Μαντάμα Μπαττερφλάι

Σκηνοθέτης: Ούγκο ντε Άνα
Σκηνογραφία: Ούγκο ντε Άνα
Κοστούμια: Ούγκο ντε Άνα
Φωτισμοί: Βαλέριο Αλφιέρι
Μουσική σύνθεση: Τζάκομο Πουτσίνι
Ερμηνεύουν:

Διανομή

Τσο-Τσο-Σαν
Ερμονέλα Γιάχο (14, 16, 20, 25/10/2020)
Τσέλια Κοστέα (15/11/2020)
Κριστίνε Οπολάις (18, 23, 30/10 & 1, 8/11/2020)

Σουτζούκι
θ.α (20/10/2020)
Χρυσάνθη Σπιτάδη (14, 16, 18, 23, 25, 30/10 & 1, 8, 15/11/2020)

Κέιτ Πίνκερτον
Βιολέττα Λούστα (16, 18, 20, 23, 25/10)
Διαμάντη Κριτσωτάκη (14, 30/10  & 1, 8, 15/11/2020)

Μ. Φ. Πίνκερτον
Τζανλούκα Τερρανόβα (16, 20, 23, 25/10/2020)
Δημήτρης Πακσόγλου (14, 18, 30/10  & 1, 8, 15/11/2020)

Σάρπλες
Διονύσης Σούρμπης (16, 20, 23, 25/10 & 1/11/2020)
Νίκος Κοτενίδης (14, 18, 30/10  & 8, 15/11/2020)

Γκόρο
Νίκος Στεφάνου (16, 20, 23, 25/10 & 1/11/2020)
Γιάννης Καλύβας (14, 18, 30/10  & 8, 15/11/2020)

Πρίγκιπας Γιαμαντόρι
Μάριος Σαραντίδης

Μπόνζο
Γιάννης Γιαννίσης (16, 20, 23, 25/10 & 1/11/2020)
Δημήτρης Κασιούμης  (14, 18, 30/10 & 8, 15/11/2020)

Γιακουζιντέ   
Πέτρος Σαλάτας    

Αυτοκρατορικός Επίτροπος
Διονύσης Τσαντίνης (16, 20, 25/10 & 1, 15/11/2020)
Γιώργος Παπαδημητρίου  (14, 18, 23, 30/10 & 8/11/2020)

Ληξίαρχος
Θεόδωρος Αϊβαλιώτης  (16, 20, 25/10 & 1, 15/11/2020)
Θεόδωρος Μωραΐτης  (14, 18, 23, 30/10 & 8/11/2020)

Μητέρα της Τσο-Τσο-Σαν
Αμαλία Αυλωνίτη (16, 20, 25/10 & 1, 15/11/2020)
Ζωή Απειρανθίτου (14, 18, 23, 30/10 & 8/11/2020)

Θεία
Βάγια Κωφού  (16, 20, 25/10 & 1, 15/11/2020)
Ελισάβετ Κλονόφσκαγια  (14, 18, 23, 30/10 & 8/11/2020)

Ξαδέρφη
Φωτεινή Χατζιδάκη (16, 20, 25/10 & 1, 15/11/2020)
Θέη Σταύρου (14, 18, 23, 30/10 & 8/11/2020)
Παίζουν μουσική: Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και Μονωδούς της ΕΛΣ

Περιγραφή

Φέτος, με τη συμπλήρωση των 80 ετών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η Μπαττερφλάι επιστρέφει στο νέο σπίτι της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, όχι μόνο για να τιμήσει την επέτειο, αλλά και για να σημάνει την επανεκκίνηση της ΕΛΣ μετά την πανδημία και να καταδείξει ότι η τέχνη και ο πολιτισμός επιβιώνουν στις πιο δύσκολες συνθήκες, καθώς αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Περισσότερα

Για την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι αποτελεί ένα έργο ορόσημο, καθώς υπήρξε η πρώτη όπερα που ανέβασε ο τότε νεοϊδρυθείς οργανισμός στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιος του συνθέτη, ο Αντόνιο Πουτσίνι, αλλά και ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος λίγες ώρες αργότερα θα έδινε στην ελληνική κυβέρνηση το ιταλικό τελεσίγραφο πολέμου.

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης αναφέρει: «Επιλέξαμε να ανοίξουμε με το έργο αυτό γιατί τον φετινό Οκτώβριο συμπληρώνονται τα 80 χρόνια από την ιστορική εκείνη πρώτη παρουσίαση της Μπαττερφλάι από την ΕΛΣ στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο συμβολισμός είναι προφανής: Η ΕΛΣ ήταν πάντα παρούσα και θαρραλέα σε πολύ δύσκολες εποχές και κατάφερνε να σταθεί όρθια ακόμα και σε συνθήκες απολύτως αντίξοες, όπως τότε, όπως και σήμερα».

Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ανάγει την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.

Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Ηρώδειο, και τώρα αναβιώνει σε μια νέα εκδοχή για τη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος, υπογράφει ο διάσημος Αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή παραγωγή με παραδοσιακά γιαπωνέζικα κοστούμια, ενώ τα σκηνικά και οι προβολές εικονοποιούν με εντυπωσιακό τρόπο τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου από τη μια και τον ψυχισμό της ηρωίδας από την άλλη. Τις προβολές υπογράφει ο Σέρτζιο Μετάλλι, ενώ τους φωτισμούς ο Βαλέριο Αλφιέρι.

Στη διανομή συναντούμε σπουδαίους Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές. Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν τρεις κορυφαίες σοπράνο με διεθνή σταδιοδρομία, η Ερμονέλα Γιάχο, η Τσέλια Κοστέα και η Κριστίνε Οπολάις.

Η Ερμονέλα Γιάχο, η οποία γεννήθηκε στην Αλβανία και κατοικεί στη Νέα Υόρκη, έχει χαρακτηριστεί από τον Economist «η πιο φημισμένη σοπράνο στον κόσμο». Είναι διάσημη για τις μοναδικές ερμηνείες της και την ταύτισή της με τις ηρωίδες που ερμηνεύει. Εμφανίζεται στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, από την Αμερική και την Αυστραλία έως την Ευρώπη και την Ασία, ενώ έχει συνεργαστεί με σπουδαίους μονωδούς, σκηνοθέτες και μαέστρους. Ειδικά για την ερμηνεία της στη Μαντάμα Μπαττερφλάι οι κριτικές που έχουν γραφτεί είναι αποθεωτικές, με αποκορύφωμα τον Independent, που έγραψε για την ερμηνεία της Γιάχο στο Κόβεντ Γκάρντεν ότι «είναι η καλύτερη Μπαττερφλάι που έχει δει το Λονδίνο εδώ και χρόνια».

Η διακεκριμένη υψίφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Τσέλια Κοστέα έχει συμπράξει με τα μεγαλύτερα θέατρα και τις σημαντικότερες αίθουσες του κόσμου όπως Κρατική Όπερα Βιέννης, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Κοντσέρτχεμπαου Άμστερνταμ, Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), καθώς και σε Στουτγάρδη, Μπέργκεν, Όσλο, Μασσαλία, Λιέγη, Βαρκελώνη, Μιλάνο, Κατάνια, Παλέρμο, Μόντενα, Πιατσέντζα, Πεκίνο, Σεούλ, Τόκυο, Σιγκαπούρη και Αθήνα σε ρόλους όπως Μαργαρίτα (Φάουστ), Νέντα (Παλιάτσοι), Μικαέλα (Κάρμεν), Λεονόρα (Ο τροβαδούρος), Δυσδαιμόνα (Οθέλλος), Ελιζαμπέττα (Ντον Κάρλος), Λιου (Τουραντότ), Μιμή (Μποέμ), Τόσκα, Έλενα (Ο σικελικός εσπερινός).

Η Λετονή Κριστίνε Οπολάις πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα στα πρώτα της βήματα, το 2007 στην Τόσκα της ΕΛΣ, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις. Αμέσως μετά, η καριέρα της εκτινάχθηκε και πολύ σύντομα αναδείχθηκε σε μια από τις πιο περιζήτητες σοπράνο παγκοσμίως, καθώς συνδυάζει εντυπωσιακά μια μοναδική σκηνική παρουσία με τη δραματικότητα και το μέταλλο της φωνής της. Το ντεμπούτο της στη Μετροπόλιταν το 2014 της έδωσε μια παγκόσμια αναγνωρισιμότητα αφού μέσα σε δύο συνεχόμενες μέρες ερμήνευσε με τεράστια επιτυχία την Μπαττερφλάι και τη Μιμή στην Μποέμ. Μάλιστα την ίδια χρονιά, μετά τις εμφανίσεις της στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου ο Telegraph τη χαρακτήρισε ως την «κορυφαία σοπράνο της εποχής μας στις ερμηνείες των έργων του Πουτσίνι».

Τη διανομή συμπληρώνουν οι τενόροι Τζανλούκα Τερρανόβα και Δημήτρης Πακσόγλου, οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Νίκος Κοτενίδης, η μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη, καθώς και μια πλειάδα Ελλήνων μονωδών.

Ο συνθέτης
O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926).

Το έργο
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιερ Λοτί.

Πρεμιέρες
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906.

 

Σύνοψη

Α΄ Πράξη

Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». Ο Πίνκερτον πληροφορεί τον Αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση.
Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με τον σύζυγό της στον κήπο.

Β΄ Πράξη

Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά τον γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την Αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει τον γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα.
Ξημερώνει και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την Αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί. Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και τον γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της ΕΛΣ, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του Εικονικού Εκπαιδευτικού Μουσείου
http://virtualmuseum.nationalopera.gr/

Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

 Λόγω της πανδημίας του κορονοϊού Covid-19, η όπερα θα παρουσιαστεί στην ενορχήστρωση του Έττορε Πανίτσα για περιορισμένη ορχήστρα (εκδ. Ricordi)

Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σχεδιασμός προβολών: Ideogamma SRL – Σέρτζιο Μετάλλι
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Με βάση τα περιοριστικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορονοϊού COVID-19 που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση, η Εθνική Λυρική Σκηνή ξεκινά τη λειτουργία της με 30% πληρότητα στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, δηλαδή 420 θέσεις από το σύνολο των 1.400. Επιπλέον, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Ελληνικής Πολιτείας, η πώληση των εισιτηρίων θα γίνεται μόνο ηλεκτρονικά ή τηλεφωνικά, η χρήση μάσκας θα είναι υποχρεωτική κατά την είσοδο, την έξοδο και καθ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων, θα υπάρχουν τουλάχιστον δύο κενές θέσεις εκατέρωθεν των (μονών ή διπλών) θέσεων των καθημένων, θα αποφεύγεται ο συνωστισμός και θα διασφαλίζονται οι προβλεπόμενες αποστάσεις μεταξύ θεατών, καθώς και μεταξύ θεατών και σκηνής / ορχήστρας, ενώ θα τηρούνται ειδικά πρωτόκολλα για τον καθαρισμό, την απολύμανση και τον κλιματισμό / εξαερισμό των χώρων της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ. 

Φωτογραφίες

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από τον Ιωάννη Λάζιο

    Τη Τετάρτη, δεκατέσσερις Οκτωβρίου, άνοιξε η αυλαία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, η Λυρική, επέλεξε να ανεβάσει μια παράσταση με ιστορικές διαστάσεις. Η ιστορικότητα της παράστασης έχει να κάνει με τον επετειακό της χαρακτήρα, μιας και πριν από ογδόντα χρόνια τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ανέβηκε στην τότε Λυρική η ίδια παράσταση. Την αγαπημένη του Τζάκομο Πουτσίνι: Μαντάμα Μπαττερφλάι. Ο συμβολισμός ευκρινής. Η Λυρική σκηνή κάτω από αντίξοες συνθήκες, μπορεί και παράγει, καλλιτεχνία υψηλοτάτης αισθητικής.

    Η υπόθεση της όπερας, αφορά τον έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η Τσο-Τσο Σαν, είναι ένα μικρό κορίτσι, όμορφο σαν λουλούδι, ερωτεύσιμο από κάθε άποψη, παραταύτα, επικίνδυνα ανυποψίαστο ως προς τον έρωτα. Αυτή της την άγνοια θα πληρώσει με τη τραγικότητα του τέλους της.

    Μια όπερα, γνωστή για τις υπέροχες άριες, τη φανερή θεατρικότητα και ασφαλώς τη μελωδικότητά της, στη σκηνή της Λυρικής. Ακρόαμα και θέαμα υψηλών απαιτήσεων και φυσικά οριενταλιστικό δράμα. Αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε να «κρίνουμε» την όπερα, θα πρέπει να την αναλύσουμε ως προς τα δύο επιμέρους μέρη της. Το ακουστικό και το οπτικό. Αν και αρκετά δύσκολο, για την εν λόγω παράσταση, θα το προσπαθήσω. Δύσκολο, καθότι το ακρόαμα και το θέαμα βρίσκονταν σε απόλυτη εναρμόνιση μεταξύ τους.

    Σε κάθε περίπτωση το θέαμα υπηρετήθηκε άρτια. Τα εκπληκτικής αισθητικής κοστούμια (Ούγκο ντε Άνα), απετέλεσαν το ιδανικό ένδυμα, για να ενδυθεί η παράσταση και να αναδειχθούν ρεαλιστικά και με σαφήνεια οι ποιότητες της γιαπωνέζικης αισθητικής. Τα κοστούμια υπηρέτησαν πιστά την ασιατική παράδοση και ανέδειξαν όλε εκείνες τις εκλεπτυσμένες διαβαθμίσεις της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου. Μεταξωτός ταφτάς, πλακάτα χρώματα και περισσή πολυτέλεια. Ακόμα και το κοστούμι του Μπόνζο είχε ευκρινείς αναφορές στην ασιατική τέχνη. Το σκηνικό (Ούγκο ντε Άνα) από την άλλη, χαρακτηρίζεται για τη καθαρότητα των γραμμών του, τη γεωμετρική αυστηρότητα και τη διαφάνεια της Γιαπωνέζικης αρχιτεκτονικής.

    Συμπληρωματικά το θέαμα ολοκληρωνόταν από τις λιτές, μα καίριας σημασίας σκηνοθετικές κατευθύνσεις, του Ούγκο ντε Άνα, μιας και χωρίς να φορτώνεται με περιττά βάρη και υπερβολικές ακροβασίες, δομήθηκε μια πυραμίδα θεατρικότητας, στην κορυφή της οποίας τοποθετήθηκε η υπέροχη Μπαττερφλάι. Όλοι οι συμπληρωματικοί ρόλοι υπηρετήθηκαν εξαιρετικά από τους ηθοποιούς-ερμηνευτές της παράστασης. Ιδιαίτερη αναφορά στον Γκόρο (Γιάννης Καλύβας), ο οποίος ενσάρκωσε τον χαρακτήρα, με ανατριχιαστική ακρίβεια στις λεπτομέρειες της κίνησής του. Όπως, επίσης, τους βαρύνοντες υποστηρικτικούς ρόλους της πιστής Σουζούκι και του πρέσβη Σάρπλες έφεραν επάξια η μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη και ο βαρύτονος Νίκος Κοτενίδης αντίστοιχα.

    Επιτέλους, για το θέαμα, να πούμε ότι η σύγχρονη τεχνολογία και τα οπτικοακουστικά μέσα, δημιούργησαν ατμόσφαιρα υψηλής αισθητικής, κατά την αναμονή στη δεύτερη πράξη. Συγχαρητήρια και μόνο αξίζουν στον Σέρτζιο Μετάλλι. Όπως επίσης και στον Βαλέριο Αλφιέρι, ο οποίος με τους εμπνευσμένους φωτισμούς του ανέδειξε περισσότερες πτυχές της παράστασης. Μοναδική ένσταση, ο φωτισμός του «Θεού της Αμερικής». Τα led φωτάκια γύρω από το κάδρο, ήταν μια κιτς νότα, σε μια κατά τα άλλα, υψηλοτάτης αισθητικής παράσταση.

    Το ακρόαμα, τώρα, της παράστασης, υπηρετήθηκε άρτια από την ορχήστρα της Λυρικής και τον μαέστρο Λουκά Καρυτινό. Όμως αυτοί, οι οποίοι εξύψωσαν ακουστικά την παράσταση, ήταν οι ερμηνευτές της παράστασης, με κυρίαρχη τη σοπράνο Ερμονέλα Γιάχο.

    Η μοναδική σοπράνο, με την απερίγραπτη θεατρικότητα της κίνησής της και την εξαιρετική λυρικότητα της φωνής της απογείωσε το ρόλο της. Στη πρώτη πράξη, διέκρινες την ευαισθησία της έφηβης, τον τρόμο προς το άγνωστο μέλλον, στο οποίο βάδιζε. Έβλεπες όλα εκείνα τα εύθραυστα συναισθήματα της νιότης να διαγράφονται, τόσο στη φωνή, όσο και στη κίνηση. Στη δεύτερη πράξη, ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλον, πέρα από την Ερμνέλα Γιάχο. Κάθε εμφάνισή της στη σκηνή ήταν για εμένα απόλαυση, τέρψη της ψυχής και εξύψωση του πνεύματος στις μέγιστες και ευγενέστερες πτυχές του πνεύματος. Απόλυτη ευχαρίστηση. Η ερμηνεία της ήταν σπαρακτική, γεμάτη χρώματα και ευρύτητα. Μοναδική! Μαγευτική! Υπέροχη! Ισάξια στάθηκε δίπλα της ο Δημήτρης Πακσόγλου, στο ρόλο του Πίνκερτον.

    Κοντολογίς, η Μαντάμα Μπαττερφλάι, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μόνο λέξη: Θαυμάσια! Κι αυτό, γιατί όλη η αισθητική της παράστασης λειτουργεί επικουρικά, οδηγώντας σε μια μαγευτική εμπειρία. Το κάθε αντικείμενο υποστηρίζει κάτι άλλο. Η κάθε ερμηνεία επικουρεί μίαν άλλη. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι όλοι και όλα, βοήθησαν την εξαίσια Ερμνέλα Γιάχο, να μάς απογειώσει με την ερμηνεία της.