Κριτική για την παράσταση "Φύλακας μιας Επανάστασης"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Έτσι, ήταν όλη η κοινωνία τότε.

Μετά την Επανάσταση…

Κέρδισε τα μεγάλα κι έπρεπε τώρα να παλέψει για τα μικρά

Μετά την επιτυχημένη της παρουσίαση στον Αύλειο Χώρο των Καπναποθηκών Παπαστράτου στο Αγρίνιο και στο Διεθνές Φεστιβάλ Αναλόγιο, η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη «Φύλακας μιας Επανάστασης» επιστρέφει στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, από τις 20 Δεκεμβρίου για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.

Πρόκειται για την ιστορία του ιστοριοδίφη και συγγραφέα, από τη Ναύπακτο, Γιάννη Βλαχογιάννη. Το αναλυτικό κείμενο και την σκηνοθεσία υπογράφει ο Μάνος Καρατζογιάννης, ενώ στην σκηνή εμψυχώνει τον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο Γιάννης Νταλιάνης.  

Ο Μάνος Καρατζογιάννης καταπιάνεται ξανά με την ιστορική μνήμη μετά τις παραστάσεις του «Για την Ελένη» και τους «Μάρτυρες των Αθηνών» καθώς και την ταινία του «Μελίνα Στοπ Καρέ – αναζητώντας την σύγχρονη ελληνικότητα». Τίποτα δεν θα υπήρχε χωρίς την κατάθεση ψυχής κάποιων ανθρώπων αφοσιωμένων στο ελληνικό πνεύμα και τη δημιουργία του τόπου.

Μέσα από την αναβίωση της ζωής του Γιάννη Βλαχογιάννη, αναβιώνει και η ιστορία της Ελλάδας. Μότο του παθιασμένου ιστοριοδίφη ήταν ότι «όσοι μαζεύουν δεν πεθαίνουν. Μάζευε πότε εμπειρίες, πότε αισθήματα. Πίστευε και ερεύνα !» Ο ηθοποιός Γιάννης Νταλιάνης γίνεται ο Βλαχογιάννης, μετουσιώνεται σε αυτόν τον ερευνητή των αρχείων του ’21 και με μεγάλη πιστότητα αναπαράγει τις μέρες και τις μνήμες του. Σιγά σιγά θυμάται και ανοίγει τα ντουλάπια της μνήμης του σκηνικού, τα ράφια όπου μέσα φυλάει τους θησαυρούς της ζωής του και τα προσφέρει στο κοινό.

Καταγόταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια και τον υπολόγιζαν να γίνει τσαρουχάς όπως ο πατέρας του. Εκείνος όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα και μπόρεσε να αποσκιρτήσει. Τον πήρε κοντά του ο πολιτευτής Κορινθίας Καμπερόπουλος, δεν άντεχε όμως τις προσβολές της κυρίας πολιτευτού και με ένα βαπόρι έφυγε νύχτα για τον Έπαχτο, την Ναύπακτο και από εκεί για την Πάτρα, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα την «παιχνιδιάρα» και μετά την Αθήνα. Έμεινε εμβρόντητος από την μεγαλούπολη, θαμπώθηκε από τα φώτα της πόλης και από τον κόσμο της μεγάλης πολιτείας. Έφερε και την οικογένειά του τις αδελφές του. Ήταν πολύ αγαπημένοι, τους ένωνε η φτώχεια τους. Αθήνα 1885. Δύσκολη επιβίωση. Εκείνος δεν ζητούσε τίποτα από κανέναν και δούλευε όπου κι όπου, όπως, όπως. Έτσι έκαναν τότε όλοι. Δίδαξε στην ιδιωτική εκπαίδευση, σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια των Αθηνών, έγινε διευθυντής στο σχολείο των εφήβων στις φυλακές Συγγρού, μετά διορθωτής, συντάκτης, δημοσιογράφος- τότε που δεν ήταν ακόμα ντροπή να είναι κάποιος δημοσιογράφος- και μετά έγινε οικοδιδάσκαλος σε μαθητές μεγάλων οικογενειών.

Μελετούσε και όπου και να πήγαινε μάζευε συλλογές. Στα 45 έγινε πια διευθυντής στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Είχε μια περιέργεια να αφουγκραστεί τη γλώσσα και αυτό που τον καθόρισε ήταν η παρατήρηση και η έρευνα.

Ήταν λογογράφος και ιστοριοδίφης. Πότε η μια του ιδιότητα βοηθούσε την άλλη, πότε τρώγονταν μεταξύ τους, όπως οι Έλληνες.

 Ήταν αδηφάγος απέναντι στα ιστορικά έγγραφα. Πέρασαν χιλιάδες από τα χέρια του. Λόγω έλλειψης χρημάτων δεν τύπωνε. «Οι μελέτες του , τα έργα του , τα ορφανά του … Αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας»

 Το κράτος πάντα αδιάφορο. Οι μαθητές μάθαιναν πάντα λάθος την ιστορία και εξακολουθούν να την μαθαίνουν.

Ήταν παθιασμένος με τη δουλειά του. « Για κάποιους από εμάς η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ, ούτε μετά θάνατον» έλεγε.

Το ‘ 21 ήταν το κύριο μέλημά του. Ό,τι έγραφε το ζούσε και ό,τι ζούσε το έγραφε. Από το 21 ξεφύτρωσε ο ίδιος και ο Φώτης Κόντογλου και τόσοι άλλοι. Τον πήγαινε στην Φρεατίδα και του άρεσε να ακούει τα παραμύθια της γιαγιάς μου, της Τζαβέλαινας.

Τους γέρους δεν τους κλαίμε ούτε τους μοιρολογάμε, γατί έζησαν και χάρηκαν. Χάρηκαν όμως; Μια κρυφή πικρία κρύβεται στις ερωτήσει του κειμένου.

Του άρεσε να μιλά και να τον ακούν. Μάλωνε με τον Κονδυλάκη, τον Νιρβάνα, τον Μαβίλη, τον Μαλακάση και έτριζε ο τόπος. Ήταν ευερέθιστος, αλλά και έντονη προσωπικότητα.

Θαύμαζε τον Παπαδιαμάντη και έλεγε για αυτόν χαρακτηριστικά ότι η φτώχεια του είναι αντιστρόφως ανάλογη με τον εσωτερικό του πλούτο. Τα χέρια του είχαν βγάλει χόντρους από το γράψιμο. Κάποτε του ζήτησε την άποψή του για ένα διήγημά του, «τον Ξενιτεμένο» και ο κυρ Αλέξανδρος αν και δείλιασε να το πάρει να το δει στο τέλος μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον Γιάννη, τον Επαχτίτη, τον Γιάννη Βλαχογιάννη.

Μιλά για τον Μακρυγιάννη, « μια ελληνική ψυχή, που πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε και θύμωσε.» Καταπληκτικός και καίριος ο λόγος του Μάνου Καρατζογιάννη, που αποδίδει απόλυτα την εικόνα που είχε διαμορφώσει για τον καθένα ο Βλαχογιάννης και την άφησε παρακαταθήκη στους Έλληνες, μήπως και ξυπνήσουν καμιά φορά. Ο Μακρυγιάννης « έμεινε όρθιος ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε ανθρωπάκι.[…] ήταν πάντως ένας ακάματος και αγράμματος στρατοκόπος.

Βλαχογιάννης και Νταλιάνης μας εμφύσησαν την λατρεία για τα αρχεία, που έπεσαν στα χέρια τους. Ο Βλαχογιάννης ήταν βέβαιος πως θα τον θυμούνταν για τα χειρόγραφα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, του στρατηγού που ήξερε να αντιστέκεται.

Ο φωτισμός του Νίκου Σωτηρόπουλου είναι καθοριστικός για τις προθήκες που φωτίζονται ενίοτε, τα ερμάρια του παρελθόντος, για τον φωτισμό του ίδιου του Βλαχογιάννη- Νταλιάνη, για την προβολή των χειρογράφων του Μακρυγιάννη σε όλη την σκηνή. Για τον Βλαχογιάννη,ο Μακρυγιάννη ήταν κάτι σαν την ανακάλυψη της Αμερικής. Δεν ήθελε να δοξαστεί σαν τον Κολόμβο, αλλά αν ο Μακρυγιάννης είχε στην σκέψη των Ελλήνων τη θέση που είχε η αμερικανική σκέψη, εκείνοι θα ήταν ευτυχέστεροι ή τουλάχιστον πιο κοντά στην ελληνική φύση. « Μια μέρα θα μας γράψει η ιστορία… ερμηνεύει a capella ο Νταλιάνης και εισάγει τον Βενιζέλο που ο Βλαχογιάννης θεωρούσε μεγαλοΐδεάτη και μεγαλομανή και βέβαια και αυτό παιδί του ’21. Με τη βοήθειά του Βενιζέλου ίδρυσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Για τη μνήμη του έσωσε όλα τα χειρόγραφα. Πήρε τη θέση του στα Γενικά Αρχεία του Κράτος από τις 11 Φεβρουαρίου 1915 ως το 1936.

Θεωρούσε χρέος του να διατηρεί την παράδοση και την ίδια στιγμή να την ανανεώνει.

Ο Έπαχτος… Η Χίος…. Το Σούλι…. Το κάστρο… Το Μεσολόγγι…

Η έξοδος του Μεσολογγίου συνέβαλλε τόσο καθοριστικά στην απελευθέρωση, ίσως όσο κανένα άλλο γεγονός.

Ένα μικρό ατύχημα- οιωνός μια διαρροή κόκκινου μελανιού είναι ικανό για να εισάγει τον Καποδίστρια, που εκείνη την μοιραία μέρα παραγνώρισε πολλές φορές ,πολλούς οιωνούς που τον απέτρεπαν να οδηγηθεί στο ναό, άρα και στον θάνατο. Αυτοί που δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, δολοφόνησαν πρώτα την παιδεία του ελληνικού λαού. Ανάθεμα οι Αγγλογάλλοι που μονίμως παρεισφρέουν σε όλα.

«Καληνύχτα Κυβερνήτα, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία.»

Αναρωτιέται ο Βλαχογιάννης πώς να μη τους χώριζε τους Έλληνες η πολιτική, εδώ τους χώρισε η γλώσσα. Εκείνος γράφει για την ομορφιά και η γλώσσα είναι το μέσο για τον σκοπό αυτό. Εκείνος είναι βγαλμένος από λαϊκή ψυχή και δεν συμπαθεί την Ακαδημία και τους ακαδημαϊκούς, καθώς θεωρεί ότι ο έγκριτός ακαδημαϊκός εκλέγεται βάσει του αυτοεξευτελισμού του.

Τυμβωρύχος ήταν ανάμεσα στους νεκροθάφτες της ελληνικής ιστορίας. Παρουσίασε τον Καραϊσκάκη, τον γιο τη καλογριάς, αυτόν που αγωνίστηκε ενάντια στους εχθρούς της πατρίδας και ενάντια στον ελληνικό φθόνο και την παλιανθρωπιά.

Καταλήγει λέγοντας ότι δεν τρώει η Ελλάδα τα παιδιά της, αλλά οι Έλληνες τα αδέλφια τους.

Που πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος….

Ιδού ο Γιάννης Βλαχογιάννης! Ιδού και η φωνή του!

Μια παράσταση ιστορική , για ένα ιστορικό πρόσωπο , για έναν μεγάλο διανοούμενο της χώρας στον οποίο οφείλουμε την διάσωση μεγάλων αρχείων.

Ο Γιάννης Νταλιάνης γίνεται ένα με την εποχή και μεταμορφώνεται σε Γιάννη Βλαχογιάννη.

Το ευσύνοπτο και ουσιαστικό κείμενο του Μάνου Καρατζογιάννη , και η σκηνοθεσία του δημιουργούν μια παράσταση που εκπαιδεύει, ευαισθητοποιεί και προβληματίζει τον σύγχρονο θεατή, ενώ τον καλεί να γίνει και εκείνος « φύλακας» της ιστορίας του τόπου του.

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ