Η κριτική μας για την παράσταση "Ντα"

Από την Βασιλική Μπαλούτσου

Το βραβευμένο θεατρικό έργο «ΝΤΑ» (από το daddy) γράφηκε τη δεκαετία του ’70 από τον Hugh Leonard, ανέβηκε πρώτη φορά στο Μέριλαντ, στο θέατρο Olney Theatre. Στη συνέχεια κέρδισε πολλά βραβεία κερδίζοντας διεθνή αναγνώριση και θριαμβεύοντας στο Broadway για 2 χρόνια. Στην Ελλάδα παίχτηκε πρώτη φορά το 1979 από τον θίασο του Μάνου Κατράκη. Η βραβευμένη παράσταση με Tony Award «Ντα» (από το daddy) περιγράφει πάνω από όλα μια σχέση. Αυτήν του πατέρα και του γιού του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκεντρώνει σαφή αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα που έτσι αποτίει φόρο τιμής στον δικό του θετό πατέρα.

Ένας άντρας γύρω στα 40, θεατρικός συγγραφέας, την ώρα που δουλεύει ετοιμάζοντας μια θεατρική παράσταση μαθαίνει τηλεφωνικά τον θάνατο του πατέρα του. Πηγαίνει στην κηδεία και στη συνέχεια στο σπίτι, κι ενώ προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα του, το σπίτι γεμίζει με «φαντάσματα». Ο θετός πατέρας του ως κεντρικό πρόσωπο, αλλά και η μητέρα του, ο νεότερος εαυτός του, o παιδικός του φίλος, ο πρώτος του έρωτας, o εργοδότης της πρώτης του δουλειάς και μέντοράς του. Όλα αυτά διαδραματίζονται στην παραθαλάσσια πόλη Dalkey της Ιρλανδίας, από όπου κατάγεται και ο Hugh Leonard, κάπου εκεί στη δεκαετία του ’70, μια περίοδο έντονων κοινωνικών αλλαγών στη χώρα.

Η απλή και καθαρή πλοκή του έργου εκτυλίσσεται, λοιπόν, σε μια συγκεκριμένη εποχή, στη δεκαετία του ‘60 και μια συγκεκριμένη ιρλανδική πόλη, τη γενέτειρα του συγγραφέα. Αλλά και σε κάθε εποχή και κάθε πόλη. Αφού η σχέση αυτή του γιού με τον πατέρα του είναι πέρα από τόπους και εποχές. Στο έργο η πατρική «αγάπη» μεταφράζεται και συμπυκνώνεται σε λίγες λέξεις, φτωχές λέξεις, άδειες. Που ενώ αγγίζουν τον μικρό Τσάρλι που έχει ως είδωλο τον πατέρα του, δεν «φτάνουν» να ανάψουν καμιά φλόγα στην εφηβική ψυχή του νεαρού Τσάρλι (Αναστάσης Ροϊλός). Και που μόνο καταφέρνουν να προκαλέσουν περιφρόνηση και απομάκρυνση από το γιο και να ερεθίσουν την αρχετυπική ανταγωνιστική σχέση των δύο ρόλων. Ο Τσάρλι σε μεγαλύτερη ηλικία (Δημήτρης Σιακάρας) «φεύγει» και κυριολεκτικά και μεταφορικά κι εγκαταλείπει την πατρική εστία. Η μάνα (Λίλιαν Παλάντζα) κάπου υπάρχει στο «φόντο» των εξελίξεων, σχηματίζοντας με ευαισθησία μια φιγούρα αξιοπρεπή και διάφανη που μοιάζει να ανασαίνει μέσα σε έναν προβληματικό γάμο μόνο για να στηρίζει την κυρίαρχη σχέση, την πατρική. Φροντίζει για τα καθημερινά, αναπολεί τα παλιά και μπαλώνει πουκάμισα. Κι όλα πάλι από την αρχή.

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση αυτή με μια δημιουργική, αλλά αφαιρετική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας εύστοχα σκηνοθετικά ευρήματα. Οι ηθοποιοί βρίσκονται γυρισμένοι πλάτη, καθισμένοι σε καρέκλες στη σκηνή έως ότου έρθει η σειρά τους και το δικό τους «φάντασμα» ζωντανέψει. Η προσέγγισή του φαίνεται να στηρίζει τη ραχοκοκαλιά του έργου που είναι η πατρική σχέση, δίνοντας περισσότερο χώρο στον πρωταγωνιστικό ρόλο του πατέρα (Κώστας Σαντάς) και διατηρώντας έναν αργό ρυθμό στην παράσταση και τους υπόλοιπους ηθοποιούς να περιβάλλουν τον πρωταγωνιστή μέσα σε μια καλλιτεχνική ατμόσφαιρα, με σκηνική οικονομία. Δεν υπάρχουν καθόλου σκηνικά αντικείμενα, παρά μόνο οι καρέκλες και κάποιες ανοιχτές ομπρέλες που συμβολικά κρατούν οι ήρωες και δίνουν ένα όμορφο καλλιτεχνικά αποτέλεσμα. Το φόντο στη σκηνή σε όλη τη διάρκεια του έργου είναι ένας γαλάζιος ουρανός με σύννεφα. Όλα τα άλλα υπονοούνται, δεν υπάρχουν, μα γοητευτικά πλαισιώνονται από υπέροχη ατμοσφαιρική μουσική και διακριτικούς φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης).

Το έργο του Leonard δεν είναι ένα αριστούργημα, ούτε μιλά για καινούρια πράγματα και νέες ιδέες. Όμως κάνει κάτι πολύ καλά. Είναι ένα έργο που αναπνέει, είναι αληθινό και οικουμενικό. Έχει μια δυνατή, απλή γραμμή. Αγγίζει με πρωτόγνωρη συγκίνηση τα ίδια αυτά τα τετριμμένα που συμβαίνουν στις απλές ζωές των ανθρώπων ισορροπώντας όμως με αξιοσημείωτη ευφυΐα ανάμεσα στο μελοδραματικό και το κωμικό, με τέτοια δεξιοτεχνία που επιτυγχάνει να προκαλέσει γέλιο μέσα από την ψυχή, αλλά και δάκρυ που θέλεις να διώξεις, αλλά δεν τα καταφέρνεις. Είναι ένα έργο βαθιά συγκινητικό και αγγίζει κάθε φύλο και κάθε ηλικία. Έτσι όπως μόνο η αλήθεια μπορεί να το κάνει. Η προσωπικότητα του πρωταγωνιστή πατέρα δεν ξεπήδησε από κάποιο μυθιστόρημα, ούτε γεννήθηκε μόνο στο μυαλό ενός θεατρικού συγγραφέα. Το έργο είναι μερικώς αυτοβιογραφικό γι αυτό και ο ήρωας του είναι τόσο συμπαθής μέσα στην απλότητά του. Δεν είναι ιδανική η σχέση τους, εμπεριέχει σύγκρουση, ανταγωνισμό, ενοχές, ντροπή. Αλλά μαζί και τρυφερότητα κι αγάπη και αποδοχή και συγχώρεση. Αυτό το νιώθουμε πάνω στη σκηνή από όλους τους ηθοποιούς. Με μια γαλήνη, αυτή της πραγματικής ζωής.

Η αγάπη αυτού του πατέρα είναι μια αγάπη σκληρή που δεν χαρίζεται απλόχερα, αλλά διακρίνεται από τον θεατή ακόμη και με το «νοιάξιμο» και τη ζεστή προετοιμασία μιας κούπας τσάι. Από τα χέρια του πατέρα. Ακόμη και πίσω από λέξεις παγωμένες σαν την θάλασσα της Ιρλανδίας εκείνης της εποχής, αλλά κυρίως από ένα βλέμμα θαυμασμού του μικρού Τσάρλι προς τον μπαμπά, που τι σημασία έχει που δεν τους ενώνουν δεσμοί αίματος, εκείνος είναι που τον μεγάλωσε, εκείνος θα τον σηκώσει «ψηλά» - έστω κι αν είναι μόνο πάνω σε μια καρέκλα-, και θα τον κάνει ατρόμητο, θα τον σπρώξει μέσα στη ζωή μαλακά ή και πιο βίαια, πάντως μέσα από το δικό του πρότυπο θα υπάρξει στον κόσμο.

Ο Κώστας Σαντάς , έμπειρος κι αγαπημένος ηθοποιός στο κοινό της Θεσσαλονίκης εδώ και πολλά χρόνια, σε μια ερμηνεία καθηλωτική με μεστό λόγο και ρωμαλέα τεχνική δίνει την προσωπική του σφραγίδα σε έναν ρόλο που θαρρείς πως φτιάχτηκε από τότε για αυτόν. Λες και αυτός είναι ο πατέρας ο δουλοπρεπής ιρλανδός κηπουρός με τα αστεία μπαλωμένα ρούχα, το μίσος για την Αγγλία και τις μοιρολατρικές απόψεις για τη ζωή που συνδυάζονται με έναν ρομαντισμό, μια τρυφεράδα και μια πρωτοφανή σκληρότητα στο μεγάλωμα του γιού του. Εισχωρεί στα τρίσβαθα του ιρλανδού πατέρα και ταξιδεύει σε ηλικίες και διαθέσεις στοιχειώνοντάς τον. Ο ιρλανδός κηπουρός που μισεί την Αγγλία, ο τρυφερός μπαμπάς, ο σκληρός ενήλικας, ένας αυθάδης παιχνιδιάρης ηλικιωμένος που περιπαίζει και κοροϊδεύει χαριτωμένα τη ζωή. Μα πάνω από όλα, μέσω μιας συνταρακτικής μεταμόρφωσης που τη βλέπουμε ζωντανά να συντελείται επί σκηνής, γίνεται ένας ανήμπορος παππούς που λαχταρά συγχώρεση με την αδύναμη φωνή του που σταλάζει τρυφερότητα και τα πόδια που δεν βαστούν πια.

Ο πρωταγωνιστής με αξιοσημείωτη ευαισθησία και συγκλονιστικό χειρισμό της κίνησης και της φωνής καταφέρνει να μας συγκινήσει βαθιά και μας υπενθυμίζει ότι το θέατρο μπορεί να υπάρξει ακόμη και με την παρουσία ενός μόνο ηθοποιού. Η ταύτιση των θεατών είναι τόσο έκδηλη που όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα σου μέσα στο θέατρο, καθώς το κορμί γέρνει, η ηλικία μεγαλώνει, η φωνή σπάει, η τρυφερότητα σαν μπουμπούκι σφιχτό και παγωμένο ανθίζει ξαφνικά και ζεσταίνει τις καρδιές, παρατηρείς παιδιά, άντρες γυναίκες, ηλικιωμένους και μη να δακρύζουν καρφωμένοι στη σκηνή. Είναι ένας ρόλος ζωής που αρμονικά πλαισιώνεται από άρτιες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς, αλλά κλέβει σίγουρα τις εντυπώσεις κι αναδύει ακόμα μέρες μετά την παράσταση, αυτή τη θεατρική «αχλή» που κατακάθεται στην ψυχή όπως το πούσι κολλάει στο δέρμα τις υγρές μέρες του χειμώνα.

Υπέροχη η σκηνή της πρώτης ερωτικής προσέγγισης του «νέου» Τσάρλι με την γοητευτική και άξια προσοχής Μαίρη (Χριστίνα-Άρτεμις Παπατριανταφύλλου), αλλά και το τέλος του έργου. Ένα τέλος που έρχεται λίγο μετά …το πραγματικό. Έτσι όπως στις κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους, κι είσαι έτοιμος να αποχωρήσεις, ξαφνικά η ταινία συνεχίζεται. Και σε αυτό το «λίγο ακόμη» κρύβεται σαν μια σφιχτή καρδιά το απόσταγμα και η ουσία του έργου. Έτσι κι εδώ. Η αναπόφευκτη φθορά του χρόνου, μαζί με μια μυρουδιά συγχώρεσης, αποδοχής και σωτήριας λύτρωσης έρχεται λίγο πριν κλείσει η αυλαία. Ή λίγο μετά. Μαζί με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα και μια κραυγή να ακούγεται από την είσοδο του θεάτρου, σχίζοντας τον αέρα. Τα υπόλοιπα….επί σκηνής.

Τελικά, για να επέλθει η λύτρωση στον Τσάρλι και να συμφιλιωθεί με τον εκλιπόντα πατέρα, είναι απαραίτητος αυτός ο διάλογος με τα φαντάσματα. Δεν είναι ανάμνηση της νιότης του μονάχα εξιδανικευμένη από το χρόνο, αλλά περιγράφει την κατάσταση της ψυχής και της ύπαρξής του στο τώρα, γυμνή μπροστά στα μάτια μας. Αλλιώς, η ζωή του δεν μπορεί να συνεχιστεί. Θέλει να καταλάβει. Θέλει να αποδεχθεί. Θέλει να συγχωρήσει. Κι αυτό μπορεί να συντελεστεί μόνο με μια βόλτα στο παρελθόν, όχι με κάποια σειρά, αλλά έτσι όπως οι σκέψεις επισκέπτονται τους ανθρώπους. Άτακτα, σαν λάμψεις, σαν ιδέες και σαν σύντομα όνειρα. Αυθόρμητα κι απρόσκλητα. Αυτήν την τυχαιότητα του ειρμού της σκέψης και των συναισθημάτων, το πηγαινέλα στον κόσμο των ονείρων, που γεννιέται στους ανθρώπους αναπαριστά άψογα το γλυκόπικρο αυτό έργο που επιλέχθηκε από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου. Και δημιουργείται, έτσι, μια ροή που δεν είναι χρονική, μα έχει μια αρμονία. Γιατί ακολουθεί τον πραγματικό ρυθμό που υφαίνονται οι αναμνήσεις των ανθρώπων. Μέσα από ένα παιχνίδι μνήμης που μεταπηδά εποχές και τόπους.

Με τον αργόσυρτο ρυθμό που επιλέχθηκε ως σκηνοθετική πρόταση, η παράσταση «Ντα» δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο. Κάποιες αδυναμίες στο χαλαρό ρυθμό και τις στυλιζαρισμένες ερμηνείες των ηθοποιών θα μπορούσαν να αποστασιοποιήσουν τους θεατές και να αποδυναμώσουν την ευρηματικότητα της σκηνοθεσίας και την ατμόσφαιρα του έργου, αλλά έγιναν αόρατες. Αφού η λιτή αυτή, ευαίσθητη και όμορφα δομημένη παράσταση, μια έξοχη επιλογή από το ΚΘΒΕ, με τη σκηνοθεσία, τις ερμηνείες, τα σκηνικά, τα κουστούμια και την υπέροχη μουσική, μα πάνω από όλα με την έξοχη ερμηνεία του πρωταγωνιστή και μια δραματική κορύφωση, προσέφερε μια αγνή ανθρώπινη πινελιά με μια επιτηδειότητα κι ένα βάθος που δεν βλέπεις συχνά σήμερα στο θέατρο και κατάφερε να χτυπήσει στους θεατές φλέβα γνήσιου συναισθήματος.