Κριτική για την παράσταση «Σκηνές από έναν γάμο»

Από τη Βασιλική Μπαλούτσου

 Το στοίχημα σε κάθε θεατρική διασκευή της αριστουργηματικής ταινίας του σουηδού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1974) «Σκηνές από έναν γάμο», θεωρώ πως είναι η μεταφορά του σκανδιναβικού κλίματος της ανεπιτήδευτης σκηνοθετικής δραματουργικής πρότασης που με τέτοια χειρουργική ακρίβεια αποτυπώνει τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη φθορά τους, αλλά και διερευνά κοινωνικά τον θεσμό της οικογένειας, σε μια θεατρική σκηνή στο σήμερα. Δύο μόνο ηθοποιοί, ένα ζευγάρι, εκείνη δικηγόρος διαζυγίων, εκείνος καθηγητής πανεπιστημίου, η ρουτίνα τους, μια φαινομενικά τέλεια σχέση, η απιστία, το διαζύγιο, η εξέλιξη της σχέσης τους 20 χρόνια μετά και το -κατά κάποιον τρόπο- ξανασμίξιμο.

Ο Αντώνης Λουδάρος σκηνοθετεί, αλλά και πρωταγωνιστεί στη σύγχρονη μεταφορά του «Σκηνές από έναν γάμο» στο θέατρο Σοφούλη, στη Θεσσαλονίκη. Δίπλα του ως «Μαριάννα» η ταλαντούχα Παυλίνα Χαρέλα. Στην ταινία εμφανίζεται και ένα δεύτερο ζευγάρι που παίρνει διαζύγιο και γίνεται αφορμή να εντρυφήσουν οι σύζυγοι στα δικά τους προβλήματα, ζευγάρι που ο Αντώνης Λουδάρος στη δική του σκηνοθετική πρόταση παραλείπει, εστιάζοντας καθαρά στους πρωταγωνιστές συζύγους, θέλοντας να αναδείξει με καθαρότητα την υπαρξιακή αγωνία και τον αέναο κύκλο έντασης, ψυχαναγκασμού, αποστασιοποίησης, μανίας, τρυφερότητας και ερωτικής επιθυμίας που βιώνει το ζευγάρι.

Το Μπεργκμανικό σύμπαν που δημιουργείται στο στιλ των ταινιών δωματίου δίνει αποφασιστικά τη σκυτάλη στον λόγο που κυριαρχεί έναντι της εικόνας και πλάθει τη δική του κοσμοθεωρία, θίγοντας ζητήματα όπως ο θάνατος, η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, οι σχέσεις με τους γονείς, η φιλία, η μοναξιά και πάνω από όλα ο θεσμός του γάμου και η αμφίσημη έννοια της αγάπης. Αυτό το σύμπαν αναπλάθεται δραματουργικά σε μια σύγχρονη παράσταση, την πρεμιέρα της οποίας είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο κατάμεστο θέατρο Σοφούλη μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτινή και ευφρόσυνη.

Το έργο «Σκηνές από έναν γάμο» του Μπέργκμαν με τη μοντέρνα διασκευή του μεταφέρεται στην εποχή μας με τα όμορφα πλούσια σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου μιας contemporary living αστικής πρότασης, φωτισμένα υπέροχα από τον Ανέστη Ατακτίδη που υποδηλώνουν την οικονομική άνεση και την τακτοποιημένη ζωή των ηρώων, αλλά και τα κομψά κοστούμια της Κατερίνας Καπεζάνου που συναντούν αρμονικά τους ρόλους του κειμένου. Η ατμοσφαιρική μουσική επένδυση είναι ένα από τα μεγαλύτερα ατού της παράστασης με το πρωτότυπο θλιμμένο τραγούδι «Θρύψαλα και κομφετί» που ακούω καθημερινά από τότε, σε στίχους Αίσωνα Χαρατσάρη και μουσική Γιώργου Τζιαφέττα που ερμηνεύει συγκινητικά η Εύη Σιαμαντά να κυριαρχεί, συνοδεύοντας εξαιρετικά τους πρωταγωνιστές και δημιουργώντας μια γλυκόπικρη ονειροπόλα διάθεση. «Αν είναι γραφτό στον κόσμο αυτό να χάσω τα πάντα για να ‘χω εσένα, θα είμαι εκεί για όσο διαρκεί να πάει από έρωτα η λογική […] Κι αν οι ευθύνες μοιράζονται ίσες, αυτή η στιγμή είναι η πιο σωστή. Δύο βιτρίνες γεμάτες αφίσες θα γίνουνε θρύψαλα και κομφετί».

Η παράσταση συνοδεύεται σε όλη της τη διάρκεια από μια συγκεκριμένη αίσθηση. Σε κάθε χάσμα, σε κάθε ρωγμή μιας σύγχρονης σχέσης μπορεί να εισέλθει είτε το φως είτε το σκοτάδι. Και τελικά, το φως και το σκοτάδι είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Η φθορά και η ρουτίνα του γάμου, η επανάληψη των ίδιων προβλημάτων, η εύκολη διάλυση δι’ ασήμαντον αφορμή, το τρίτο πρόσωπο, η απιστία, ο χωρισμός, η στοργή και μια διαστροφική-έξω από τις συνήθεις νόρμες- έννοια της αγάπης που σαν αόρατη σκόνη εγκαθίσταται μόνιμα στο βλέμμα και τον ψυχισμό των ηρώων. Ο Αντώνης Λουδάρος σκηνοθετικά χειρίζεται τη μικρή σκηνή με δεξιοτεχνία και με τον φακό του να εστιάζει στο ζευγάρι, προσφέρει ένα όμορφο αισθητηριακά σκηνοθετικό αποτέλεσμα.  Το πάπλωμα του συζυγικού κρεβατιού, βωμός ηδονής, αλλά και αρένα πολεμικής μάχης, κυλά παιχνιδιάρικα στο πάτωμα, φιλοξενώντας την εξουθενωμένη εφηβική ψυχή των ηρώων και λίγο μετά γίνεται καμβάς όπου ένας βιντεοπροβολέας παραμυθένια αποτυπώνει διάσημα κινηματογραφικά φιλιά που συνυπάρχουν στην σκηνή με τα πραγματικά των ηθοποιών. Όμορφη σκηνή, λίγα χρόνια μετά το διαζύγιο, όποτε και ξανασμίγει το ζευγάρι ερωτοτροπώντας μια χριστουγεννιάτικη βραδιά δίπλα σε μια γυάλινη φωτισμένη μινιατούρα σπιτιού, συμβολικά περιβάλλοντας με λάμψη το δικό τους «σπίτι», ώστε να ζήσουν μια από τις πολλές ημέρες της Μαρμότας που τους επιφυλάσσει η σχέση τους.

Στην αρχή της παράστασης το ζευγάρι απολαμβάνει στιγμές καθημερινότητας, οργάνωση του κυριακάτικου τραπεζιού με τους γονείς, πρωϊνό, πρόγραμμα της ημέρας, με μια επίπλαστη ευτυχία να εγκαθιδρύεται με το γνώριμο άρωμα της στον χώρο. «Σου αρέσει να έρχεσαι στο σπίτι;». Αυτό είναι τελικά το νόημα. Στα κουτάκια που οργάνωσαν τη ζωή τους, τα παιδιά τους, τους γονείς με τα κυριακάτικα τραπέζια τους, όλα τακτοποιημένα τετράγωνα που συμβολικά εμφανίζονται στη σκηνή και ως «μοτίβο» του τοίχου του σπιτιού τους που οδηγεί «έξω», ο Γιόχαν και η Μαριάννα απώλεσαν την πιο σημαντική σχέση, αυτή με τον εαυτό τους. Η λεπτή ειρωνεία με την οποία εξακοντίζουν τα βέλη τους εκατέρωθεν είναι μια απόδραση από τις δικές τους σιωπές και τις δικές τους εμμονές, τη δική τους αίσθηση του ανέφικτου για την οποία ο αγαπημένος σύντροφος δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα. Όλα αλλάζουν και σταδιακά καταρρέουν μετά την αποκάλυψη από τον Γιόχαν του έρωτά του με την Πάολα, τη μικρή ερωμένη του, που ως τιμωρός, αλλά και ως θαυματοποιός, φαινομενικά αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου, αλλά μελλοντικά η προδοσία αυτή γίνεται αφορμή για μια βαθύτερη εξερεύνηση της ψυχής και σιωπηρή αποδοχή της φύσης τους, απαλύνοντας γλυκά το φόβο της μοναξιάς, του θανάτου και της απώλειας.

Από εκείνο το σημείο και για τα επόμενα χρόνια οι σύζυγοι συναντιούνται σε διάφορες χρονικές στιγμές, βιώνοντας όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Απρόσμενη ηρεμία, βαθύ πόνο, απόγνωση, αδιαφορία, μοναξιά, θυμό που καταλήγει σε αδυσώπητη λεκτική και σωματική βία, ωμή σεξουαλική επιθυμία, στοργή, λανθάνουσα αγάπη, χιούμορ και συμφιλίωση. Οι ισορροπίες διαρκώς ανατρέπονται. Πολλά χρόνια μετά, όταν οι δύο σύζυγοι ξανασυναντιούνται παντρεμένοι με διαφορετικά πρόσωπα, αφού λύσουν τα απλά καθημερινά, μας αποκαλύπτεται η συνύπαρξη τους με διαφορετικό τρόπο πλέον, αφού ξένοιαστα απολαμβάνουν μια παράνομη σχέση οικειότητας, εραστές πια στο εξοχικό τους. «Γιατί θα πρέπει να σκεφτόμαστε τι θα νιώσουμε αύριο;».

Οι προβληματισμοί που θέτει το έργο είναι φανεροί. Πόσο μπορεί να διαρκέσει ένας γάμος χωρίς να υποστεί ρωγμές, πόσο ένα τρίτο πρόσωπο αποτελεί το εφαλτήριο, το άλλοθι ή ένα δοκιμαστήριο αισθημάτων τρυφερότητας και βίας, ντροπής και ενοχών. Πόσοι από τους φόβους μας, η μοναξιά, ο θάνατος, η ρουτίνα, η στέρηση της ελευθερίας είναι σύμφυτοι με την ανθρώπινη φύση. «Είναι στη φύση του ανθρώπου να μην μπορεί να κατανοήσει την ιδέα του θανάτου-πάσης φύσεως-παρέα με άλλους». Στην παράσταση αυτή, ειδικά στη συγκεκριμένη θεατρική μεταφορά της, η βία κοχλάζει κάτω από το συζυγικό κουκούλι περιμένοντας στωικά να εισχωρήσει και να επιβληθεί. Κι ίσως είναι αυτή η χειρότερη μορφή βίας, αυτή ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν δεσμούς αίματος ή στενή συζυγική σχέση που καθρεφτίζει σε τελική ανάλυση μόνο τα ελλείμματα προσωπικής ταυτότητας και ατομικής ισορροπίας. Ελλείμματα που ψάχνουν εξιλαστήριο θύμα στο αγαπημένο πρόσωπο, ώστε να απορροφηθούν οι κραδασμοί της δικής μας ανεπάρκειας. «Δεν μπορείς να καταλάβεις τους άλλους αν δεν γνωρίσεις πρώτα τον εαυτό σου. Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι. Μας διδάσκουν τα πάντα για το σώμα, αλλά ούτε μια λέξη για την ψυχή».

Ο Γιόχαν και η Μαριάννα του Αντώνη Λουδάρου αποδίδονται ήσυχα, κραυγάζοντας σε κομβικά σημεία ενοχή, θυμό, κατανόηση και αγάπη, ερμηνευμένοι με μέτρο και εσωτερικότητα. Θα ολοκλήρωνε τις ευαίσθητες ερμηνείες τους μια πιο βαθιά ανάλυση του ψυχισμού και των κυρίαρχων αντιθέσεων των ηρώων τους, μέσα από τη διαχείριση των σιωπών, του βλέμματος και του συγχρονισμού της κίνησής τους , ώστε να βαθύνει η ένταση και ο όγκος των συναισθημάτων και να αποκαλυφθεί λυτρωτικά το ανέκφραστο της ανθρώπινης συμπεριφοράς .

Στο σύνολο της ήταν μια αξιοπρεπέστατη παραγωγή, μια δεμένη παράσταση  με ρυθμό, συνοχή, προσεγμένες και ευφάνταστες σκηνοθετικά ιδέες, ατμοσφαιρική μουσική και αρμονικά σκηνικά και κουστούμια, όπου οι δυο πρωταγωνιστές, Αντώνης Λουδάρος και Παυλίνα Χαρέλα ένωσαν τις δυνάμεις τους με φανερή χημεία μεταξύ τους και σεβασμό στο μπεργκμανικό σύμπαν, αποδίδοντας με φυσικότητα και γνήσια υλικά τις δραματικές συγκρούσεις των ηρώων τους.

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ