Κριτική για την παράσταση "Αλεξάνδρεια"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Αλεξάνδρεια. Θαυμαστή εσύ πόλη, πρωτεύουσα της μνήμης και της φαντασίας, με τους απόκρυφους ήχους και τα αρώματα της Ανατολής να απλώνονται κάτω από τον καταγάλανο ουρανό σου. Στην παράσταση του Φωκά Ευαγγελινού, η πόλη δεν λειτουργεί ως σκηνικό∙ λειτουργεί ως μοίρα. Κι εγώ, αναδρώντας στο ονειρικό μεγαλείο που εμπνεύστηκε και δημιούργησε, φτάνω να μεσουρανώ στον καλλιτεχνικό οργασμό αρτιότητας και φαντασμαγορίας, μπαίνοντας τελικά στο ίδιο του το όνειρο.

Ο Φωκάς Ευαγγελινός δημιουργεί μια παράσταση υψηλής αισθητικής πυκνότητας, εκεί όπου η εικόνα, η μουσική και η ποιητική αφήγηση συναιρούνται σε ένα ενιαίο θεατρικό σώμα. Το πρωτότυπο κείμενο της Ζέτης Φίτσιου αγκαλιάζει τη δραματουργική επεξεργασία του Γιάννη Παναγόπουλου και ανοίγει ένα παράθυρο σε μια εποχή όπου η Αλεξάνδρεια υπήρξε πολύ περισσότερο από τόπος — υπήρξε τρόπος ύπαρξης.

Η Άννα Μάσχα σηκώνει με ερμηνευτική συνέπεια το βάρος της αφήγησης, παρασύροντας τον θεατή στη συχνότητά της. Η παρουσία της γίνεται καθαρό κανάλι μεταφοράς της ιστορίας, χωρίς περιττούς εξωτερικούς τόνους. Η Μάσχα έχει τον τρόπο να αναδιατάσσει τον χρόνο πάνω στη σκηνή και να δημιουργεί μια εσωτερική ροή, αθόρυβη και ισχυρή.

Η Εριέττα Μανούρη, ευαίσθητη και ρευστή, μοιάζει σαν να βγαίνει κατευθείαν από το όνειρο του Ευαγγελινού. Η φωνή της —σαν σειρήνα— σε καλεί στα βαθύτερα στρώματα της τέχνης, εκεί όπου γεννιέται η συγκίνηση. Εντυπωσιακή χωρίς επιτήδευση, λειτουργεί σαν φως που αναδύεται μέσα από την ομίχλη.

Ο Ιωάννης Παπαζήσης, ίσως περισσότερο νευρικός από όσο θα ήθελα, ενσαρκώνει τον σκοτεινό ήρωα της ιστορίας δίνοντας υπερβολική σημασία στην εξωτερική του εικόνα. Ωστόσο, ο δυναμισμός του υπογραμμίζει την ωμότητα και την παλλόμενη ένταση του χαρακτήρα, συμβάλλοντας στην αντίστιξη του ρομαντικού κόσμου με το σκληρό ιστορικό πλαίσιο.

Ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας πείθει για την ευαισθησία του, για την ποιητικότητα της ζωής του, χωρίς καμία υπερβολή. Αρκεί ο λόγος —ως σύνολο χροιάς, τονισμού και παύσεων— για να δημιουργήσει έναν εσωτερικό ρυθμό που φτάνει αθόρυβα στον θεατή. Η απλότητά του μετατρέπεται σε δύναμη.

Η Χριστίνα Αλεξανιάν, αριστοκρατική, αέρινη και γοητευτική, κινείται με φινέτσα που σπάνια συναντά κανείς. Δεν επιβάλλεται∙ υποδεικνύει. Χωρίς καμία φωνή υψωμένη, η παρουσία της παράγει κύρος και μια γλυκιά, διακριτική λάμψη που φωτίζει την σκηνή.

Η Ελένη Καρακάση ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το γραφικό με τρόπο τόσο ευχάριστο, ώστε να προσφέρει περισσότερο από τον καθένα ένα ελαφρύ μειδίαμα στο κοινό. Η σκηνή φωτίζεται από την προσωπικότητά της. Με ρυθμό, μέτρο και ζεστασιά δημιουργεί μια μικρή χαραμάδα φωτός μέσα στο πυκνό σκηνικό σύμπαν.

Ο υπόλοιπος θίασος —από τη Λήδα Ματσάγγου και τον Δημήτρη Δεγαΐτη έως την Αλίνα Κοτσοβούλου και τους νεότερους ηθοποιούς— σχηματίζει ένα συνεκτικό, καλοδουλεμένο σύνολο. Σώματα και φωνές λειτουργούν ως ένα ενιαίο παλλόμενο σώμα, όπως ακριβώς απαιτεί ο ονειρικός κόσμος της παράστασης.

Τα σκηνικά του Παντελιδάκη είναι υψηλότερα των υψηλών προσδοκιών μας. Αφήνουν άφωνο τον θεατή με την πληρότητά τους. Δεν αποτελούν φόντο, αλλά χαρακτήρα∙ μια αρχιτεκτονική μνήμη που αναπνέει μαζί με την παράσταση.

Οι φωτισμοί αναδεικνύουν κάθε σκηνή, λειτουργώντας σαν αόρατη γλώσσα που μεταφράζει την ατμόσφαιρα σε συγκίνηση. Το φως πότε ψιθυρίζει και πότε καίει.

Τα κοστούμια της Τσάμη είναι λαμπερά, αισθητικά ενσωματωμένα στο έργο, πολυτελή και ευχάριστα στο μάτι. Με λεπτομέρεια και ιστορική ευαισθησία, ντύνουν τους χαρακτήρες με ύφος και αφήγηση.

Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα είναι το ακουστικό ταξίδι στο όνειρο. Με νότες που ταξιδεύουν στη μαγική Αλεξάνδρεια, μετατρέπει την παράσταση σε εμπειρία μνήμης και αισθήσεων.

Η παράσταση έχει υφή ιστορικής τοποθέτησης και ανάγνωσης της ιστορίας με την οποία πολλοί ίσως διαφωνούν, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Δεν είναι ιστορική αναβίωση∙ είναι έμπνευση. Είναι όνειρο. Είναι ένα ταξίδι σε μια αίσθηση.

Ο Φωκάς Ευαγγελινός δεν επιχειρεί να διδάξει ιστορία, ούτε να αποκαταστήσει γεγονότα. Επιχειρεί κάτι πολύ πιο σπάνιο: να μεταφέρει τον θεατή στη μυστική παλίρροια μιας πόλης που υπήρξε πάντα περισσότερο μνήμη παρά πραγματικότητα. Η Αλεξάνδρεια εδώ δεν είναι γνώση· είναι παλλόμενη ατμόσφαιρα. Είναι εκείνο το λεπτό μεταίχμιο ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, στο πραγματικό και στο ποιητικό, όπου ο Καβάφης πάντα κατοικούσε.

Και κάπως έτσι, βγαίνοντας από την παράσταση, συνειδητοποιείς πως δεν παρακολούθησες μια ιστορία∙ βίωσες μια αίσθηση.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ