Κριτική για την παράσταση "Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τη δράση στη δεκαετία του 1920-1930, τότε που ο κόσμος, μετά το τέλος του πολέμου, αναζητά το όνειρο, την ελπίδα, την αναγέννηση σε νέες, σχεδόν επαναστατικές, συνθήκες. Και αυτό συμβαίνει παντού. Στον τρόπο που ζει, που ντύνεται, στη μουσική που ακούει. Μέσα από τους χορευτικούς ήχους, λοιπόν, του τσάρλεστον, ο κόσμος ελπίζει! Και ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο! «Ας μη χάσει, λοιπόν, κανείς «ευγενικοί μας θεατές» αυτό το όνειρο, κι αυτές τις αλλιώτικες σκιές, γιατί ειδικά αυτή τη χρονιά η αισιοδοξία και η αγάπη ίσως να είναι τα κλειδιά της ελπίδας μας» σημειώνει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αδάμης.

Ως ένα από τα πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα έργα του Σαίξπηρ, το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», δεν είναι εύκολο να γίνει αντικείμενο πραγματικά καινοτόμων αναγνώσεων. Αυτό το τόσο δύσκολο εγχείρημα έφερε εις πέρας, για άλλη μια φορά, μετά την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» που είχαμε την ευτυχία να απολαύσουμε πέρυσι, με εκθαμβωτική ακρίβεια και δύναμη, η ομάδα Μαγικές Σβούρες (Άρης Βέβης, Μικές Γλύκας, Αντώνης Καραθανασόπουλος, Στέλιος Πετράκης, Πέτρος Πέτρου, Δανάη Σδούγκου, Έφη Σισμανίδου, Μαριλίζα Χρονέα) και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αδάμης.

Το πρώτο σκηνικό σήμα που μας υποδέχεται, είναι μια πύλη, με τις χαρακτηριστικές σπείρες που χρησιμοποιεί η ομάδα, η οποία, παρ’ όλη την απλότητά της, ίσως γιατί κάπου έχει χρησιμοποιηθεί ξανά έως σύμβολο και έχει εικονοποιηθεί στο μυαλό μου, μας μεταφέρει απευθείας στην σαιξπηρική εποχή. Καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας και επίκεντρο των λιγοστών σκηνικών αντικειμένων, η σπείρα – τα λιτά σπειροειδή «δέντρα» προσέδιδαν στην ατμόσφαιρα το κλίμα μια άλλης, ελισαβετιανής εποχής.

" alt="" />

Το σώμα των ηθοποιών, υπό τις οδηγίες της κινησιολογικής μπακέτας του Σταύρου Αποστολάτου, ως φυσική μηχανή παραγωγής ενέργειας και έκφρασης, διαδραμάτιζε κεντρικότερο ρόλο κι από το ίδιο το κείμενο, προσδίδοντας πρωτοφανείς διαστάσεις στην επί σκηνής έκλυση ενέργειας. Με εκπληκτικό έλεγχο εκφραστικών μέσων και με ακαταμάχητο μαγνητισμό, οι ηθοποιοί ανέδειξαν στο έπακρο τη δυναμική των ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων, μέσα από ερμηνείες μεστές, καίριες και με χειρουργική ακρίβεια.

Τα κοστούμια της Ελίνας Δράκου και οι μάσκες και οι κατασκευές της Ιφιγένειας Κωφού, αποτέλεσαν το δεύτερο ορόσημο της παράστασης, και αυτή τη φορά, κινούμενα σε μια διαχρονική κλίμακα, κατεύθυνση που μπορούν να εξηγηθούν τα ουδέτερα χρώματά τους, προσδίδοντας έμφαση στο συνολικό κλίμα της εποχής, και ενισχύοντας με τρόπο αριστοτεχνικό τις σκηνοθετικές επιδιώξεις.

Οι φωτιστικές επιλογές του Γιώργου Ανεστόπουλου, καθώς και οι μουσική επιμέλεια του σκηνοθέτη, σε συνδυασμό με την ενορχήστρωση του Γιώργου Κωνσταντινίδη, συνετέλεσαν σε αυτό το μαγευτικό αποτέλεσμα.

Εν κατακλείδι, οφείλω να ομολογήσω πως το σκηνοθετικό σχέδιο απέδωσε καρπούς. Προσωπικά, ξεχωρίζω τις στιγμές που παρέπεμπαν στον βωβό κινηματογράφο, ως απαράμιλλες. Ένα πολύτροπο τέχνημα, μια εύκρατη σύζευξη θεατρικής μεθόδου και ερμηνευτικής ελευθερίας, με την οποία θα πρέπει να αναμετρούνται πλέον όσοι επιχειρούν να προσεγγίσουν σκηνικά ή κριτικά αυτό το κορυφαίο έργο του Σαίξπηρ.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ