Κριτική για την παράσταση Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Ο μύθος

Όταν ο Αγαμέμνονας σκοτώνει το ιερό ελάφι της θεάς Άρτεμις, εκείνη για να τον εκδικηθεί, προκαλεί άπνοια καθηλώνοντας έτσι τον ελληνικό στόλο στην Αυλίδα. Ο μόνος τρόπος για να εξευμενίσει ο Αγαμέμνονας την θεά και να ξεκινήσει ο ελληνικός στρατός για τον Τρωικό πόλεμο είναι να θυσιάσει την κόρη του, Ιφιγένεια, για να είναι ευνοϊκοί οι άνεμοι σύμφωνα με την προφητεία του Μάντη Κάλχα. Με το φόβο του στρατού που είναι έτοιμος να εξεγερθεί, ο Αγαμέμνονας καλεί την Ιφιγένεια να έρθει στην Αυλίδα με το πρόσχημα ότι θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Όταν εκείνη καταφτάνει στο στρατόπεδο μαζί με την μητέρα της Κλυταιμήστρα συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν πρόκειται να σταματήσει τους Έλληνες από το να εκδικηθούν για την αρπαγή της Ωραίας Ελένης και να λεηλατήσουν την Τροία.

Η πολιτική άποψη της παράστασης *

Το αν θα εκπληρωθεί ή όχι η ταγή της θεάς Άρτεμης, δεν είναι δίλημμα ηθικό, αλλά πολιτικό. Η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από την ανθρώπινη ζωή και τους οικογενειακούς δεσμούς. Ο στρατός είναι αποφασισμένος να πολεμήσει στην Τροία, ο Μενέλαος είναι ανυποχώρητος στην διεκδίκηση της Ελένης που πρόδωσε την οικογενειακή τους εστία και την συζυγική της πίστη. Η Ιφιγένεια δεν είναι απλώς ένα εξιλαστήριο θύμα, είναι η ηρωίδα πάνω στην οποία θα βασιστεί ο ελληνικός λαός για την θετική έκβαση της μάχης.

Ο Γιώργος Μπλάνας αναφέρει: «Το πραγματικό της Ιφιγένειας εν Αυλίδι δεν είναι η άδικη σφαγή μιας αθώας κοπέλας. Πουθενά στο έργο δεν αμφισβητείται το δικαίωμα μίας θεάς να ζητά ανθρώπινη θυσία –ούτε από το ίδιο το θύμα. Το πραγματικό θέμα του έργου είναι η εξουσία: τι λογής άνθρωποι έλκονται από αυτήν, μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για να την κατακτήσει και να την διατηρήσει, πόσο εξουσιαστής είναι ο εξουσιαστής και πόσο εξουσιαζόμενος ο εξουσιαζόμενος, πως μεταβάλλονται σε «δημόσια αγαθά» οι ποταπές επιθυμίες του εξουσιαστή, πόσο ειλικρινής είναι απέναντι στον εαυτό του, πόσο ιδιοτελής μπορεί να είναι η ιδέα του κοινού συμφέροντος». (*από το πρόγραμμα της παράστασης)

Σχετικά με την παράσταση

Έχοντας την χαρά να έχω παρακολουθήσει και τις προηγούμενες δουλειές της ομάδας (Μόνος με τον Άμλετ, Ταρτούφος) μπορώ να πω πως το στίγμα τους πλέον είναι ευδιάκριτο, κι αυτό αφορά στον σεβασμό με τον οποίο γίνεται η προσέγγιση σε ένα κλασικό έργο, είτε μιλάμε για Σαίξπηρ, είτε για Μολιέρο, είτε για Ευριπίδη. Μολονότι δηλώνω υπέρμαχος της πρόσληψης του κλασικού δράματος στους νεότερους χρόνους, καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσαμε απλά να κάνουμε ανάγνωση των κειμένων κατά μόνας, ωστόσο, θα πρέπει να βρεθεί η «χρυσή τομή» στην προσέγγιση αυτού, ώστε να μην κατακερματίζεται και ο λόγος του συγγραφέα, κι αυτό ακριβώς έχει καταφέρει ο Αιμίλιος Χειλάκης κι ο Μανώλης Δούνιας, οι οποίοι μελέτησαν πολύ το αρχαίο δράμα, σε μία προσπάθεια αναβίωσης βασικών του μορφολογικών παραστασιακών χαρακτηριστικών, επαναφέροντας το αρχέτυπο των τριών Υποκριτών, με τους ηθοποιούς να είναι κεκαλυμμένοι με λευκή πούδρα σε ολόκληρο το σώμα, όπως το ψιμύθιον (ανθρακικός μόλυβδος) που χρησιμοποιούσαν στις παραστάσεις του αρχαίου δράματος στην Κλασική Αθήνα.

Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο, που επαναφέρουν, πέρα από τους υποκριτές, είναι ότι ο Χορός δεν είναι απλώς ένα ανεξάρτητο σώμα υποκριτών, οι οποίοι τραγουδάνε κάποια απλά και όμορφα λόγια, τα υπέροχα λόγια ενός ποιητή όπως ο Ευριπίδης, είναι, αντίθετα, οι άνθρωποι που σου λένε τι συνέβη στο προηγούμενο επεισόδιο και προπέμπουν τη δράση για το επόμενο. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένες οι χορικές στιγμές του Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης αυτό το «καινό» είχε κομίσει στο αρχαίο αττικό δράμα. Ο Χορός ήταν εκείνος που αφηγούνταν την ιστορία, περισσότερο κι από τους πρωταγωνιστές.
«Δεν παίζουμε τους ρόλους• αφηνόμαστε στο τι λέει η ιστορία - και η παράστασή μας αυτό ακριβώς επαναλαμβάνει: το τι λέει η ιστορία», όπως αναφέρει σε συνέντευξή του ο Αιμίλιος Χειλάκης. εδώ

Μονάχα ως βάλσαμο ψυχής θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το σύνολο της εμπειρίας αυτής, που μοιραστήκαμε, λησμονώντας την αφόρητη ζέστη εκείνης της βραδιάς, στον επιβλητικό χώρο του θεάτρου Βράχων. Έτσι, λοιπόν, αφεθήκαμε στην ιστορία, και τα συναισθήματα που αυτή μας δημιούργησε, σε ένα λυτρωτικό δούναι και λαβείν με το θίασο, μέχρι τη στιγμή της αριστοτέλειας κάθαρσης. Η θετικώς κείμενη εμπειρία, και ειδοποιός διαφορά, ξεκινάει από την αριστοτεχνική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, καθώς είναι γνωστό πόσο εύκολα μια μετάφραση μπορεί είτε να αναδείξει, είτε αντιστοίχως και να καταστρέψει, ενδεχόμενα, ένα κείμενο.

Τα λιτά και προσίδια σκηνικά αντικείμενα του Κων/νου Ζαμάνη, που περιορίζονταν στα (τροχήλατα) κιβώτια, τα οποία, σε διττό λειτουργικό ρόλο, χρησίμευαν άλλοτε για να προσεγγίζουν οι ακίνητοι υποκριτές ο ένας τον άλλο, σε στιγμές κορύφωσης, και άλλοτε ως εξαιρετικά ατμοσφαιρικό ηχητικό εφέ, σε συνδυασμό με τα κοστούμια, λευκά και λιτά για τους υποκριτές, που με μικρή προσθαφαίρεση άλλαζαν ρόλο, και, από την άλλη απλά, καθημερινά και πολύχρωμα για τον χορό, κατεύθυνση που μπορεί να εξηγήσει μια διαχρονική κλίμακα και να μας φέρει πιο κοντά στο σήμερα.

Οι διακριτικές φωτιστικές επιλογές του Νίκου Βλασόπουλου φώτισαν με δεινότητα ακόμη και τις λιγότερο ευανάγνωστες πτυχές του έργου, σε συνδυασμό με τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και το απόλυτα εναρμονισμένο ηχόχρωμα του ακορντεόν επί σκηνής.

Προσωπικά, η έκπληξη της βραδιάς για μένα, έχοντας παρακολουθήσει και τις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ, αλλά και την «Κατερίνα» του Κορτώ, ήταν η τόσο μεστή ερμηνεία της Λένας Παπαληγούρα, τόσο ως μάντης Κάλχας, όσο και Ιφιγένεια.
Η Ιφιγένεια, δεν είναι απλώς μία παρθένα που δέχεται παθητικά τον χαμό της, μα ως γνήσιο χαρακτηριστικό της ηρωικής της καταβολής, και δίχως τεχνάσματα ή παρακλητικό λόγο, αποδέχεται την τραγική μοίρα που οι Θεοί αποφάσισαν γι’ αυτήν σε ένα μονόλογο που μας έκοψε την ανάσα: «Είναι μάταιο να προσπαθούμε να ξεφύγουμε από το αναπόφευκτο: θα μας συντρίψει πριν μας συντρίψει. Απ’ όσα είδα κι άκουσα, κατέληξα πως πρέπει να πεθάνω. Θα το κάνω, αλλά περήφανα, γενναία όχι μικρόψυχα: με κλάματα και οδυρμούς, αφού πρέπει να σώσω εγώ την τιμή της Ελλάδας – κι ας τιμήσει η Ελλάδα τ’ όνομά μου. Όταν με γέννησες, εσύ απόκτησες ένα παιδί κι εγώ δύο μάνες: αυτήν που μ’ έφερε στον κόσμο κι αυτήν, που θα γινόταν για μένα ο κόσμος όλος».

Υπό αυτό το πρίσμα, η Ιφιγένεια με λιτά υποκριτικά μέσα, κάνει αγόγγυστα την μετάβαση από τον ρόλο της αγνής κόρης στο ρόλο της ηρωίδας, και μας χαρίζει ίσως την πιο πυκνή της ερμηνεία, όντας εξίσου πειστική, αν όχι και περισσότερο, και ως ηλικιωμένος μάντης. Πολύτιμο αρωγό σε αυτό θεωρώ ότι αποτέλεσε και η κινησιολογική καθοδήγηση της Αγγελικής Τρομπούκη, καθώς ήταν αδύνατο να μην πιστέψεις ότι αυτή η κυρτή μορφή με την τόσο πειστική φωνή, δεν ήταν ένας ηλικιωμένος μάντης.

Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ως Αγαμέμνων, αλλά και ως Αχιλλέας, διαθέτοντας ως πολύτιμο άσσο την στεντόρεια φωνή του, δεν κατάφερε να με ταξιδέψει όσο θα ήθελα, ωστόσο μας χάρισε μια ακριβέστατη ερμηνεία, με αρκετές ευστοχίες, ειδικά φωτίζοντας τις περισσότερο κωμικές στιγμές του Αχιλλέα. Για λίγες μόνο στιγμές, βλέπουμε τον Αγαμέμνονα ν’ αμφιταλαντεύεται για το αν θα θυσιάσει στον βωμό ή όχι την κόρη του, κάτι το οποίο μου έλειψε και θα ήθελα να φωτιστεί περισσότερο ως δίλημμα.

Η Αθηνά Μαξίμου, ως Μενέλαος και Κλυταιμνήστρα, αντίστοιχα, περνάει αβίαστα από τον ένα ρόλο στον άλλο, χαρίζοντάς μας μια νηφάλια αφήγηση, με τις απαραίτητες ψυχολογικές εξάρσεις της μάνας που σπαράζει, με μικρά, ωστόσο σημεία υπερβολής.

Θεωρώ πως το σκηνοθετικό σχέδιο γενικότερα απέδωσε καρπούς, καθώς το άρωμα της κλασικής τραγωδίας αποτυπώθηκε σε κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο, εκπληρώνοντας τις ψυχογραφικές σκηνοθετικές επιδιώξεις, με ελατήρια μια γνήσια κλασική οπτική, αφήνοντάς μας να χαθούμε στην απόλαυση ενός μαγικού ταξιδιού αισθήσεων και συναισθημάτων.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ