού πλαισίου. Όμως για να επιστρέψω, στη κατά τα άλλα έκτακτη χορεύτρια, Αγγελική Τρομπούκη, αναρωτιόμουν πραγματικά σε τι αποσκοπεί παρά να κρατά τη τρίμορφη Εκάτη, που θα έλεγε ο Ησίοδος. Ειλικρινά, προσπάθησα και δεν κατάλαβα την εμβόλιμη παρουσία της. Ας είναι…

Επιλογή του σκηνοθέτη και κακά τα ψέματα χωρίς έναν καλό σκηνοθέτη, δεν υπάρχει καλή παράσταση. Ο Γιάννης Κακλέας είναι ένας καλός σκηνοθέτης, δεν γεννάται θέμα. Παραταύτα, στη συγκεκριμένη παράσταση δεν έκανε τη σκηνοθετική υπέρβαση που, ίσως, περιμέναμε. Να μάς δώσει αυτό το κάτι παραπάνω, που σίγουρα μπορεί να δώσει. Κινήθηκε σε ασφαλείς γραμμές υπακούοντας το κείμενο -και καλά έκανε!- χαρίζοντας μας ένα ζωντανό έργο. Μη ξεχνάμε ότι έργα όπως αυτό που ανήκουν στην κοινή συνείδηση, στη σφαίρα του ποιοτικού ή κλασσικού ρεπερτορίου είναι βαρετά και δύσπεπτα. Ο Κακλέας κατάφερε να το κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον! Μέμφομαι, μονάχα την επιλογή του να προσθέσει σκηνική παρουσία, που πιθανά να μην χρειάζεται το έργο και μερικά σημεία του κειμένου. Το κείμενο ή θα ήταν κόλαση ή παράδεισος, δεν υπάρχει μέση λύση.

Επιτέλους για την παράσταση να πούμε ότι για τους «γνώστες» στερείται αρτιότητας, για τους «αμύητους» είναι αδιάφορη, μα για τον απροκατάληπτο θεατή είναι σίγουρα εμπειρία ζωής.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ