Κριτική για την παράσταση "Η δίκη του Κ."

Από τη θεατρολόγο Τζούλια Κόγκου

Η δίκη (εκδ.1925) του Τσέχου Φ. Κάφκα διασκευάζεται και μεταφέρεται στη σκηνή του θεάτρου Πόρτα από τον Θωμά Μοσχόπουλο. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στη ιστορία του Γιόζεφ Κ. ο οποίος, αν και αθώος, συλλαμβάνεται με άγνωστο κατηγορητήριο με αποτέλεσμά να περιπλέκεται σε μια γκροτέσκα αδιέξοδη ιστορία και σε έναν κόσμο που ορίζεται από ένα παράλογο σύστημα εξουσίας. Ο ήρωας προσπαθεί να αντισταθεί δοκιμάζοντας διάφορους τρόπους, επίσης όμως, αδιέξοδους καθώς εμπλέκονται και ορίζονται από το ίδιο σύστημα. Το αγωνιώδες ταξίδι του είναι μοναχικό καθώς οι διαπροσωπικές σχέσεις παραμένουν επιφανειακές ενώ εξυπηρετούν μονάχα τον μικρόκοσμο του κάθε προσώπου. Τελικά, τα χρονικά περιθώρια σφίγγουν, το αδιέξοδο μεγαλώνει και η αντίσταση του ήρωα πλέον θεωρείται μάταιη. Η παραίτηση και, τελικά, η εξαφάνιση του από το ίδιο το σύστημα είναι αναπόφευκτη.

Με το έργο αυτό, ο Κάφκα εκφράζει ένα δριμύ «κατηγορώ» για στην εξουσία, τον τρόπο επιβολής της και την αδυναμία εναντίωσης ή αντίστασης σε ό,τι συμβαίνει, στοιχεία τα οποία, εν μέρει, συμμερίζεται ο Θ.Μοσχόπουλος. Ο σκηνοθέτης συνθέτει ένα νέο σκηνικό κείμενο που αναδεικνύει τα κομβικά σημεία του μυθιστορήματος και το παράλογο της ιστορίας και ταυτόχρονα, την επιβλητική αλλά μονότονη ατμόσφαιρα του έργου σύμφυτη με τις προθέσεις του Κάφκα. Φωτίζει την ιστορία του ήρωα Γιόζεφ Κ και την κωμικοτραγικότητά της με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, επενδύοντας στην ομάδα των ηθοποιών και κάνοντας χρήση σωματικού θεάτρου σε συνδυασμό με τις μάσκες larval. Η αφηγηματικότητα του κειμένου εμπνέει την αποστασιοποίηση ως σκηνοθετική προσέγγιση  η οποία, όμως, διατηρείται ακόμη και στις κορυφώσεις της περιπλάνησης που αμβλύνονται σε μεγάλο βαθμό. Αποτέλεσμα αυτού είναι η απομάκρυνση του θεατή από την εσωτερική πάλη και αγωνία του Γιόζεφ Κ. που αποτελεί κεντρικό ζητούμενο του καφκικού κειμένου. Για παράδειγμα, στη σκηνή της Μητρόπολης, ο διάλογος που εξελίσσεται από τον ίδιον τον Γιόζεφ Κ. αποσυμπιέζει την οποιαδήποτε φόρτιση ενώ, στο τέλος η παραίτηση του ήρωα δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιου εσωτερικού αδιεξόδου και δημιουργείται, έτσι, η αίσθηση ότι κάτι δεν έγινε ή λείπει.

Παρόλο αυτά, υπάρχουν πολλές άλλες σκηνοθετικές επιλογές που συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πετυχημένης παράστασης. Η ενορχηστρωμένη αφήγηση από το σύνολο (ensemble) των ηθοποιών (εκτός του Γιόζεφ Κ.) συμπληρώνει με δεξιοτεχνικό τρόπο το σκηνικό τοπίο ενώ η εύρυθμη συνύπαρξή τους είναι μοναδική. Οι επιμέρους ιστορίες ξετυλίγονται αβίαστα η μία μέσα στην άλλη ενώ όλοι οι ηθοποιοί υιοθετούν ρόλους, γίνονται κουκλοπαίκτες ή κούκλες και σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με τη χρήση των μασκών. Κάποιες ιστορίες δίνουν το προβάδισμα σε κάποιους ηθοποιούς αλλά ο καθένας μεμονωμένα υπηρετεί με εύστοχο τρόπο το ρυθμό και την αφήγηση. Ο Μ.Συριόπουλος είναι ο πλέον κατάλληλος για το ρόλο του Γιόζεφ Κ. ο οποίος ανταποκρίνεται με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα της παράστασης.

Οι μάσκες larval φωτίζουν το υπαρξιακό κενό των εμπλεκομένων στην ιστορία προσώπων δημιουργώντας την αίσθηση της αναζήτησης και, ταυτόχρονα, της άγνοιας της ίδιας τους της ύπαρξης, τοποθετώντας τον κόσμο του Γιόζεφ Κ. σε ένα πρωτόγνωρο ονειρικό σύμπαν. Χρησιμοποιούνται σε ποικίλους ρόλους όπως χαρακτήρες, τύπους, σκέψεις κ.α. με διαφορετική κινησιολογική και σκηνική προσέγγιση χωρίς όμως να γίνεται σαφές το πότε εμφανίζονται ενώ η αδυναμία της “ομιλίας” οδηγεί τους συντελεστές στη υιοθέτηση λύσεων που δημιουργούν, τελικά, κινησιολογικό “θόρυβο”. Πέρα αυτού όμως, η κινησιολογία της Σ.Πάσχου δεν μπορεί παρά να ξεχωρίσει για την ευρηματικότητα της και την ικανότητά της να σωματοποιεί χώρους, καταστάσεις (όπως για παράδειγμα το ανεβοκατέβασμα από όροφο σε όροφο ή την μεταφορά του Γιόζεφ Κ και του θείου του με ταξί) και να χρησιμοποιεί με ιδανικό τρόπο το διαθέσιμο σκηνικό χώρο.

Ξεχωριστό ρόλο στο όλο εγχείρημα παίζουν, επίσης, η σκηνογραφία και ο φωτισμός. Το λιτό ασπρόμαυρο σκηνικό με τη στραβή κλίση φαίνεται να είναι επηρεασμένο από σκίτσα του ίδιου του Κάφκα που αναδεικνύουν το παράλογο της υπόθεσης και τον μη τόπο. Κάποιες σκηνογραφικές λύσεις είναι ιδιαίτερα πετυχημένες (όπως για παράδειγμα το υπνοδωμάτιο του Γιόζεφ Κ.) ή κάποιες άλλες δένουν άψογα με την κινησιολογία των ηθοποιών. Τα φώτα ντύνουν τη σκηνή προσδίδοντας μια μοναδική ατμόσφαιρα που ενισχύει τον απόμακρο κόσμο που αμφιταλαντεύεται μεταξύ φόβου ή αναζήτησης.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ