Κριτική για την παράσταση "Διάλογος"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ο «Διάλογος», αυτό το σπουδαίο έργο του Διονυσίου Σολωμού ανεβαίνει σε πρώτη θεατρική μορφή στο Θέατρο Ημέρας σε σκηνοθεσία- δραματουργική επεξεργασία της Μαρίας Φραγκή, σκηνικά κοστούμια της Ανδρομάχης Μοντζολή, μουσική της Άννας Μουζάκη με τους ηθοποιούς Τάσο Μπλάτζιο, Γιώργο Ρουστέμη και Τάσσο Ζιάκκα. Το Θέατρο της Ημέρας συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Εθνική παλιγγενεσία, παρουσιάζει για το Καλοκαίρι του 2021 μια πρωτότυπη θεατρική πρόταση, με ιδιαίτερο καλλιτεχνικό, ιστορικό και παιδαγωγικό ενδιαφέρον.

Το έργο πρωτοπαίχτηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 στην Καλλιθέα στο χώρο Πολιτισμού και Νεολαίας ( Ματζαγριωτάκη και Εσπερίδων).

Η δραματουργός και σκηνοθέτης Μαρία Φραγκή (PhD Διδακτική του Θεάτρου -Θέατρο για παιδιά και εφήβους Τμήμα Θεατρικών Σπουδών-Πανεπιστήμιο Πατρών), αναγνώρισε στον Διονύσιο Σολωμό την θεατρικότητα των κειμένων του και βέβαια την τεράστια αξία που έχει αυτό το έργο για κάθε έλληνα και κυρίως για τους εφήβους. Ο Διονύσιος Σολωμός «σκηνοθετεί πρώτα το θέμα του και έπειτα το γράφει», έτσι και εκείνη ερευνώντας επισήμανε τα σκηνοθετικά κλειδιά, ξεκλείδωσε το υπέροχο κείμενό του Διονυσίου Σολωμού. Αν και ο μεγάλος μας ποιητής δεν έγραψε θέατρο, το γράψιμό του δείχνει τη μεγάλη του σχέση με την δραματική γραφή και πως αλλιώς βέβαια, αφού σε πρώτο επίπεδο είχε βιώσει το λαϊκό δρώμενο του νησιού του, της Ζακύνθου, τις «ομιλίες». Το Επτανησιακό Θέατρο, αρχικά, σε όλα τα νησιά ήταν ιταλόφωνο. Ελληνόφωνο έγινε σε διαφορετικές για κάθε νησί εποχές. Στη Ζάκυνθο συνέβη τον 17ο αιώνα. Η μελέτη της επτανησιακής θεατρικής ζωής αφορά, κυρίως, στη Ζάκυνθο, ενώ για τα άλλα νησιά είναι περιορισμένη, αφού η Ζάκυνθος πρωτοπορούσε και στην πρόζα (αστική, που παιζόταν σε σαλόνια και δημόσια κτίρια και τη λαϊκή, με τις «ομιλίες» που παίζονταν στο ύπαιθρο, πλατείες της πόλης και χωριά). Εξάλλου Ζακυνθινοί ήταν οι Γουζέλης και Μάτεσης.

Οι πνευματικές του καταβολές, τα διαβάσματά του, που παραπέμπουν στο γερμανικό ιδεαλισμό και στην ιδέα του «υψηλού» μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση οδηγούν τον ίδιο να γίνει ένας ρομαντικός, μελαγχολικός ήρωας «Εγώ τη μοναξιά, όπου ζω τώρα και κάμποσα χρόνια, δεν θα την αφήσω παρά μονάχα όταν αφήσω και τη ζωή, ίσια –ίσια που θα θαφτώ ολοένα και πιο πολύ μέσα της, κι αυτό μου δίνει κάποια παρηγοριά, καθώς και την απόλυτη συναίσθηση για το καθήκον μου»3. Η παιδεία και η μόρφωση που έλαβε στην Ευρώπη ο Δ.Σολωμός, δεν μείωσε διόλου την εθνική διάσταση της τέχνης του και τη σημασία της για την ελληνική γλώσσα. Τα μάτια του ήταν πάντα καρφωμένα σε μια ελεύθερη Ελλάδα και θαύμαζε τον αγώνα του λαού για την ελευθερία. Πως θα μπορούσε η γλώσσα του να μην αφουγκράζεται αυτούς με τους οποίους ταυτιζόταν και τους οποίους θαύμαζε, τους γνήσιους αγωνιστές για την ελευθερία της πατρίδας του.

Στόχος της δραματουργού Μαρίας Φραγκή όπως αναφέρει στο περιοδικό για το θέατρο Θεατρικά Δρώμενα «είναι να διατυπώσει την μεγάλη σχέση που φαίνεται να έχει η προσωπικότητά του Διονυσίου Σολωμού με την πίστη στο δραματικό είδος και στην αποτελεσματικότητά του. Και πλησιάζει τα δυο μεγάλα θέματά του: την ελευθερία και τη γλώσσα, με τα πλέον δραματικά κείμενά του δηλαδή με το Διάλογο και με τη Γυναίκα της Ζάκυνθος. Δεν αποκλείεται ωστόσο το στοιχείο της δράσης ούτε από το Λάμπρο, ούτε από τα άλλα κείμενά του.» Όλη αυτή η παράδοση είχε με φυσικό τρόπο ενσωματωθεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

Συγκεκριμένα η δραματουργός και σκηνοθέτης Μαρία Φραγκή γράφει στο περιοδικό για το θέατρο Δρώμενα το Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021 ότι «Ο Διάλογος, για πολλά χρόνια παραμελημένος, είναι ένα ατόφιο κομμάτι του ανθρώπου Δ. Σολωμού κι όχι απλώς ένα έργο του. Μέσα από το ρόλο του Ποιητή, παίζοντας μισοκρυμμένος και μισοαποκαλυπτικός, λέει την αλήθεια, καταθέτει όλη του την κοσμοθεωρία αλλά όχι εκ του ασφαλούς. Δεν υιοθετεί τη γραφή του δοκιμίου ή έστω του μανιφέστου. Θέλει να γίνει όσο πιο πειστικός μπορεί, γι’ αυτό και «παίζει» σε μια σκηνοθετημένη συνάντηση, τις θέσεις του σε αντιπαράθεση με την «προσωποποίηση» της άλλης πλευράς.»

Το 1824 οδηγείται να γράψει το μοναδικό πεζό του κείμενο με θέμα τη γλώσσα της αγωνιζόμενης για την ελευθερία Ελλάδας.

«Ο Διάλογος είναι αυτοβιογραφικός, για τούτο κι ο τρόπος του, βιωματικός και θεατρικός, αποκαλύπτει πόνο ψυχής, σκληρή σάτιρα, ταύτιση προσώπων με ήρωες (Ποιητής=Δ.Σ., Φίλος=Σ.Τρικούπης), επίκαιρα γεγονότα και πρόσωπα (Μεσολόγγι, Μ.Μπότσαρης, Κοραής). Ένα τελευταίο ενδεικτικό στοιχείο: ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ αποτελεί ολοκληρωμένη ενότητα περιεχομένου και μορφής με αρχή, ανάπτυξη και τέλος, σημάδι τεκμηριωμένης θέσης του ποιητή και οριστικής άποψης.»

Δυο φίλοι σιωπούν, κοιτάζοντας κατά το ίδιο μέρος, σκεπτόμενοι τα ίδια πράγματα. Καθρέφτισμα ο ένας του άλλου και οι δυο μαζί καθρέφτισμα της ελληνικής επανάστασης, που συντελείται ήδη απέναντι και τους αγγίζει ψυχικά, ενώ παρακολουθούν τα γεγονότα από την απόσταση των Επτανήσων. Για άλλη μια φορά θέατρο. Ένα οδυνηρό και πολύ «πραγματικό» θέατρο, που παραμένει μακριά από τη ζωή τους, απέναντι.

Έντεχνα εισάγει το θέμα του. «Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιώτατος κρώζη ή κανένας Τούρκος βαβίζη· γιατί για ’μέ είναι όμοιοι και οι δύο.»

Ο διάλογος Φίλου και ο Ποιητή έχει πλατωνικές αναφορές όπως ο αντίστοιχος του Σωκράτη με τον Κρίτωνα. Με τη διαλεκτική και εκμαιευτική τεχνική εξιχνιάζουν τα θέμα της καθαρότητας και του επιπέδου της γλώσσας. Γεννιούνται συγκινήσεις και εκφράζονται απόψεις. Η συζήτησή τους ετοιμάζει τη μεγάλη είσοδο του Σοφολογιώτατου. Οι αναφορές που θα πλαισιώσουν το κύριο μέρος της δράσης έχουν τεθεί και η «θεατρική» ενημέρωση μέσω του τρίτου προσώπου επί σκηνής (του τρίτου υποκριτή), έχει επιτελέσει τη λειτουργία της.

Διαχωρίζει με μιας τη θέση του ο ποιητής. «…Καλώς τα ‘δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια μ’ αυτόν. Κύττα πώς τρέχει! Το πηγούνι του σηκώνει  την άκρη, ωσάν να ήθελε να ενωθή με τη μύτη. Ώ να εγένονταν η ένωσι, και τόσο σφιχτή, ‘που να μην μπορή πλέον ν’ άνοίξη το στόμα του, για να φωτίση το γένος

Ευθύς αρχίζει το κονταροχτύπημα

«ΣΟΦ. (Μέ μεγάλη φωνή). Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός; {πόσοι δεν χρησιμοποίησαν αυτό το επιχείρημα μιλώντας για το Δ.Σ.}

ΠΟΙΗΤ. (Μέ μεγαλύτερη), Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός;

ΦΙΛ. Αδέλφια, μην αρχινάτε να φωνάζετε, γιατί βρισκόμασθε εις το δρόμο, και η αληθινή σοφία λέει το δίκαιόν της με μεγαλοπρέπεια, και χωρίς θυμούς.

ΣΟΦ. (Χαμηλώνοντας τη φωνή και προσπαθώντας να φανή μεγαλόπρεπος). Αλήθεια, φίλε· έτσι έκανε και ο Σωκράτης.»

Ο Διονύσιος Σολωμός, παιδί του Διαφωτισμού, θέλει την αφύπνιση του κάθε πολίτη, του κάθε Έλληνα και αυτό θα μπορούσε να επιτευχτεί μόνο μέσα από έναν λόγο κατανοητό σε όλους, έναν λόγο που δεν θα δίχαζε όπως αυτός του Σοφολογιώτατου, αλλά που θα ένωνε τον λαό άσχετα από την καταγωγή του καθένα, τις ρίζες του και την παιδεία του.

«…Έπειτα, ποίες είναι τούτες οι μεγάλες διαφορές; Εμείς λέμε πατερό, και άλλοι λένε πάτερο, εμείς λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού λένε αγέρας, εμείς ημπορούνε, και άλλου λένε ημπορούν· τι διαφορές είναι τούτες; δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Ιταλοί, οι οποίοι αλη­θινά δεν ακούονται. Έλαβες ξένον δούλον ποτέ;

ΣΟΦ. Τους δούλους μου βγάνεις έξω;

ΠΟΙΗΤ. Αποκρίσου, γιατί δεν ήξέρεις πού αποβλέπει η ερώτησί μου.

ΣΟΦ. Έλαβα.

ΠΟΙΗΤ. Όταν ωμιλούσαν τους εκαταλάβαινες;

ΣΟΦ. —

ΠΟΙΗΤ. Αποκρίνομαι εγώ· εγώ έλαβα δούλους ξένους, Έναν από τη Μάνη, και τον εκαταλάβαινα εξαίρετα· έναν από το Γαστούνι, έναν από τον Όλυμπο, έναν από τη Χιό, έναν από τη Φιλιππούπολι, και τους εκαταλάβαινα εξαίρετα· άκουσα να ομιλούν ανθρώπους από το Μεσο­λόγγι, από την Κωνσταντινούπολη και τα λοιπά, και τους εκαταλάβαινα τόσο, όπου σχεδόν έλεγα όπως είναι από τον τόπο μου.

ΣΟΦ. Αμμή αυτοί ήταν αμαθέστατοι όλοι.

ΠΟΙΗΤ. Ήταν· και ο Χριστόπουλος, οπού είναι κάθε άλλο πα­ρά αμαθέστατος, γράφει με τες λέξες αυτών.

ΣΟΦ. Και αυτές οι λέξες…

ΠΟΙΗΤ. Και αυτές οι λέξες είναι οι ίδιες, με τες οποίες βρίσκεις γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα, όπου δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζω, και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους. Είδαμε τα Κλέφτικα τυπωμένα, και γνωρίζουμε και άλλα απ’ αυτά, και επαρατηρήσαμε ‘πως δεν έχουν μία λέξι, ‘που να μη σώζεται στη Ζάκυνθο.»

«Ο κόντες Σολωμός πέρα από όλα τα άλλα είναι παιδί μιας δούλας και η γλώσσα που τον γοήτευσε και τον συνεπήρε για πάντα είναι εκείνη που τον γαλούχησε, η γλώσσα της Αγγελικής. Μαζί με τη μάνα και την αμφιθυμική σχέση που ανέπτυξαν, λάτρεψε και εξιδανίκευσε τη γλώσσα της. Του λαού τη γλώσσα, την οποία αν δεν τύχαινε να γεννηθεί με τον τρόπο που γεννήθηκε, ίσως να μην την άκουγε ποτέ στη ζωή του.»

Γι’ αυτό η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο εθνικός μας ποιητής είναι μια γλώσσα του λαού, βγαλμένη από το « Αχ» του και γι’αυτό έγινε αμέσως κατανοητή και μίλησε στην καρδιά του έλληνα.

Η παράσταση με τα σκηνικά (Ανδρομάχη Μοντζολή), το γαλάζιο της θάλασσας, τον ορίζοντα και το φως θέτει με επιτυχία το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ένα θέμα ουσιαστικό της παλιγγενεσίας, το θέμα της γλώσσας. Ένας άλλος σημαντικός αγώνας για τον ελεύθερο έλληνα, μαζί με εκείνο του καρυοφυλλιού. Η σκηνοθεσία της Μαρία Φραγκή, είναι τέτοια που μπορεί να προβάλλει τον καταπληκτικό λόγο του Διονυσίου Σολωμού. Είναι εμφανη΄ς η μελέτη της και η διδασκαλία των ηθοποιών της (Τάσος Μπλάτζιος, Γιώργος Ρουστέμης, Τάσσος Ζιάκκας), που κλήθηκαν να αποδώσουν την σκηνική παρουσία ενός μεγάλου κειμένου. Οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση και η μουσική της ΄Αννας Μουζάκη συνηγόρησαν για την ολοκλήρωση αυτού του σκηνικού εγχειρήματος, που έβγαλε από την σκόνη ένα μεγάλο κείμενο.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ