Κριτική για την παράσταση "Σεξ Λεξικόν, η επιστήμη του έρωτα"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό και υπό το «φως των αστεριών» βρεθήκαμε στην ταράτσα του θεάτρου Λαμπέτη, όπου λειτουργεί θερινό θέατρο. Πριν μιλήσει κανείς για το έργο, αυτό καθ’ αυτώ, οφείλει να υπογραμμίσει την εξαιρετική οργάνωση του θεάτρου! Η τήρηση των κανόνων, η προσήλωση στην προστασία του κοινού και το ενδιαφέρον του προσωπικού του θεάτρου, να εξυπηρετήσει με ευγένεια κάθε θεατή αξίζει τουλάχιστον συγχαρητήρια.

Τώρα επί του πρακτέου· το έργο του Σπύρου Μιχαλόπουλου, Σεξ Λεξικόν/Η επιστήμη του έρωτα, είναι μια κωμωδία που βασίζεται αν μη τι άλλο στο ενοχικό γέλιο, που προκαλεί το στερεότυπο και φυσικά το… σεξ. Τουλάχιστον, εκεί στηρίζεται το έργο μιας και η αισθητική του μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Εν έτη 1978, τότε που το σεξ, ήταν μια διαδικασία που είχε προϋποθέσεις. Αυτές, προσπαθούν να ανακαλύψουν και οι δύο έφηβοι ήρωες, με τη βοήθεια ενός αναχρονιστικού σεξ-λεξικού και χωρίς να έχουν άλλες εμπειρίες ο Τάκης (Γιώργος Αμούτζας) και η Κάτια (Ήρα Παπακωνσταντίνου), ανακαλύπτουν τον έρωτα. Ή τουλάχιστον αυτό προσπαθούν.

Ένεκεν της φύσης του έργου, η σκηνοθεσία συνηθίζεται να δίνει ταχύτητα και να ωθεί το έργο σε καταιγιστικούς ρυθμούς αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο της «κοιλιάς», δηλαδή την ανία της πλατείας. Διατείνομαι ότι ο σκηνοθέτης, Σταύρος Σβήγκος, αυτό επεδίωκε και ως ένα βαθμό, το πέτυχε. Η δυνατή μουσική με τραγούδια εποχής, η έντονη κίνηση, αλλά και η ταχύτητα στο λόγο, συνετέλεσαν στο σκοπό αυτό. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως η σκηνοθετική επενέργεια στο έργο ήταν υπό σκέψη, καθώς είτε είχε πετύχει την πλήρη ενσωμάτωση και κατ’ επέκταση αρτιότητα, είτε ήταν απούσα…

Απούσα ήταν και η σκηνογραφία! Ναι, κινήθηκαν στη μινιμαλιστική αφαιρετική λογική, που θέλει τον ηθοποιό να γεμίζει τη σκηνή με την παρουσία του, άραγε το κατάφεραν; Ένας καναπές με καθαρά λειτουργικό ρόλο -καθόλα μη αισθητικό- ήταν το σκηνικό. Τώρα θα πείτε τι θέλετε επιτέλους; Έναν Νίκο Γεωργιάδη; Όχι, αλλά να μην ξεχνάμε ότι η σκηνογραφία έχει μια εξαιρετικά σπουδαία θέση στη δραματουργία και πρέπει να τη σεβόμαστε, μαζί με τις υπόλοιπες τέχνες και τεχνικές. Ένα σχόλιο μονάχα για τον Νίκο Χαρλαύτη που επιμελήθηκε το ενδυματολογικό κομμάτι: ήταν όλα αδιάφορα, μέχρι τη στιγμή που η εσωτερική ενδυμασία του Τάκη, ξαναθύμιζε την υψηλή αισθητική του κυρίου Χαρλαύτη.

Ας πούμε, ο φωτισμός, πλέον, είναι καθοριστικής σημασίας. Στην παράσταση, όταν ο νεαρός Τάκης, έκανε ένα βήμα μπροστά για να δηλώσει κάτι σημαντικό για τον ευαίσθητο ψυχισμό του, ήταν κακοφωτισμένος. Μπορεί να ήταν σύμπτωση, αλλά ήταν δυστύχημα να σβήνεται η παρουσία του, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Σχεδόν αμήχανο…

Όπως, αμηχανία μού προκάλεσε και η συνεχής προσπάθεια της Ήρας Παπακωνσταντίνου να καταθέσει το ταλέντο της. Να αποδείξει την αξία της και να κάνει περήφανο (;) τον σκηνοθέτη για την επιλογή του. Προσπαθούσε τόσο πολύ, έπαιζε τόσο πολύ, έκανε φανερή τη τεχνική της σε κάθε ατάκα, ήταν στη τσίτα μη και χάσει το «μπες-βγες» της ατάκας, που δεν μου επέτρεψε να αφεθώ. Δεν ήταν πειστική στην εφηβική αμηχανία της. Δεν είχε την αθώα πονηριά ενός νέου κοριτσιού που ετοιμάζεται να σπάσει τον παρθενικό υμένα, που θα έλεγε ο Shakespeare.

Από την άλλη ο Γιώργος Αμούτζας στάθηκε στις ύψος του ρόλου, αν και ο ίδιος παρασύρθηκε πολλές στιγμές από την προσήλωση στην τεχνική. Οι κινήσεις ήταν προσεγμένες και φαινόταν, ενώ θα έπρεπε να γίνονται αβίαστα, φυσικά! Φαίνεται ότι δε χάθηκε στον ρόλο, δεν ένοιωσε την αμηχανία του έρωτα. Αλλά έχω βαθιά μέσα μου την περιέργεια για το πώς δύναται ένας νέος άνθρωπος να μπει στην ιδιοσυγκρασία μιας εποχής που δεν έχει γνωρίσει, σε κάτι τόσο προσωπικό, όπως είναι η έκφραση του πόθου. Τότε το σεξ, ήταν ολοκλήρωση (υποτίθεται) και ένας προορισμός. Σήμερα έχει γίνει αυτοσκοπός και είναι τόσο, μα τόσο εύκολο. Το σεξ πια σαν εικόνα, σαν αισθητική, σαν πράξη είναι ίσως από τα πιο προσιτά γεγονότα στη ζωή ενός νέου και ως εκ τούτου δε νομίζω να νοιώθει το δέος πια, παρά μόνο αμηχανία της πρώτης φοράς. Αυτή την αμηχανία τη διέκρινες στον κύριο Αμούτζα, αλλά έλειπε το δέος της πρώτης φοράς. Δε θέλω όμως να μην υπογραμμίσω, πως παρόλες τις ατυχίες που προανέφερα, είναι διακριτή η καλλιτεχνική φλέβα που μπορεί -και ελπίζω- να δώσει πράγματα στο θέατρο.

Επιτέλους για να μη μακρηγορούμε, η γενική εντύπωση είναι ένα εξαιρετικό θέατρο, που φιλοξένησε μια εξαιρετικά μέτρια παράσταση. Ούτε καλή, ούτε κακή! Κακή θα ήταν αν δε βλεπόταν το έργο, αν κοιμόταν το κοινό. Αυτό δεν έγινε! Η μετριότητα όμως κυριάρχησε ως αίσθηση, επειδή δύο καλοί ηθοποιοί, προσπάθησαν υπερβολικά να αποδείξουν αυτό που «είναι» και αυτό τούς έκανε μέτριους. Αν διάλεγαν την απλότητα, θα ήταν σπουδαίοι. Ο Sancta simplicitas…

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ