Συνέντευξη με τον Μελέτη Ηλία για την παράσταση «Στέλιος Καζαντζίδης. Η ζωή του όλη»

Επιμέλεια συνέντευξης: Ναντίν Αθανασίου, Μαργαρίτα Λιγνού, Μαρινέλλα Φρουζάκη, Κωνσταντίνος Πλατής

Φέτος έχεις αναλάβει έναν ρόλο σταθμό στην καριέρα σου, που σίγουρα θα σε ακολουθεί για πάντα. Πόσο δύσκολο ήταν να πάρεις την απόφαση και μαζί το ρίσκο της επιτυχίας ή ακόμα και της αποτυχίας;
Όταν μου έγινε η πρόταση από τη κυρία Ντενίση, η αλήθεια είναι, ότι αγχώθηκα, γιατί ο Καζαντζίδης ήταν ένας άνθρωπος, που υπήρξε θρύλος, οπότε αυτομάτως μπήκε στο μυαλό μου το θέμα της σύγκρισης, αν δηλ. θα τα καταφέρω, αν θα υπάρχει ζωντανό τραγούδι και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες. Από την άλλη, όμως, είχα και μεγάλη χαρά, γιατί δεν σου δίνεται κάθε μέρα η δυνατότητα να έχεις μια τέτοια πρόταση και να αναμετριέσαι με τέτοιους ρόλους. Κατά τη διαδικασία των προβών ένοιωσα πολύ οικεία και σ’ αυτό βοήθησε φυσικά και η κυρία Ντενίση. Είναι στιγμές που νοιώθω όμορφα, είναι κι άλλες, όμως, που, επειδή είναι αρχή των παραστάσεων, έχω και ανασφάλεια, η οποία νομίζω είναι θεμιτή για ένα ηθοποιό, που ανεβαίνει στη σκηνή για να υποδυθεί το Στέλιο Καζαντζίδη. Σε γενικές γραμμές, πάντως, μπορώ να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη συνεργασία και όσον αφορά στο αποτέλεσμα, αυτό νομίζω ότι θα το κρίνει ο κόσμος.

Ποια μέθοδο χρησιμοποίησες για την προσέγγιση του ρόλου σου; Προσπάθησες να ερμηνεύσεις τον χαρακτήρα, δίνοντας περισσότερη σημασία στην εσωτερική του υπόσταση ή στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, καθότι η εικόνα του Καζαντζίδη υπάρχει αποτυπωμένη και από συνεντεύξεις του στην τηλεόραση.
Όταν ξεκινάς να υποδυθείς ένα υπαρκτό πρόσωπο έχεις κάποια αρνητικά και κάποια θετικά. Τα θετικά είναι ότι γνωρίζεις πράγματα γι’ αυτόν και ψάχνοντας, βρίσκεις υλικό από το διαδίκτυο και  τη βιβλιογραφία. Από την άλλη όμως είναι και λίγο περιοριστικό, γιατί δεν μπορείς να αφήσεις τη φαντασία σου να οργιάσει , όσον αφορά στο «πλάσιμο» του ρόλου. Η εξωτερική εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά με απασχόλησαν λιγότερο και είχα ως κύριο μέλημα μου να καταλάβω την ιδιοσυγκρασία και τον ψυχισμό αυτού του ανθρώπου. Υπήρχαν κάποια ζητήματα, που δεν μπορούσαν εύκολα να λυθούν στο μυαλό μου, όπως η σχέση του με το χρήμα, η σχέση με τη μητέρα του, ο τρόπος που διαχειρίστηκε το χάρισμα του στο τραγούδι. Αυτά τα  ζητήματα προσπάθησα όσο μπορούσα να τα πλησιάσω.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε θρύλος στην ελληνική δισκογραφία και κατέκτησε δικαιώματα χρόνων, ακόμα και για τους σημερινούς καλλιτέχνες. Θα μπορούσαμε να του δώσουμε το χαρακτηρισμό του «επαναστάτη»;
Ήταν πολύ τολμηρός για τα δεδομένα της εποχής και αυτό, που κατάφερε ήταν όχι μόνο  προς το δικό του όφελος, αλλά και προς όφελος των άλλων Ελλήνων τραγουδιστών, συνθετών, στιχουργών κτλ . Αυτό δείχνει μια πλευρά του χαρακτήρα του, διότι δεν κοιτούσε μόνο τον εαυτό του, αλλά ήθελε και το καλό των γύρω του. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ πάνω από το μέσο όρο και όσον αφορά στο χάρισμα της φωνής του, αλλά και στη νοοτροπία, που είχε σε ζητήματα προάσπισης πνευματικών δικαιωμάτων, τα οποία επέβαλε στις εταιρείες και έτσι βγήκαν κερδισμένοι όλοι οι καλλιτέχνες.

Οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν ανάγκη από έναν «Καζαντζίδη» για να προασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα σε μια εποχή, που πλήττονται τα δικαιώματα των εργαζομένων σε όλους τους κλάδους και ίσως ακόμα περισσότερο στον κλάδο των ηθοποιών, ο οποίος δοκιμάζεται έντονα από την οικονομική κρίση. Μπορεί να υπάρξει ένας Καζαντζίδης αυτήν την εποχή;
Νομίζω ότι έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες σε σχέση με την πολιτική κατάσταση, αλλά και πιο συγκεκριμένα στο κλάδο των ηθοποιών, δύσκολα θα μπορούσα να βρω κάποιον, που θα προάσπιζε τα δικαιώματα όλου του κλάδου. Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή, που προσπαθούμε να ανταπεξέλθουμε και οικονομικά, αλλά και σε άλλους τομείς, κοιτώντας περισσότερο το κοντινό μας περιβάλλον και τον εαυτό μας, παρά ένα ολόκληρο κλάδο, τον οποίο αντιπροσωπεύουμε. Δυστυχώς, για μένα, αλλά έτσι είναι. Δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος, ο οποίος μπορεί να βγει μπροστά και να ηγηθεί και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της συλλογικής σύμβασης των ηθοποιών, αλλά και τα γενικότερα μέτρα που έχουν παρθεί.

Εσύ στο δικό σου μικρόκοσμο, ως ηθοποιός, αλλά και ως άνθρωπος, επαναστατείς ή συμβιβάζεσαι;
Εκεί που με παίρνει και μπορώ επαναστατώ, αλλά σε κάποιες καταστάσεις αναγκαστικά συμβιβάζομαι και αυτό συμβαίνει περισσότερο από τότε που έγινα πατέρας και δεν έχω μόνο την ευθύνη του εαυτού μου, αλλά και των γύρω μου. Οπότε δε μπορώ να πω ότι λειτουργώ ως επαναστάτης, γιατί αυτό μπορεί να με φέρει σε καταστάσεις, που θα δυσκολευτούν και άλλα άτομα εκτός από εμένα.

Θα ήθελες, στο μέλλον, να ερμηνεύσεις κάποιον άλλον εμβληματικό χαρακτήρα;
Δεν έχω τέτοιου είδους όνειρα. Μέχρι στιγμής μου τα έχει φέρει καλά η μοίρα και δουλεύω, πράγμα πολύ σημαντικό στις μέρες μας. Ζω από αυτό το επάγγελμα και επιβιώνω και όλα αυτά που μου έρχονται είναι καλοδεχούμενα κι ευχάριστα. Θα ήμουν αχάριστος αν έλεγα ότι δεν μου έχουν δοθεί ευκαιρίες, αλλά δεν έχω και σαν πλάνο στο μυαλό μου πχ να παίξω μέχρι τα σαράντα μου τον Οθέλλο.

Ακούσαμε τη Μιμή Ντενίση στην avant premiere να λέει ότι σε κούρασε για τρεις μήνες, προκειμένου να βγει αυτό το αποτέλεσμα. Μίλησε μας λίγο για τη συνεργασία σας.
Όχι δεν με κούρασε. Εγώ μπορεί να ήμουν επιβαρημένος, γιατί είχα και τα γυρίσματα για την τηλεόραση το πρωί, αλλά εξεπλάγην από τον τρόπο, που χειρίστηκε και οργάνωσε το όλο εγχείρημα και το γεγονός ότι ξεκινήσαμε τα «περάσματα» του έργου σχεδόν έναν μήνα πριν την πρεμιέρα. Αυτό εμένα με διευκόλυνε αφάνταστα, γιατί είχα το χρόνο να βάλω σε σειρά ζητήματα, όπως οι αλλαγές των θέσεων (από σκηνή σε σκηνή) και των κουστουμιών που γίνονται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και υπό άλλες συνθήκες θα μου δημιουργούσε τρομερό άγχος. Κουραστήκαμε, αλλά μέσα στα πλαίσια καλής συνεργασίας και αγάπης για αυτό που κάνουμε.

Είναι δύσκολο να συνεργάζεσαι με πολλούς συντελεστές; Ως πρωταγωνιστής σε μια τέτοιου είδους παράσταση, το να έχεις ένα δικό σου καμαρίνι, είναι κάτι, που το λαμβάνεις σοβαρά υπ’ όψιν σου; Παίζει κάποιο ρόλο;

Εγώ δεν έχω δικό μου καμαρίνι (γέλιο). Είναι φυσικό να υπάρχουν παραγωγές, στα πλαίσια μιας καλοστημένης παράστασης με πολύ κόσμο. Πέρα από το πρακτικό του ζητήματος, δηλ. ότι δίνουν ευκαιρία και δουλειά σε πολλούς ανθρώπους, ηθοποιούς και τεχνικούς, είναι ωραίο να βλέπεις παραστάσεις, που να γεμίζει η σκηνή από κόσμο! Να νιώθεις ότι βλέπεις κάτι, που και έχει δουλευτεί σωστά, αλλά και προσφέρει θέαμα, κάτι που δυστυχώς στις μέρες μας είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί, λόγω των καταστάσεων οι παραστάσεις, που ανεβαίνουν είναι με λιγότερα άτομα, και πολλοί μονόλογοι. Είναι σημεία των καιρών αυτά...

Πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή του κοινού σε μια τέτοια παράσταση; Είχες μέχρι τώρα κάποια αντίδραση, που να σου κάνει εντύπωση;
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί θαυμαστές και υποστηρικτές του Καζαντζίδη μέσα στο κοινό. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτοί. Όταν κάνεις μια τέτοια παράσταση δεν στοχεύεις μόνο εκεί, αλλά μελετάς τη ζωή ενός ανθρώπου μιας άλλης εποχής και βλέπεις πράγματα, που δεν τα γνώριζες. Η γενιά μου, όπως και εγώ ο ίδιος δεν ήξερα κάποια πράγματα, που αφορούσαν στη ζωή του Στέλιου πίσω από τα φώτα και όχι του Καζαντζίδη ως τραγουδιστή.

Μέσα στο κοινό, όμως, υπάρχουν και πολλοί, που ήταν τρομεροί υποστηρικτές του και υπάρχουν όντως περιστατικά, που με έχουν εκπλήξει όπως πχ κατά τη διάρκεια παράστασης έχει μιλήσει θεατής, συμφωνώντας με αυτό, που γινόταν στη σκηνή και επικροτώντας το, σπάζοντας τη σύμβαση του θεάτρου, νομίζοντας ότι έχει μπει και αυτός μέσα (γέλια)στην ιστορία και φυσικά έχουν γίνει και διάφορα όταν τελειώνει η παράσταση. Έχει πχ έρθει μία ηλικιωμένη κυρία και μου λέει «έχω γράψει κάτι στίχους. Πάρτους». Μα της λέω δεν γράφω μουσική εγώ. Δεν πειράζει μου λέει ξέρεις εσύ». Μη νομίζοντας ότι είμαι ο Καζαντζίδης, αλλά ότι κάτι ξέρω εγώ… Μου έδωσε χαρτί με στίχους! Φοβερό!

Το αγαπημένο σου τραγούδι από τη δισκογραφία του Καζαντζίδη ποιο είναι και γιατί;
Μ’ αρέσει πάρα πολύ το: «Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε», που το λέμε και στην παράσταση. Καταρχάς είναι ένα παρά πολύ ωραίο μουσικό κομμάτι. Θεωρώ ότι και για την εποχή του ήταν, κατά τη γνώμη μου, πάρα πολύ μπροστά, αλλά και αυτά που λέει έχουν άμεση σχέση με το σήμερα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι, επειδή εγώ είμαι γιος μεγάλου υποστηρικτή του Καζαντζίδη (εντελώς τυχαία), ο πατέρα μου ήταν μεγάλος fan και είναι ακόμα, ήξερα τα περισσότερα τραγούδια. Το φοβερό, όμως, είναι ότι υπήρχαν κάποια, που δεν είχα φανταστεί καν, ότι μπορεί να τα τραγούδαγε ο ίδιος ο Καζαντζίδης, όπως πχ. «Τα πέτρινα χρόνια» του Σπανουδάκη ή η συνεργασία του με τον Θεοδωράκη. Ακούγονται και πρώτα του κομμάτια στην παράσταση, όταν ακόμα δεν ήταν αυτός, που έγινε, που τα άκουγα και εγώ για πρώτη φορά και ήμουν πολύ ενθουσιασμένος που ερχόμουν σε επαφή με αυτόν τον κόσμο.

Μίλησες για τον πατέρα σου, σε είδε στην παράσταση;
Ο πατέρας μου ακόμα δεν έχει έρθει. Περιμένω. Ήθελα να βεβαιωθώ. Να περάσουν κάποιες παραστάσεις, να νιώσω και εγώ καλά, γιατί το να έρθει ο πατέρας μου να με βλέπει να κάνω τον Καζαντζίδη, είναι ένα επιπρόσθετο άγχος, το οποίο δε θα μπορούσα να διαχειριστώ, με το άγχος της πρεμιέρας και των πρώτων μου παραστάσεων. Οπότε του είπα, περίμενε λίγο να πατήσω γερά στα πόδια μου και θα σε φωνάξω εγώ να έρθεις να το δεις.

Δυστυχώς, επειδή είδαμε τον Καζαντζίδη μέχρι την ηλικία των 35 ετών, δεν μάθαμε πολλές πληροφορίες και δεν ακούσαμε τραγούδια όπως το «Υπάρχω», ένα εμβληματικό τραγούδι.
Και όχι μόνο αυτό, και πολλά άλλα τραγούδια, τα οποία όμως δυστυχώς λόγω δικαιωμάτων και διαφόρων γραφειοκρατικών ζητημάτων δεν μπορούσαν να ακουστούν. Κατά τη γνώμη μου όμως, θεωρώ ότι είναι κρίμα, γιατί όταν κάνεις τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, μάλιστα έτσι όπως την έχει κάνει η Μιμή Ντενίση και η Κωνσταντίνα Γιαχαλή, που συνεργάστηκαν για το κείμενο, δεν προσβάλει καθόλου και δεν υπήρχε περίπτωση να προσβάλει κάποιον, είτε από αυτούς, που συνεργάστηκαν είτε από τις σχέσεις πίσω από τα φώτα.

Ο δικός σου σκοπός με την ερμηνεία του ρόλου αυτού ποιος ήταν, πέρα από το να κάνεις μία απλή απεικόνιση του χαρακτήρα; Είχες κάποιον απώτερο σκοπό; Σε σχέση βέβαια με αυτό, που επιδίωκε και η σκηνοθέτιδα.
Εγώ προσπάθησα και το είχαμε συζητήσει και με την κυρία Ντενίση, να προσεγγίσω τη ζωή ενός ανθρώπου, που έχει ζήσει κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από εμάς. Είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο, να υποδυθείς έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι γνώριμος, δεν τον βλέπεις στον δρόμο σήμερα. Συν το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Πώς να καταφέρεις δηλαδή να φτάσεις να ερμηνεύσεις έναν τέτοιον άνθρωπο; Αυτό βέβαια το συναντάς σε όλους τους μεγάλους ρόλους, μεγάλων συγγραφέων, γιατί η αλήθεια είναι πως και τον Άμλετ να παίξεις και οποιοδήποτε ρόλο ενός εμβληματικού έργου, ξέρεις ότι καταπιάνεσαι με κάτι, που δεν είναι σημερινό, απτό και εύκολο. Εκεί προσπαθήσαμε να εστιάσουμε λιγάκι, στο να πιάσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής, το πώς σκεφτόταν, το πώς μεγάλωσε και τις δυσκολίες, που δημιουργήθηκαν και τον διαμόρφωσαν. Γιατί όντως διαμορφώθηκε μέσα από πολλές δυσκολίες.

 

Ήθελε στην καθημερινότητά του να τον αντιμετωπίζουν σαν έναν απλό άνθρωπο; Τις διακοπές του πχ κατά τα χρόνια, που αποσύρθηκε και μετά τις έκανε σ’ ένα κανονικό εξοχικό σπίτι και όχι σε μία μεγάλη βίλα, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει και ήθελε απλά να πηγαίνει για ψάρεμα.
Θεωρούμε ότι είχε συγκεκριμένες απόψεις για κάποια θέματα, που ως «ποντιακό κεφάλι και αγύριστο», όπως λέμε και στο έργο, δύσκολα παρέκκλινε από αυτές (γέλιο). Η αλήθεια είναι ότι εγώ, έχοντας μαρτυρίες από την κυρία Βάσω, που ήταν η τελευταία του γυναίκα και από τον παιδικό του φίλο τον κ. Νίκο, που μου είπαν κάποια πράγματα, θεωρώ ότι ήταν κάπως έτσι, δηλαδή ήθελαν να περάσουν πχ  πλακάκι στο σπίτι, στον Άγιο Κωνσταντίνο και δεν τους άφηνε, γιατί θα βρώμιζε το πλακάκι. Μιλάμε για πράγματα, τα οποία φαίνονται εξωπραγματικά για τα δεδομένα του.

Νομίζω το κλειδί στην όλη ιστορία σε σχέση με αυτό, που ρωτάς είναι ότι του άρεσε να τραγουδάει, το έβλεπε ως ευχαρίστηση και όταν μπήκε στη διαδικασία του «πρωταθλητισμού» και ένιωθε ότι κάποιοι προσπαθούσαν να επωφεληθούν από αυτόν, όπως λέμε και μέσα στο κείμενο, αισθανόταν ότι τον βάζουν να τρέχει με το ζόρι. Γι’ αυτό μιλάω για πρωταθλητισμό, δηλαδή το να αθλείσαι και να ευχαριστιέσαι αυτό που κάνεις είναι καλό, αλλά το να είσαι πρώτος, το νούμερο ένα, θέλει πάρα πολλές θυσίες, τις οποίες δεν είχε τη διάθεση να κάνει, διότι αυτός ήθελε να περνάει ευχάριστα και να κάνει και τον κόσμο να περνάει ευχάριστα. Όταν δηλαδή δούλευε σ’ ένα μαγαζί και ξαφνικά όλα τα γύρω μαγαζιά έμεναν άδεια, γιατί όλοι πήγαιναν και έβλεπαν τον Καζαντζίδη, δεχόταν απειλές. Όταν ξαφνικά έσπαγαν πιάτα και του τα πέταγαν και κάποια στιγμή του πετάχτηκε ένα ποτήρι και του έκοψε τον λαιμό, τότε πήρε την απόφαση και είπε τέλος στη νύχτα. Ήταν καταστάσεις, τις οποίες δε μπορούσε να τις διαχειριστεί, γιατί δεν το είχε φανταστεί έτσι. Και γι αυτό λοιπόν αποσύρθηκε και πήγε και τραγούδαγε σε ταβερνάκια με τους φίλους του και τους χωρικούς στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Πολύ ωραία όλα αυτά που μας είπες, νομίζω ότι πήραμε και κάποιες έξτρα πληροφορίες πέρα από αυτά που είδαμε στην παράσταση. Πες μας τα επόμενά σου σχέδια;
Κατ’ αρχάς να πω για αυτά που ήδη γίνονται, το «Σόι» που πάει τέταρτη σεζόν και συνεχίζουμε δυναμικά και ακάθεκτοι, την ταινία «Bachelor 2» που συνεχίζει να είναι κι αυτή στις αίθουσες και συνεχίζει να πηγαίνει καλά και νομίζω ότι πια μπορώ να πω για το καλοκαίρι ότι θα είμαι στις «Εκκλησιάζουσες», που θα κάνει ο Αλέξανδρος Ρήγας, στο ρόλο του Βλέπυρου, που θα κάνει περιοδεία σε διάφορα αρχαία θέατρα ανά την Ελλάδα.

 Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ