Κριτική για την παράσταση "Μαρκησία ντε Σαντ"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Μπαίνοντας στην αίθουσα του θεάτρου Αργώ και κοιτάζοντας τη σκηνή, αναρωτήθηκα τι έχει να μας πει αυτή η ρετρό πολυθρόνα και η χρυσαφί κουρτίνα στο πάτωμα και το πίσω μέρος της σκηνής. Τελικά, πάρα πολλά, όπως σύντομα αποδείχτηκε...

Τα πρόσωπα του έργου:

Στο έργο παρακολουθούμε έξι γυναικείους χαρακτήρες του στενού οικογενειακού πυρήνα της Μαρκησίας: την μητέρα της, μαντάμ ντε Μοντρέιγ (Αλεξία Φάλλα), την αδερφή της, Αν Προσπέρ ντε Λωναί (Σίσσυ Ιγνατίδου), την ίδια (Δέσποινα Κολτσιδοπούλου), την υπηρέτριά τους Σαρλότ (Άλκηστις Βούλγαρη) και δύο αριστοκράτισσες, την κόμισσα ντε Σαιν Φον, (Χριστίνα Ράπτη)έναν θηλυκό Σαντ, και την θρησκόληπτη βαρόνη ντε Σιμιάν, (Μαρίνα Σωκράτη) οι οποίες διαδραματίζονται σε ένα σαλόνι και έναν κήπο του Παρισιού, σε τρεις πράξεις, μεταξύ 1772 και 1790. Όλη η δραματουργική ένταση βρίσκεται στην εξέλιξη των συναισθημάτων αυτών των γυναικών.

Λίγα λόγια για την υπόθεση*:

Τα τρομαχτικά εγκλήματα του Μαρκησίου ντε Σαντ βρίσκονται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης κι εκείνος απειλείται με εκτέλεση. Η πεθερά του μαρκήσιου, η μαντάμ ντε Μοντρέιγ, καλεί την παιδική φίλη του Σαντ, Βαρόνη ντε Σιμιάν, και μία εταίρα της υψηλής κοινωνίας, με σκοπό να καταστρώσουν ένα σχέδιο διάσωσης. Η συνάθροιση τους διακόπτεται από την είσοδο της Μαρκησίας ντε Σαντ, και της αδερφής της, Αν Προσπέρ ντε Λωναί. Μια σειρά αποκαλύψεων, θα δοκιμάσει τις σχέσεις των τριών γυναικών. Η Μαρκησία ντε Σαντ, είναι η απάντηση σε ένα ερώτημα που ο ίδιος ο Yukio Mishima έθεσε στον εαυτό του. Γιατί η σύζυγος του Σαντ, Ρενέ Πελαζί, τον εγκατέλειψε και αποσύρθηκε σε μοναστήρι μετά την απελευθέρωσή του από την Βαστίλλη, έχοντας τον πρώτα στηρίξει και συνδράμει κατά την μακροχρόνια κράτηση του σε διάφορες φυλακές της Γαλλίας. Έξι θεατρικά πρόσωπα, έξι διαφορετικά εσωτερικά τοπία αναμετρούνται με το ογκώδες έργο και την πληθωρική προσωπικότητα του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Αρετή και διαφθορά, ευαισθησία και υποκρισία, έρωτας και βίτσιο σε μια αέναη εναλλαγή μέσα σε ένα σαλόνι της υψηλής κοινωνίας λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση.

Ο συγγραφέας Yukio Mishima και ο Σαντ*

Ο Mishima, ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, με μεγάλη πολιτιστική επιρροή, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως προσωπικότητα, έγραψε το έργο το 1965, πέντε χρόνια πριν την αυτοκτονία του, όταν διάβασε μία βιογραφία του Σαντ. Εντύπωση του έκανε η απόφαση της συζύγου του να τον εγκαταλείψει όταν πια απελευθερώθηκε από την φυλακή, έχοντας τον υποστηρίξει κατά τους μακροχρόνιους εγκλεισμούς του. Ο Σαντ αποτέλεσε την προσωπικότητα έμπνευση για την λέξη σαδισμός και σεξουαλική ικανοποίηση. Ήταν ένας Λεονάρντο ντα Βίντσι του «Κακού», η παρακαταθήκη του οποίου θα κυριαρχεί για πάντα σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να καταλάβει ότι η σκληρότητα δεν είναι μόνο περιττή, αλλά και άνευ αισθητικής σημασίας εν τέλει. Ο Mishima μπορεί να γράφει ένα έργο για τον Σαντ, ωστόσο δεν συντάσσεται μαζί του. Αυτή είναι και η μοναδικότητα αυτού του έργου, το γεγονός ότι ο Mishima παλεύει με έναν άλλο συγγραφέα και νικάει, έναν συγγραφέα τον οποίο η διανόηση επανανακαλύπτει και αποθεώνει μέσα στον 20ο αιώνα.

Από το σημείωμα της σκηνοθέτη:

«Οι έξι γυναικείοι χαρακτήρες, ρόλοι ισάξιοι ενός Άμλετ ή ενός Ληρ, είναι κάτι που πραγματική λείπει από το θέατρο σήμερα. Οι γυναίκες ηθοποιοί σπάνια έχουν την τύχη να αναλάβουν γυναικείους ρόλους τόσο απόλυτους. Με εξαίρεση την υπηρέτρια, όλοι οι χαρακτήρες είναι παντοδύναμοι, με διασυνδέσεις στα υψηλότερα κλιμάκια της κυβέρνησης και της υψηλής διανόησης. Ακόμη κι αυτές όμως είναι εγκαταλελειμμένες στη σκιά του έλλογου λόγου. Μοναχικές, στην περιφέρεια ενός ανδρικού κόσμου, όταν μιλούν τρελαίνονται. Η αόρατη λογοκρισία των «χρηστών ηθών» έχει τη δύναμη να σε κάνει να αμφισβητήσεις την εγκυρότητα των εμπειριών σου, την εγκυρότητα του ίδιου σου του εαυτού, είναι η λογοκρισία που κάνει τα θύματα να σωπαίνουν ενοχικά, που ενθαρρύνει τα θύματα να γίνουν θύτες όταν τους παρουσιαστεί η ευκαιρία. Το έργο λαμβάνει χώρα στη Γαλλία του 18ου αιώνα, διατηρεί όμως ατόφια τη φόρμα του ιστορικού ιαπωνικού θεάτρου και παρουσιάζει μορφολογικά στοιχεία τόσο από το Νο, όσο και από το Καμπούκι. Στο Νο, μια κατηγορία έργων παρουσιάζει συχνά γυναικείους χαρακτήρες με μεγάλη ψυχολογική πολυπλοκότητα, τα λεγόμενα έργα «τρελών γυναικών». Όλη η δράση λαμβάνει χώρα στο συναισθηματικό κόσμο αυτών των γυναικών, με τις επιθυμίες τους τελικά να τις οδηγούν σε μεγάλη συναισθηματική αναταραχή, μέχρι το φόνο, το θάνατο, ή την συμβολική απόσυρση από τη ζωή».

Κριτική της παράστασης:

Το έργο αποτελείται από τρεις πράξεις. Η πρώτη πράξη διαδραματίζεται στο σαλόνι, με φόντο μια χρυσή επιβλητική κουρτίνα, η οποία στη δεύτερη πράξη του κήπου αποκαλύπτει από τη μία πλευρά τον πίνακα του Jean Honore Fragonard “La Surprise ou La Rencontre” (Η Έκπληξη ή η Συνάντηση) ενώ από την άλλη πλευρά στην τρίτη ένα κολάζ από γκραβούρες για το έργο του Σαντ «Ζυστίν ή Τα Πάθη της Αρετής» (από το «100 γραβούρες του 1797», των εκδόδεων Άγρα), τα οποία συνδυάστηκαν αρμονικά ενισχύοντας την πληθωρική ατμόσφαιρα του έργου. Το σκηνικό συμπληρώνουν δύο πολυθρόνες εποχής και ένα μικρό τραπεζάκι, στο οποίο η υπηρέτρια Σαρλότ κατά την πρώτη πράξη σταδιακά τοποθετεί με αργές εκφραστικές κινήσεις ψεύτικα λουλούδια, συμβολίζοντας τη νεκρή φύση και την απόσυρση προς το θάνατο που κρύβεται μέσα στο έργο, για να το γκρεμίσει με βία αργότερα στη δεύτερη πράξη η κόρη σε ένα καταιγιστικό ξέσπασμα προς το πρόσωπο της μητέρας. Η Σαρλότ, μολονότι αποτελεί ένα κυρίως βουβό πρόσωπο, διαδραματίζει έναν εξαιρετικό ελισαβετιανό ρόλο προώθησης της πλοκής, υποβοηθώντας διακριτικά αλλά καίρια τους ήρωες στις κρίσιμες στιγμές τους.
Ένας σημαντικός παράγοντας που λειτούργησε καθοριστικά στην επιτυχία της παράστασης ήταν η ατμοσφαιρική μουσική επένδυση της Κρυσταλλίας Θεοδώρου (cORNiza) που κυριολεκτικά μας μετέφερε στη Γαλλία του 18ου αιώνα, όπως επίσης και με την ίδια ευκολία και στην γαλλική εξοχή στη διάρκεια της δεύτερης πράξης.
Η κατασκευή των κοστουμιών από την Αγγελική Μπορονοπούλου και την Μαίρη Καϊσίμου, σχεδιασμένα από την σκηνοθέτη και εμπνευσμένα από πίνακες της εποχής, ήταν ότι πιο εντυπωσιακό και ιδιαίτερο έχει παρασταθεί ενδυματολογικά σε σκηνή, με αποκορύφωμα το πέπλο που συμβολικά κάλυψε και στη συνέχεια «αποκάλυψε» το φόρεμα της Αν Προσπέρ ντε Λωναί, στην εξομολόγησή της προς τη μητέρα της.

Οι κομμώσεις του Τάσου Καστανιά σε συνδυασμό με το μακιγιάζ της Χαράς Τσουκαλά, έδιναν έμφαση σε κάθε έκφραση του προσώπου των ηθοποιών, δένοντας μοναδικά με το συνολικό ύφος, τονίζοντας την σεξουαλικότητα του έργου ακριβώς όσο έπρεπε, αποπνέοντας τον επαναστατικό αέρα της εποχής του. Σε αυτό λειτούργησε καθοριστικά και ενισχυτικά και ο φωτισμός του Ντίνου Λαυρεντάκη, υπό τη μπαγκέτα της ολιστικής προσέγγισης της νεαρής Ζαμπίας Πατεράκη. Τόσο πολύ με συνεπήρε η σκηνοθετική της ματιά, που έπιασα τον εαυτό μου να χάνει στιγμές της υπόθεσης, χαζεύοντας τους φωτισμούς, τις εκφράσεις, τις κινήσεις και τις διάφορες εκφάνσεις της πολυσχιδούς προσωπικότητας του Σαντ.

Είναι αδύνατον να ξεχωρίσω οποιαδήποτε από τις ερμηνείες, οι οποίες ήταν όλες ανυπέρβλητες, εκφραστικά, κινησιολογικά καθώς και υποκριτικά, υπό τη μαεστρία της σκηνοθετικής καθοδήγησης της ταλαντούχας κυρίας Πατεράκη, σεβόμενη τόσο το έργο του συγγραφέα, μέσα από την εξαιρετική μετάφραση του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, όσο και το αντιπροσωπευτικό κλίμα της εποχής.

Προσδοκώ με χαρά την συνέχεια του μαγικού ταξιδίου της Μαρκησίας!

*Πληροφορίες από το πρόγραμμα της παράστασης.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ