Συνέντευξη με την σκηνοθέτιδα Γιώτα Σερεμέτη για την παράσταση «Το Μαράκι έκλασε»

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής

Πως θα χαρακτηρίζατε τη συγγραφική πορεία της Λένας Κιτσοπούλου από το 2006 που παρουσίασε για πρώτη φορά κείμενό της έως σήμερα;

Δεν έχω διαβάσει τα άπαντα της Λένας Κιτσοπούλου -μόνο και μόνο γιατί δεν έχει εκδοθεί ό, τι έχει γράψει- αλλά ό, τι έχει εκδοθεί το έχω διαβάσει. Δεν έχω τις γνώσεις για να χαρακτηρίσω την συγγραφική πορεία μιας συγγραφέως, αλλά κατ’ αρχήν ως αναγνώστρια και στη συνέχεια ως σκηνοθέτις και ηθοποιά, μπορώ να σας πω πως τα κείμενά της με συγκινούν βαθιά. Κι αυτός είναι κι ο λόγος που τα έκανα θέατρο. Δεν θα μπορούσα να καταπιαστώ με κάτι που δεν με συγκινεί. Μάλλον θα μπορούσα, αλλά δεν θα είχα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τώρα το έχω. Θα ήθελα πάντως να επισημάνω πως στην παράσταση μας έχουμε κείμενα και από τις τρεις συλλογές διηγημάτων της: «Νυχτερίδες» (2006), «Μεγάλοι δρόμοι» (2010), «Το μάτι του ψαριού» (2015), οπότε ξεκάθαρα η Λένα Κιτσοπούλου με συγκινεί καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφικής της πορείας.

Το ασυνείδητο της γραφής στα κείμενα της Κιτσοπούλου σας δυσκόλεψε; Πως το διαχειριστήκατε;

Έχει μεγάλη σημασία για μένα αυτή η ερώτηση. Σε αυτό το σημείο νιώθω την ανάγκη να σας παραθέσω το σκηνοθετικό μου σημείωμα και τα ξαναλέμε σε λίγο.

Όταν σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω, για τι πράγμα ήθελα να μιλήσω. Όμως το ασυνείδητο, που είναι πιστός μου σύμμαχος κι εχθρός ταυτόχρονα, τσούπ, μέσα στο ΚΤΕΛ Αιτωλοακαρνανίας, έφερε μια εικόνα στο μυαλό μου: Μία μπαλαρίνα που χορεύει ζεϊμπέκικο. Κι από εκεί ξεκίνησαν όλα.

Σκέφτηκα ότι αυτή η μπαλαρίνα θυμίζει Κιτσοπούλου, το ίδιο μου είπε και μια φίλη: «Ρε συ, αυτό είναι λίγο Λένα Κιτσοπούλου» και κάπως έτσι διάβασα τα άπαντα της Κιτσοπούλου και κάπως έτσι γεννιούνται οι μεγάλοι έρωτες, από μια μπαλαρίνα που χορεύει ζεϊμπέκικο, κι ένιωσα βαθιά συγκίνηση, και σκέφτηκα πως αν ήμουν συγγραφέας έτσι θα ήθελα να γράφω. Προφανώς δεν είμαι, οπότε αυτά που βαθιά με συγκινούν, είπα θα τα κάνω θέατρο. Έπειτα χρειάστηκα συμμάχους και ήρθε πάλι το ασυνείδητο να μου πει πως αυτό που πας να κάνεις είναι μάλλον γυναικεία υπόθεση, άσε τους άντρες έξω απ’ αυτό, και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Seven Sisters και το πρώτο τους παιδί, «Το Μαράκι (που) έκλασε.»

Γιατί οι ιστορίες που θα σας πούμε ακουμπάνε μέσα μας, μιλάνε για το παιδί που υπήρξαμε, μιλάνε στο παιδί που μεγάλωσε, μιλάνε σ’ αυτό το ρημάδι το ασυνείδητο που γνωρίζει πολύ καλά πως η μπαλαρίνα είμαι εγώ. Η μπαλαρίνα είσαι εσύ. Για όλες εμάς που μας «στρίμωξαν» σε μια στολή μπαλαρίνας ενώ εμείς θέλαμε να χορέψουμε ζεϊμπέκικο.
Αδερφές μου, είθε αυτή να είναι η αρχή για ένα μακρύ ταξίδι.
Στις απανταχού μπαλαρίνες.»

Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε το ασυνείδητο σε αυτή την ιστορία. Το δικό μου ασυνείδητο με οδήγησε στα κείμενα της Κιτσοπούλου και το ασυνείδητο της γραφής της όχι απλά δεν με δυσκόλεψε, αλλά με απελευθέρωσε. Ξεκλείδωσε -μαγικά σχεδόν- τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ειπωθούν όλες οι ιστορίες που επιλέξαμε να σας πούμε. Οπότε, όχι απλά δε χρειάστηκε να το διαχειριστώ, αλλά το μόνο που είχα να κάνω ήταν να αφεθώ ενστικτωδώς σε αυτό. Από κει και πέρα βέβαια, ακολούθησε σκληρή δουλειά.

Υπάρχουν κώδικες στη γραφή της Κιτσοπούλου που πρέπει να γνωρίζει ο θεατής;

Την έχω πάρει από φόβο αυτήν την ερώτηση. Φταίει το σύνδρομο της καλής μαθήτριας που πρέπει να δώσει τη σωστή απάντηση. Μετά συνειδητοποιώ βέβαια πως είναι συνέντευξη και όχι διαγώνισμα, οπότε δεν υπάρχει σωστή απάντηση. Τρομερά απελευθερωτικό.

Λοιπόν η Κιτσοπούλου παιδιά σίγουρα δεν είναι political correct. Η γραφή της είναι αφοπλιστική και πολλές φορές σοκάρει. Έχει βωμολοχίες και δεν κρατάει τα προσχήματα. Ή τα κρατάει μόνο και μόνο για να σου τρίψει στη μούρη μετά από λίγο πόσο δήθεν είσαι εσύ που τα κρατάς. Τα λέει «φάτσα φόρα» και «έξω απ’ τα δόντια». Έχει αλήθεια, κυνισμό, ειρωνεία και ταυτόχρονα μια απίστευτη απλότητα. Γραφή απαλλαγμένη από λογοτεχνίλες, όπως τις λέω. Χωρίς κορδελίτσες, φρού-φρού κι αρώματα. Και φυσικά, χιούμορ. Χιούμορ παντού. Στις πιο δραματικές στιγμές, στα πιο τραγικά σημεία, υπάρχει χιούμορ. Μα πώς αλλιώς;

Υπερισχύει το κωμικό ή το δραματικό στοιχείο στην παράσταση;

Νομίζω ότι το κείμενο, η σκηνοθεσία και οι ηθοποιές ακροβατούν ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, κάνοντας τους θεατές εκεί που γελάνε να συγκινούνται και όντας συγκινημένοι να γελάνε. Άλλωστε έτσι χαρακτηρίζουμε και τις πέντε μας ιστορίες. Κωμικοτραγικές.

Η «αγία ελληνική οικογένεια» σε ποιο στάδιο βρίσκεται κατά τη γνώμη σας σήμερα;

Αμφιταλαντεύομαι. Ένα κομμάτι μου αντιλαμβάνεται πως έχει επέλθει κάποια βελτίωση σε σχέση με την δεκαετία του ’90 στην οποία μεγάλωσα κι εγώ κι οι συνεργάτιδές μου. Πως έχει πάψει να θεωρείται κανονικότητα το να ασκείς λεκτική και σωματική βία στα παιδιά. Και μετά είναι κι η οικογένεια του ισογείου της πολυκατοικίας μου, που κάθε βδομάδα η μάνα φωνάζει στην κόρη της «Είσαι ηλίθια» και μετά κάνουν βόλτα στο πάρκο χαμογελαστές χεράκι χεράκι σαν να μη συνέβη τίποτα. Όμως συνέβη. Οπότε πραγματικά δεν ξέρω τι να σας απαντήσω.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ