Προδοσία

Αρχείο Παίχτηκε από 07/05/2016 έως 17/05/2016
στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Διάρκεια: 80'
Συγγραφέας: Χάρολντ Πίντερ
Μετάφραση: Γιάννης Μόσχος
Σκηνοθέτης: Γιάννης Μόσχος
Ερμηνεύουν: (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γλάστρας (Ρόμπερτ), Μαρία Σκουλά (Έμμα), Νίκος Ψαράς (Τζέρρυ)

Περιγραφή

Στη νέα αυτή σκηνική εκδοχή της Προδοσίας οι θεατές περιηγούνται μαζί με τους ηθοποιούς σε διάφορους χώρους του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (σκηνή, μπαρ, φουαγιέ, κλιμακοστάσια), όπου εξελίσσονται οι εννέα σκηνές του έργου. Οι θεατές παρακολουθούν από απόσταση αναπνοής τα τρία πρόσωπα, βλέπουν μέσα από το μικροσκόπιο τις αλλαγές στη στάση και τη συμπεριφορά, που επιφυλάσσει ο χρόνος για τους ήρωες, αυτή τη διαρκή «προδοσία» όλων μας απέναντι στους άλλους, αλλά και στον ίδιο μας τον  εαυτό.

Περισσότερα

Η Προδοσία του Χάρολντ Πίντερ, ένα από τα σημαντικότερα έργα του σπουδαίου Βρετανού δραματουργού, πρωτοανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο Λονδίνο, το 1978, σε σκηνοθεσία του Πήτερ Χωλ. Τρία χρόνια αργότερα ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 1981, από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Έκτοτε έχει γνωρίσει αρκετά ανεβάσματα στην Ελλάδα και είναι ένα από τα πιο αγαπητά έργα του συγγραφέα στη χώρα μας. Αυτή τη φορά επιστρέφει στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, την άνοιξη του 2016, σε μια παράσταση-περιήγηση στον χώρο και τον χρόνο.

Στους τρεις ρόλους του έργου τρεις σημαντικοί ηθοποιοί της νεότερης γενιάς: Γιώργος Γλάστρας, Μαρία Σκουλά και Νίκος Ψαρράς, στην πρώτη τους συνεργασία με τον σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο.   

Η Προδοσία παρακολουθεί τη δεκαετή διαδρομή της ερωτικής σχέσης ενός άντρα (Τζέρρυ) με τη σύζυγο του καλύτερου του φίλου (Έμμα και Ρόμπερτ). Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των τριών ηρώων του μέσα από εννέα, σύντομες, σκηνές, χρησιμοποιώντας μια ευφυή ανατροπή: οι σκηνές ακολουθούν ανεστραμμένη χρονολογική σειρά. Το έργο ξεκινά με τη συνάντηση των δύο πρώην εραστών, δύο χρόνια μετά τη διακοπή του δεσμού τους, και πηγαίνει πίσω στο χρόνο, για να καταλήξει τη μέρα που ξεκινά ο «παράνομος» δεσμός τους, δέκα χρόνια πριν.Ο Πίντερ βάζει στο μικροσκόπιο τα τρία πρόσωπα και παρακολουθεί με πικρό χιούμορ τις αλλαγές, που επέρχονται συν τω χρόνω στις μεταξύ τους σχέσεις.

Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος
Σκηνικά - Κοστούμια: Τίνα Τζόκα
Βοηθός σκηνογράφος: Νόρα Δεληδήμου
Κίνηση: Ανθή Θεοφιλίδου
Βοηθοί σκηνοθέτες: Μάνος Βαβαδάκης, Μάρω Πέτλη

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ο Πίντερ είναι πολύ δύσκολος στο να ανέβει στο θέατρο λόγο της πολυπλοκότητας των κειμένων του, πράγμα που καθιστά πρόκληση για πολλούς σκηνοθέτες να παρουσιάσουν τα έργα του με ενδιαφέρον. Η συγκεκριμένη παράσταση έχει ένα πάρα πολύ δυνατό ατού που λέγετε ''Δημοτικό Θέατρο Πειραία''. Ο περιηγητικός χαρακτήρας της παράστασης βγάζει τον θεατή από τη μονοτονία μεταφέροντας τον σε διάφορα σημεία του υπέροχου αυτού θεάτρου, από τη σκηνή και την είσοδο υποδοχής, μέχρι το φουαγιέ και τα θεωρία γινόμαστε μάρτυρες του κωμικοτραγικοί δράματος που ζουν οι πρωταγωνιστές του έργου. Και οι τρεις ηθοποιοί ήταν πολλοί καλοί στους ρόλους τους. Παίζανε με τέτοια άνεση και οικειότητα που νομίζεις ότι και στην καθημερινή τους ζωή απαγγέλλουν τα κείμενα του Πίντερ. Η σκηνοθεσία του Μόσχου δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο καθώς ο ίδιος εστίασε περισσότερο τη σκηνοθεσία του πάνω στην περιήγηση του θεάτρου. Ωστόσο, είχε μερικές εκπλήξεις όπως το τραγούδι του πρόσφατα αδικοχαμένου David Bowie το οποίο ανοίγει και κλείνει την παράσταση. Μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση με πολύ καλές ερμηνείες και μία περιήγηση στο καλύτερο θέατρο της Ελλάδας και ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Μην τη χάσετε.

  2. Από τον Κωνσταντίνο Πλατή.

    Το Δημοτικό θέατρο Πειραιά ,πλέον ,κάνει τις δικές του παραγωγές και σιγά σιγά βρίσκει το «ρόλο» που του ταιριάζει ανάμεσα στις άλλες θεατρικές σκηνές και δεν είναι άλλος από τον πρωταγωνιστικό.

    Αυτό λοιπόν συμβαίνει και σε αυτή την παράσταση που πραγματικά σε εντυπωσιάζει διότι στέκεται στην ουσία του έργου και δεν επαναπαύεται απλά στην παρουσίαση μιας καλής παράστασης με γνωστούς ηθοποιούς στην πιο εντυπωσιακή θεατρική σκηνή της Ελλάδας.

    Εξ αρχής δίνεται μια περιηγητική μορφή παρουσίασης και ο θεατής νοιώθει σαν να παρακολουθεί μέσα από μια κλειδαρότρυπα την ερωτική σχέση δύο ανθρώπων και ενίοτε τριών μέσα στη κρεβατοκάμαρα τους ή καθισμένος στο διπλανό τραπέζι ενός εστιατορίου ή ακόμα και βρισκόμενος δίπλα τους μέσα σε ένα μπαρ.

    Αυτό και μόνο το στοιχείο δίνει μεγάλη δυναμική στην παράσταση την οποία όμως και οι ηθοποιοί από την πλευρά τους αξιοποιούν στο έπακρο.

    Παρατηρούμε λοιπόν με ανεστραμμένη χρονολογική σειρά, από το τέλος στην αρχή ,τρεις χαρακτήρες οι οποίοι τονίζουν με εξαιρετική ακρίβεια τα διαφορετικά εκείνα στοιχεία του χαρακτήρα τους τα οποία όμως δημιουργούν και τη «μαγνητική» έλξη μεταξύ τους μέχρι να βρεθούν και πάλι στη θέση που ο ένας απωθεί τον άλλο. Ο χρόνος εδώ, αλλοιώνοντας όχι μόνο την εξωτερική αλλά και την εσωτερική εικόνα των τριών χαρακτήρων αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο. Αυτό επιθυμεί άλλωστε και ο συγγραφέας. Οι σιωπές των τριών ηθοποιών κρύβουν λέξεις που δεν θα ειπωθούν ποτέ αλλά τις ακούει το κοινό σε μεγάλη ένταση.

    Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου είναι, πραγματικά, μια απόδειξη «συνομιλίας» του σκηνοθέτη με το συγγραφέα. Καταφέρνει να παρουσιάσει μια άκρως θελκτική παράσταση και να υπογραμμίσει, μέσα από μια φαινομενικά ασύμβατη με την εποχή μας μπουλβαρική πλοκή κωμωδίας και δράματος, την διαχρονική έννοια της προδοσίας ως αποστροφή από τα ιδανικά και την πίστη του ενός για τον άλλο.

    Ο Νίκος Ψαρράς δίνει μια στιβαρή ερμηνεία του ρόλου του που παραπέμπει σε αρχέτυπο άνδρα και του ταιριάζει απόλυτα. Η Μαρία Σκουλά είναι επίσης εξαιρετική στο ρόλο της και στοιχειοθετεί μια εκδοχή της σύγχρονης γυναίκας η οποία, μέσα από το δυναμισμό και την ελευθερία των επιλογών που της επιτρέπει πλέον να έχει η κοινωνία, εκτροχιάζεται και οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Ο Γιώργος Γλάστρας ερμηνεύοντας με μεγάλη πιστότητα το ρόλο του θήτη και του θύματος λειτουργεί ως ο χαρακτήρας που «απορροφά» τα πυρά των άλλων δύο, έχοντας κι αυτός όμως μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην τελική έκβαση των πραγμάτων.

    Άξια αναφοράς είναι και τα κουστούμια των ηθοποιών τα οποία έχει επιμεληθεί η Τίνα Τζόκα.

    Εν κατακλείδι πρόκειται για μια παράσταση που προτείνεται για αυτούς που κάποια στιγμή στη ζωή τους πρόδωσαν ή προδόθηκαν αφήνοντας πάντα ένα κομμάτι του εαυτού τους στο παρελθόν, θέλοντας έτσι να δώσουν χώρο στο παρόν. Για όλους μας, δηλαδή.

  3. Μία πολύ καλή ευκαιρία να ξεναγηθεί κανείς στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά! Η παράσταση είναι περιηγητική, που σημαίνει ότι ο θεατής ακολουθεί τους ηθοποιούς σε πολλούς χώρους του θεάτρου, κάποιοι από τους οποίους δεν είναι γενικά ανοιχτοί για το κοινό. Το γεγονός αυτό κάνει τη θεατρική εμπειρία πολύ ιδιαίτερη, από την άλλη, όμως, είναι κουραστικό να παρακολουθείς όρθιος τόσο μεγάλο κομμάτι της παράστασης. Κατά τα λοιπά, συμπαθητικό έργο με ωραίες ερμηνείες από τους 3 ηθοποιούς. Αξίζει ως εμπειρία, δεν με εντυπωσίασε ως παράσταση.