Κριτική για την παράσταση "Tiny beautiful things"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

 

Σε μια σκηνική σύνθεση ρεαλιστικής υφής και μαξιμαλιστικής αισθητικής πρόθεσης, όπου οι αποχρώσεις του γκρίζου και του σιωπηλού φωτός συνθέτουν έναν εσωτερικό τόπο μελαγχολικής ενδοστρέφειας, εκτυλίσσεται η παράσταση Μικρά Όμορφα Πράγματα. Η σκηνογραφική γραφή, αν και εμφορούμενη από αισθητική πληθωρικότητα, επιτυγχάνει τη συνύπαρξη και την εναρμόνιση ετερόκλητων μορφολογικών και λειτουργικών στοιχείων. Το αποτέλεσμα είναι ένας δραματουργικά λειτουργικός και συναισθηματικά φορτισμένος χώρος, ο οποίος λειτουργεί όχι μόνο ως φυσικός φορέας της δράσης, αλλά και ως μεταφορά του ψυχικού τοπίου της πρωταγωνίστριας και των αποστολέων των επιστολών.

Η σκηνοθετική προσέγγιση εμφορείται από μία εμφανή ροπή προς το μελόδραμα, η οποία ενισχύεται μέσα από τη διαρκή –σχεδόν τελετουργική– χρήση του θεατρικού φωτισμού. Η επαναλαμβανόμενη ένταξη εστιασμένων δεσμίδων φωτός (specials) λειτουργεί εμφατικά, απομονώνοντας καίριες στιγμές του αφηγηματικού ιστού. Το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, με την απευθείας επικοινωνία της πρωταγωνίστριας με το κοινό, εγκαθιστά ένα καθεστώς εξομολογητικής συνθήκης, στο οποίο το προσωπικό μετασχηματίζεται σε συλλογικό βίωμα. Παρ’ όλα αυτά, η προοδευτική διολίσθηση της παράστασης από τη θεατρική συνδιαλλαγή προς τον μονολογικό lecturing αγγίζει, σε σημεία, τα όρια ενός preachy ηθικοδιδακτισμού, ο οποίος ενδέχεται να περιορίσει την ερμηνευτική ελευθερία του θεατή, υποκαθιστώντας τη συγκινησιακή συμμετοχή με έναν πλεονάζοντα εννοιολογικό διδακτισμό.

Σε αυτό το σημείο εγγράφεται μια αξιοσημείωτη πολιτισμική διαφορά: ενώ στο αμερικανικό θεατρικό και αφηγηματικό σύμπαν, η pioneerist παράδοση επιτρέπει –αν όχι ενθαρρύνει– την ηθικοπλαστική αφηγηματική φόρμα ως φορέα προσωπικής ενδυνάμωσης και κοινωνικής ανάτασης, στο ελληνικό πολιτισμικό περιβάλλον παρόμοιες αφηγηματικές χειρονομίες τείνουν να εισπράττονται με επιφυλακτικότητα ή ακόμη και δυσφορία, καθώς ενεργοποιούν μνήμες κατηχητικού λόγου και θεσμικής νουθεσίας. Η διαφορά αυτή δεν αφορά μόνο τις προσδοκίες του κοινού, αλλά και βαθύτερες ιστορικές και αισθητικές εγγραφές που καθορίζουν το πώς μια κοινωνία αντιλαμβάνεται την έννοια του «δημόσιου συναισθήματος». Έτσι, ενώ στις ΗΠΑ το να αφηγείσαι για να εμπνεύσεις συνιστά αποδεκτή και συχνά προσδοκώμενη πράξη, στον ελληνικό σκηνικό λόγο μια τέτοια πρόθεση μπορεί εύκολα να εκληφθεί ως πατερναλισμός ή ως μορφή ρητορικού καταναγκασμού.

Η δραματουργική δομή του έργου, οικοδομημένη πάνω στην εναλλαγή επιστολών και απαντήσεων, συνιστά ένα εργαλείο αποκαλύψεων, μέσω του οποίου σκιαγραφείται σταδιακά ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας. Οι απαντήσεις της λειτουργούν ως διαθλαστικοί καθρέφτες της δικής της διαδρομής, σε μια μορφή έμμεσης εξομολόγησης και υπαρξιακής ενσυναίσθησης. Το επαναλαμβανόμενο θεματικό μοτίβο –«τόλμησε, δούλεψε για να αλλάξεις τη ζωή σου»– απογυμνώνεται από τον χαρακτήρα του συνθήματος και αποκτά τη βαρύτητα ενός υπαρξιακού βιώματος, που κατακτάται μέσα από αλλεπάλληλες αναμετρήσεις με την οδύνη και την απώλεια. Ωστόσο, η απουσία δραματουργικής διαβάθμισης και αφηγηματικής κορύφωσης καθιστά την παράσταση εγγενώς επίπεδη, με τον παλμό της αφήγησης να διατηρείται σχεδόν αμετάβλητος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε θεατρική κόπωση.

Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των ηθοποιών διακρίνονται για την υψηλή τους πλαστικότητα και την τεχνική τους ακρίβεια. Η ικανότητα μετάβασης από ρόλο σε ρόλο χωρίς ρήξεις στη ροή της αφήγησης συνιστά ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της παράστασης. Η πρωταγωνίστρια, ειδικότερα, αξιοποιεί την αφήγηση όχι απλώς ως εργαλείο μετάδοσης νοήματος, αλλά ως ψυχαναλυτική διαδικασία: μια καθοδική κίνηση προς τα έγκατα του ψυχισμού, από τα οποία αναδύονται καταστάσεις υπαρξιακής πυκνότητας και συναισθηματικής αυθεντικότητας.

Ο επίλογος της παράστασης συμπυκνώνει ένα συγκινητικό βίωμα: την πορεία από το ψευδές προσωπείο της κοινωνικής υποκρισίας προς την ελευθερία της αλήθειας. Η αφήγηση, με στοχαστική ησυχία, επαναφέρει στο προσκήνιο τη λυτρωτική δύναμη των φαινομενικά ασήμαντων, καθημερινών στιγμών – εκείνων που, ακριβώς λόγω της απλότητάς τους, καθίστανται το κατεξοχήν θεμέλιο της ανθρώπινης αντοχής και συνέχειας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η συμβολή της Nia Vardalos στο εγχείρημα. Με σεβασμό προς το πρωτογενές υλικό και βαθιά δημιουργική ευαισθησία, διασκεύασε το βιβλίο σε θεατρική φόρμα και πρωταγωνίστησε σε παραγωγές υψηλού κύρους σε Νέα Υόρκη και Λος Άντζελες, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Thomas Kail. Η Nia Vardalos επιστρέφει στην καταγωγική της γη, συμμετέχοντας στη συν-σκηνοθεσία και παρουσιάζοντας για πρώτη φορά το έργο στα ελληνικά, μαζί με τους Δημήτρη Παπανικολάου, Δανάη Λουκάκη και Δημήτρη Κίτσο – ένα σύνολο ισότιμων ερμηνευτών που δίνουν υπόσταση και φωνή στα αποσπασματικά, αλλά βαθύτατα ανθρώπινα βιώματα των επιστολών. Μαζί, επιχειρούν να μεταγλωττίσουν –όχι απλώς γλωσσικά, αλλά πολιτισμικά– μια αφήγηση βαθιά ανθρώπινη.

Με εύλογη επιφύλαξη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το αισθητικό και ιδεολογικό πλαίσιο της παράστασης φέρει εγγενή στοιχεία ενός αποστασιοποιημένου, στοχαστικού βλέμματος, το οποίο αντανακλά ορισμένες πολιτισμικές παραδοχές της μεταμοντέρνας αστικής τάξης. Η συνύπαρξη αυτής της σχεδόν ελιτίστικης απόστασης με την πρόθεση για συναισθηματική καθολικότητα εγγράφεται ως μια εσωτερική ένταση, η οποία, αν και δεν αναιρεί την αξία του εγχειρήματος, ενδεχομένως το καθιστά απαιτητικότερο ως προς την καθολικότητα της θεατρικής του πρόσληψης.

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ